Διανομή ρουχισμού από το Πατριωτικό Ίδρυμα σε πρόσφυγες στη Σμύρνη το 1919

(«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»)

Τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, και ιδιαίτερα το Αρχείο

Προφορικής Παράδοσης, αποτελούν αναντικατάστατο τμήμα του φάσματος των πηγών

στις οποίες έχει αποθησαυριστεί η ιστορική μνήμη του σύγχρονου Ελληνισμού.

Λίγα χρόνια μετά την Ανταλλαγή, η ιδρύτρια του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών,

Μέλπω Λογοθέτη – Μερλιέ, μαζί με ένα αφοσιωμένο επιτελείο συνεργατών, άρχισε

την αναζήτηση ανά την Ελλάδα προσφύγων από τη Μικρά Ασία, για να ακούσουν και

να καταγράψουν τα ειδικά περιστατικά που έζησαν τις ώρες του ξεριζωμού. H

εργασία αυτή κράτησε περισσότερο από 25 χρόνια. Έτσι συγκεντρώθηκε ένα

τεράστιο υλικό, το οποίο αποτελεί ειδικό τμήμα του Αρχείου. Το Κέντρο

Μικρασιατικών Σπουδών υιοθέτησε τον όρο Έξοδος με το βιβλικό του νόημα

και με τον όρο αυτόν χαρακτηρίστηκε και το corpus των κειμένων των μαρτυριών

αυτών.

Οι διαφορετικές συνθήκες ιστορικής ύπαρξης των τμημάτων του μικρασιατικού

Ελληνισμού καθόρισαν και τις διαφορετικές μορφές που πήρε η έξοδος του

ελληνικού πληθυσμού από τα δυτικά παράλια, την Κεντρική Μικρά Ασία και τον

Πόντο αντίστοιχα. H αιματηρή τραγωδία και ο βίαιος αφανισμός συνθέτουν τη

μοίρα του ελληνισμού στις δυτικές περιοχές, που βρέθηκαν μέσα στο θέατρο της

πολεμικής αναμέτρησης της Ελλάδας και της Τουρκίας και πλήρωσαν το φοβερό

τίμημα, όπως εξιστορούν οι μαρτυρίες που αφορούν την Ιωνία και τα δυτικά

παράλια. Στο εσωτερικό η έξοδος πήρε άλλη μορφή. Μακριά από την κλαγγή των

όπλων, περιχαρακωμένοι στην απομόνωσή τους, οι Έλληνες της Κεντρικής Μικράς

Ασίας έζησαν από το 1914 και μετά την πικρή εμπειρία της ψυχολογικής βίας, των

διωγμών και της εξορίας, συνταράχθηκαν από τον απόηχο των μεγάλων ελπίδων και

των μεγάλων φόβων που έφερε η παρουσία του ελληνικού στρατού στη μικρασιατική

γη και τέλος γνώρισαν τον σπαραγμό του ξεριζωμού. Αν το ελληνικό πεπρωμένο

στις ανατολικές ακτές του Αιγαίου έσβησε μέσα στη φωτιά και τον σίδηρο, ο

Ελληνισμός του εσωτερικού δεν πέρασε «από στόματος ρομφαίας». H μετατόπιση

προς το εσωτερικό υποκαθιστά στη θέση τής αιματηρής τραγωδίας το σιωπηλό έπος

του οργανωμένου ξεριζωμού, που βιώνεται με βαθύτερο σπαραγμό, γιατί η χρονική

του διάρκεια επιτρέπει την πληρέστερη συνειδητοποίηση, αν και όχι αναγκαστικά,

και την κατανόηση της οριστικής και αμετάκλητης μοίρας.

Οι μαρτυρίες του δεύτερου τόμου της Εξόδου συνθέτουν το περιεχόμενο

αυτού του έπους. Μια πρόσθετη διαφοροποίηση στη μορφή της εξόδου παρατηρείται

στον Πόντο, όπου η εμπειρία πήρε άλλες δραματικές διαστάσεις. Ο χαρακτήρας της

τοπικής ελληνικής κοινωνίας, η συνοχή, η πυκνότητα και οι μνήμες που καθόριζαν

τον αυτοπροσδιορισμό τού ποντιακού Ελληνισμού αποτέλεσαν το υπόστρωμα,

ανθρωπολογικό και πολιτικό συνάμα, της δυναμικής αντίστασης που δοκίμασαν να

προβάλουν οι Πόντιοι στην από έξω επιδικασμένη μοίρα. H ένοπλη αντίσταση, που

προβλήθηκε σε πολλά χωριά του ορεινού Πόντου, αποτέλεσε την τελευταία πράξη

της Ακριτικής παράδοσης αλλά και την πιο δραματική εκδήλωση της εθνολογικής

ακμαιότητας και της κοινωνικής συνοχής ενός πληθυσμού με πανάρχαια συνέχεια

και αδιάσπαστη ιστορική ενότητα.

Με τη μορφή και τη συγκινησιακή φόρτιση με τις οποίες τις παρέδωσε η προφορική

παράδοση δεκαετίες μετά τη βίωση της τραγωδίας, οι μαρτυρίες της εξόδου δεν

τεκμηριώνουν απλώς τις συνθήκες και τα περιστατικά του ξεριζωμού. Απεναντίας,

συνιστούν συγκεκριμένη έκφραση του ψυχολογικού κλίματος που συντρόφεψε την

εγκατάσταση του μικρασιατικού Ελληνισμού στην Ελλάδα. Μέσα από το πρίσμα αυτής

της εμπειρίας διαθλάται η ανάμνηση της καταστροφής και του ξεριζωμού, αλλά και

η νοσταλγία του ειρηνικού παρελθόντος στις χαμένες πατρίδες, που κάτω από τις

νέες υπαρκτικές πιέσεις προσλαμβάνουν ιδεολογική λειτουργία σχεδόν αντίστοιχη

με εκείνη της ουτοπίας. Αυτή η διάσταση των μαρτυριών της εξόδου τούς

προσδίδει τον χαρακτήρα του καίριου μνημείου της ιστορίας του μικρασιατικού

Ελληνισμού.

Η έκδοση του έργου αυτού εγκαινιάστηκε το 1980 με τη δημοσίευση του A’ τόμου,

Βλ. H Έξοδος, Τόμ. A’: Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών

παραλίων της Μικρασίας, Πρόλογος: Γ. Τενεκίδης, Εισαγωγή, επιλογή

κειμένων, επιμέλεια: Φ. Δ. Αποστολόπουλος, Αθήνα, Κέντρο Μικρασιατικών

Σπουδών, 1980, σσ. 363, εικ. + 1 χάρτ. Ακολούθησε ο B’ τόμος το 1982, Βλ. H

Έξοδος, Τόμ. B’: Μαρτυρίες από τις επαρχίες της κεντρικής και νότιας

Μικρασίας, Εισαγωγή – εποπτεία: Πασχάλης M. Κιτρομηλίδης, Επιμέλεια:

Γιάννης Μουρέλος, Αθήνα, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 1982, σσ. 541, εικ. + 1

χάρτ.

Το έργο ολοκληρώνεται τώρα με την επικείμενη έκδοση από το Κέντρο

Μικρασιατικών Σπουδών των τόμων Γ’ και Δ’, που θα παρουσιάσουν τις μαρτυρίες

της Εξόδου του παράλιου και μεσογειακού Πόντου. Ο Πόντος αποτελούσε

έναν ολόκληρο ελληνικό κόσμο, στον οποίο οι συγκυρίες του 19ου αιώνα άνοιξαν

τον δρόμο αξιοθαύμαστης πολιτισμικής και πολιτικής ακμής. H πυκνότητα της

ελληνικής παρουσίας στις επαρχίες αυτές μαρτυρείται από τους 1.454 οικισμούς,

όπου κατοικούσαν Έλληνες, τους οποίους επισήμανε η έρευνα του Κέντρου

Μικρασιατικών Σπουδών.

Οι μαρτυρίες του ξεριζωμού συνιστούν μνημείο του πολιτισμού του Μικρασιατικού

Ελληνισμού και τεκμηριώνουν ταυτόχρονα μιαν αφετηρία στο συλλογικό του

πεπρωμένο: την ένταξη και ενσωμάτωση στο ελληνικό εθνικό κράτος. H διάσταση

του γεγονότος αυτού ως τομής στη μοίρα του Μικρασιατικού Ελληνισμού επισκίασε

και ανάπλασε όλη την προηγούμενη ιστορική πορεία στη συλλογική συνείδηση του

ίδιου, αλλά και του ελλαδικού Ελληνισμού.

Η συγκεκριμένη συνεργασία των «ΝΕΩΝ» με το Ίδρυμά μας για τη δημοσίευση

των μαρτυριών της Εξόδου συμβάλλει με τρόπο ουσιαστικό στην ανάδειξη

ενός έργου βαθύτατης εθνικής αυτογνωσίας, για την παραγωγή του οποίου

εμόχθησαν αθόρυβα, με αυστηρή προσήλωση στους κανόνες της επιστημονικής

δεοντολογίας, πολλές γενεές συνεργατών του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.

O Πασχάλης M. Κιτρομηλίδης είναι καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό

Πανεπιστήμιο Αθηνών και Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του

Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών