Δυτικά παράλια. Περιφέρεια Σμύρνης. Σμύρνη

Αρκετές είναι οι πληροφορίες που έχουν ώς τώρα δοθεί για τη Σμύρνη. Άλλωστε

ποιος δικός μας ή ξένος δεν ξέρει πού βρίσκεται και δεν έχει λίγες ή πολλές

γνώσεις για την ιστορία και το ρόλο της; Γι’ αυτό θα περιοριστούμε σε πολύ

λίγα συμπληρωματικά, που πιθανόν να ξεφεύγουν. Πριν από το 1922 αριθμούσε

270.000 κατοίκους που κατανέμονται σε 140.000 Έλληνες, 80.000 Τούρκους, 12.000

Αρμένιους, 20.000 Εβραίους και 15.000 Ευρωπαίους, ανάμεσα στους οποίους και οι

Λεβαντίνοι. H συντριπτική παρουσία του ελληνικού στοιχείου έδινε στην πόλη

ελληνικό χαρακτήρα, που τον υπογράμμιζε ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι η

οικονομική και η πολιτιστική της ζωή βρισκόταν στα χέρια του. Οι Τούρκοι της

είχαν δώσει την προσωνυμία Γκιαούρ Ισμίρ (άπιστη, ελληνική Σμύρνη). Εκτός από

το γεγονός ότι ήταν έδρα Μουτασερίφη και Καϊμακάμη από την πλευρά της

τουρκικής Διοίκησης, ήταν ταυτόχρονα και έδρα Μητρόπολης και από το 1919 η

έδρα του ύπατου Αρμοστή, που με αρμοδιότητες υπουργού αντιπροσώπευε το

ελληνικό κράτος σε ολόκληρη τη «διοικουμένη ζώνη», όπως την όριζε η Συνθήκη

των Σεβρών. Πώς λοιπόν, μια τέτοια Σμύρνη να μη γίνει, στις μέρες του

Σεπτέμβρη του 1922, το σύμβολο της ελληνικής συμφοράς;

Το κεφάλι λίγο πιο πέρα το τσιμπολογούσαν οι αδέσποτες κότες…

(Μαρτυρία Αλέξη Αλεξίου – Αποσπάσματα)

Κουρελιασμένος, βασανισμένος, προδομένος από την πολιτική του ηγεσία, ο

σαλπιγκτής σαλπίζει την υποχώρηση από τη M. Ασία. (Βιβλ.: «Μνήμες

Μικρασιατικής Τραγωδίας» Αναστ. Ιωσ. Εφραιμίδης, 1983)

Γεννήθηκα στη Σμύρνη το 1910, στη συνοικία Αγίας Αικατερίνης, κοντά στον

κινηματογράφο «Φοίνικα», απέναντι στο μπακάλικο του Πανανού του Μπιτσακτσή.

Ο πατέρας μου ήταν μανιφατουριέρης, που λένε εδώ, είχε εμπορικό, κοντά στον Άη

Γιώργη, ο δε παππούλης μου ήταν ο περίφημος παιχνιδιάτορας, που έπαιζε βιολί,

ο Γιάγκος ο Βλάχος.

…..

Τα πρώτα μηνύματα της Καταστροφής μάς ήρθαν με την οπισθοχώρηση του στρατού

μας. Είδα αξιωματικούς στον δρόμο που ξύλωναν και πετούσαν τα γαλόνια τους και

τα παράσημά τους, κι εγώ ζητούσα ο ανόητος από τους γονείς μου να μου βρούνε

τέτοια γαλόνια κι εκείνοι αγανακτισμένοι με ξυλοφόρτωσαν.

Τα σημάδια της Καταστροφής ήταν ακόμη πιο έντονα, όταν φθάσαν από τα Θείρα

συγγενείς μας κατατρεγμένοι και τους φιλοξενήσαμε.

Μετά από λίγες μέρες κάναν την εμφάνισή τους τα ταγκαλάκια*.

Ο κόσμος τρομοκρατήθηκε. Πότε-πότε ακούγονταν και μακρινές κανονιές. Είπαν οι

δικοί μου πως ο Πλαστήρας πολεμά στην περιοχή του Τσεσμέ. Εκεί στις συζητήσεις

των μεγάλων άκουα για τους Τσέτες· όσο περνούσαν οι μέρες καταλάβαινα ότι κάτι

μεγάλο κακό ήταν να γίνει, γιατί κάθε βράδυ οι γονείς μου έπαιρναν εμένα, τον

αδερφό μου και την αδερφή μου που ήταν λεχούδι και πηγαίναμε και κοιμόμασταν

σε μια φράγκικη οικογένεια στο φαρδύ της Καθεδράλης, γιατί η κυρία του σπιτιού

ήταν φιλενάδα της μητέρας μου. Μέναμε στο δώμα και κάθε πρωί που πηγαίναμε

πίσω στο σπίτι μας ήταν αδύνατο να μη δούμε στους δρόμους ανθρώπους με τα

νυχτικά τους, τους οποίους χτυπούσαν με τους υποκόπανους και τους παίρναν τα

ταγκαλάκια.

Ένα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε ότι οι Τούρκοι βάλαν

φωτιά στη συνοικία της Αρμενιάς.

Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε την ψυχή και δεν μπορούσα να το

εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς.

Δεν θυμούμαι αν την ίδια μέρα ή έπειτα από μερικές μέρες ο κόσμος άρχισε να

φεύγει από τη Σμύρνη, γιατί η φωτιά όλο μεγάλωνε. Από κει φύγαμε· πήγαμε και

μείναμε στο σπίτι της αδελφής της νενές μου που ήταν στην Πούντα, γιατί εκείνη

ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό και βέβαια η οικογένειά της σαν ιταλική που

ήταν, ήταν εξασφαλισμένη. Δε θυμούμαι ούτε τους λόγους, ούτε την αιτία που

ύστερα από λίγες μέρες μάς πήρε ο πατέρας μου όλους εκτός από τον παππού και

τη νενέ, και ξεκινήσαμε προς την παραλία της Πούντας, όπου ήταν διάφορα

κέντρα. Προχωρήσαμε ακόμη πιο πολύ· περάσαμε το νεκροταφείο της Σμύρνης και το

γήπεδο του αθλητικού ομίλου Πανιωνίου Σμύρνης. Από κει και πέρα άρχισε να

μαζεύεται χιλιάδες κόσμος σε μια πορεία στον δρόμο που ήταν κοντά στην

παραλία, με κατεύθυνση προς το Μπαργιακλί.

Από τον δρόμο προς τη θάλασσα ήταν διάφορα παραλιακά κέντρα. Σε ένα από αυτά

είδα κάτι, που όσο ζω δεν θα το ξεχάσω· θα έχω τη φοβερή εικόνα, που αντίκρισα

μπροστά μου. Λίγο αριστερά από τον δρόμο κι έξω από ένα κέντρο είδα ένα πτώμα

ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ένα πουκάμισο και μαύρο πανταλόνι·

το κεφάλι, λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν

αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και

τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό. Σε κάτι τραπέζια, που ήταν πάρα κάτω, ήταν

πεταμένα δυο ή τρία πτώματα.

Όλος αυτός ο κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί

διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο.

Κατά το απογευματάκι φτάξαμε στο Μπαργιακλί που κι αυτό είχε εκκενωθεί από

τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία του χωριού με τα πλατάνια ήταν

γεμάτα από κόσμο, που κάθισε να ξαποστάσει. Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο

άδειο σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα. Αφού μας

άφησε, βγήκε όξω να ζητιανέψει τρόφιμα· θυμούμαι που μας έφερε σατσόπιτες που

του ‘δωσαν άλλοι χριστιανοί. Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλεύρι, κάναν

όπως-όπως λίγο ζυμάρι και το ψήσαν απάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν

από τα πεύκα. Νερά είχε τρεχούμενα. Όταν έπεσε η νύχτα, ήθελα να πάω κάπου,

πριν να κοιμηθούμε. Όλα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι όξω. Ανάβαμε σπίρτα κι ο

πατέρας μου έψαχνε να βρει το αποχωρητήριο· στο ίδιο πάτωμα που μέναμε δεν

υπήρχε· βρήκαμε μια σκάλα. Ανάβει κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το

αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα

του σπίρτου. Το σπίρτο έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό·

μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και προχωρούσε προς εμένα.

Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ’ ένα

κομμένο χέρι και λίγο πάρα κάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο. Είχε γίνει

μέσα εκεί μακελειό. Ο πατέρας μού είπε να μην πω τίποτα απ’ αυτά που είδαμε

στη μητέρα.

Όταν έφεξε η μέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει από το Μπαϊρακλί με κατεύθυνση

προς το Κορδελιό κι έτσι τους ακολουθούσαμε κι εμείς· όπως πηγαίναμε όμως, στ’

αριστερά του παραλιακού δρόμου, είδαμε να έρχεται από το Κορδελιό προς τη

Σμύρνη τούρκικη καβαλαρία, οπλισμένη με σπαθιά. Κρατούσαν ακόμη στο δεξί τους

χέρι ένα ακόντιο μ’ ένα σημαιάκι στην κορφή. Στήριζαν το ακόντιο στον

αναβατήρα. Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες.

Τότε μας βρήκαν τα χειρότερα· οι Τσέτες πέσαν απάνω στον κόσμο και κάναν όλων

των ειδών τα εγκλήματα. Χτυπούσαν τους άντρες και τους ζητούσαν παράδες, και

μαλαματικά από τις γυναίκες. Αρπούσαν όποια κοπέλα τους σφαντούσε*** και την

ντρόπιαζαν· φόβος και τρόμος μας έπιασε όλους.

….

Ήταν ο κόσμος θάλασσα, χιλιάδες κόσμος, που έκλαιγε και βογγούσε.

Προχωρούσαμε, όπου προχωρούσαν όλοι, προς το Κορδελιό· από κει θα σωθούμε.

H γιορτή της ελληνικής κατοχής

Δύο Μαΐου του 1919 η ελληνική Κατοχή. Πήγα στο «Quai» με τους γονείς μου. Όλη

η Σμύρνη γιόρταζε, ήταν σαν Πάσχα, ακούγονταν κανονιές από τα καράβια, παντού

κυμάτιζε η γαλανόλευκη. Όλοι φορούσαμε στο στήθος μας εθνικές κονκάρδες. Όλοι

τρέχαν στην προκυμαία κοπάδια, κοπάδια· ξεφώνιζαν και τραγουδούσαν. Όλοι

βιάζονταν να δούνε τα ευζωνάκια, τον ελληνικό στρατό, τα ελληνικά καράβια: τον

«Αβέρωφ», τον «Ατρόμητο», τον «Λέοντα».

Έζησα τις αξέχαστες στιγμές της λευτεριάς. Εμείς δεν πήραμε είδηση τη μάχη που

δόθηκε, γιατί δεν ήμασταν προς το κονάκι** αλλ’ αντίθετα μετά από το θέατρο

Σμύρνης, προς την Πούντα.

Αργότερα μάθαμε ότι η φάλαγγα των ευζώνων έμπαινε στην πλατεία του

διοικητηρίου και τη χτύπησαν από το αρχηγείο της χωροφυλακής, από τις φυλακές,

από την τούρκικη συνοικία. Χτυπήθηκαν δέκα ευζωνάκια· τα δύο πέθαναν και πάρα

πολύς κόσμος πνίγηκε στη θάλασσα από το σπρώξιμο που κάναν, γιατί θέλαν να

φύγουν γρήγορα να σώσουν τη ζωή τους. Τα τάγματα ευζώνων σταμάτησαν την

αντίσταση. Κοντά στο σπίτι μας βρισκόταν το γήπεδο του αθλητικού ομίλου

Απόλλων Σμύρνης· εκεί είχε στρατοπεδεύσει ελληνικός στρατός. H μητέρα μου από

ενθουσιασμό κι αγάπη για τα νέα παλικάρια μού έδινε και τους πήγαινα, μαζί με

άλλα παιδιά, διάφορα εκλεκτά τρόφιμα.

Έβλεπα τη φλεγόμενη Σμύρνη να απομακρύνεται σιγά – σιγά

Σμύρνη. Πρόσφυγες στην προκυμαία για επιβίβαση στα πλοία. («Πώς έζησα την

καταστροφή της Σμύρνης» Μιχ. Βαλβαζάνης)

Σαν πλησιάζαμε στο χωριό Πετρωτά, που η παραλία του ήταν γεμάτη βράχια ίσαμε

κει πάνω, δυο και τρία μέτρα ύψος, είδαμε να ‘ρχεται προς το μέρος μας ένα

άλλο μπουλούκι, δηλαδή με αντίθετη κατεύθυνση. Μουρμουρίστηκε σε λίγο, ότι οι

Τούρκοι διώχνουν τους χριστιανούς από το Κορδελιό, για να τους εμποδίσουν να

φύγουν από κει. Κλαυθμός και οδυρμός!

Αλίμονο σ’ εμάς! H ελπίδα να σωθούμε από κει, από τη θάλασσα του Κορδελιού,

χάθηκε.

– Θεέ μου, λυπήσου μας, έλεγε η μητέρα κι έκλαιγε.

Ο κόσμος τα ‘χασε πια, απελπίστηκε τελείως. Άλλοι κλαίγαν, άλλοι χτυπιούνταν

και μοιρολογούσαν κι άλλοι σέρναν τα πόδια τους και σώπαιναν. Ο βόγγος, ο

θρήνος έγιναν ένα δυνατό βουητό. Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε τα μάτια μας·

γυναίκες πολλές, μια σειρά ατέλειωτη από το μπουλούκι που ερχόταν από το

Κορδελιό, σπρώχνοντας η μια την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους

ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. Ώσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και

χάνονταν μέσα τη θάλασσα. Πολλές απ’ αυτές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια

τους. Πλάι τους, πάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις

ντροπιάσουν, και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο

γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε.

H εικόνα αυτή ύστερα από τόσα χρόνια ούτε έσβησε, ούτε θα σβήσει από τη μνήμη

μου, όσο ζω. Την παράστησα στους φίλους μου, αργότερα στη γυναίκα μου και στα

παιδιά μου.

Γυρίσαμε με τις χιλιάδες κόσμο στο Μπαργιακλί. Μέναμε στο ύπαιθρο· τη μέρα

φοβούμασταν, ενώ τη νύχτα τρέμαμε τους ανήμερους Τσέτες.

Μια μέρα ήρθε κι άραξε ένα μικρό βαποράκι με ιταλική σημαία· βγήκε ο συγγενής

μας ο Ιταλός, – φαίνεται πως μαθεύτηκαν τα νέα του Κορδελιού – μας πήρε και

μας πήγε στη Σμύρνη, στο σπίτι του.

Τη μέρα του Σταυρού 14 Σεπτεμβρίου, μέρα σημαδιακιά, μας πήρε ο πατέρας,

περπατήσαμε κάμποσο και μπήκαμε στο μπουλούκι για να μπαρκάρουμε. Μόλις

περάσαμε τα συρματοπλέγματα – ήταν μαζί μας τούτη τη φορά η νενέ και ο

παππουλής – οι Τούρκοι χώριζαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες. Στο σημείο

αυτό ήταν και στρατιωτικοί ξένης υπηκοότητας, όχι Τούρκοι. Πιάσαν τον μπαμπά

μου και τον παππουλή μου και τους χώρισαν από μας. Έγινα έξαλλος, αγανάκτησα

και τράβηξα τον πατέρα μου να τον φέρω μαζί μας. Εκεί ένας Αμερικάνος ναύτης –

τους γνώριζα από το καπελάκι που φορούσαν – δεν πρόκανα και μου ‘δωσε μια στο

λαιμό μ’ ένα σιδερένιο μπαστούνι που κρατούσε, από κείνα που χρησίμευαν για ν’

αλλάζουν τις ράγες των τραμ. Τελικά ο πατέρας μου κι ο παππουλής μείναν, κι

εμείς τα παιδιά με τη μητέρα μας και τη νενέ μας μπήκαμε στο βαπόρι «Ισμίντι».

Μόλις ξεκίνησε το βαπόρι, η μητέρα μου από την απελπισία της ήθελε να πέσει

στη θάλασσα και την συγκράτησαν οι άλλοι πρόσφυγες. Εμένα πρήστηκε ο λαιμός

μου και πονούσα αβάσταχτα· και μ’ όλα αυτά έβλεπα τη φλεγόμενη Σμύρνη μέσα από

το καράβι που σιγά-σιγά απομακρύνονταν.

Το καράβι μάς έβγαλε στη Μυτιλήνη· εκεί μας φιλοξένησε η οικογένεια του

αδερφού τού παππουλή μου, έξι μήνες περίπου.

Δεν πέρασε ούτε ένας μήνας που ήρθε ο πατέρας μου και ο παππουλής μου.

Καταφέρανε να φύγουνε από τη Σμύρνη, γιατί ο παππουλής μου ήταν παιχνιδιάτορας

και ήταν γνωστός και αγαπητός στους Τούρκους και βρέθηκε κάποιος που τον

γνώριζε και τον γλύτωσε. Το ίδιο έγινε και με τον πατέρα μου· ένας Τούρκος

βρέθηκε που του πουλούσε υφάσματα για το χαρέμι του και τον μπάρκαρε. H χαρά

όλων μας δεν περιγράφεται· ήταν σαν νεκρανάσταση, τους λογαριάζαμε για

σκοτωμένους.

* Ταγκαλάκια ονομάζανε τους Τούρκους χωρικούς με κοντά βρακιά και γκέτες

που είχε επιστρατέψει ο Κεμάλ.

** το διοικητήριο

** σφαντώ = κάνω εντύπωση, φαντάζω