Δυτικά παράλια. Περιφέρεια Σμύρνης. Σεβδίκιοϊ

Το Σεβδίκιοϊ (τουρκ. Seydikoy), 13 χλμ. N-ΝΔ της Σμύρνης, είχε, πριν το 1922,

8.000 περίπου κατοίκους, όλους σχεδόν Έλληνες, εποίκους από τη Σάμο, Άνδρο και

την ηπειρωτικήν Ελλάδα. Διοικητικά ανήκε στον Καζά της Σμύρνης και

εκκλησιαστικά στη Μητρόπολή της. Τους Μικριασιάτες λογίους απασχόλησε η

ετυμολογία του ονόματος της μικρής αυτής πόλης: από τα τουρκικά συνθετικά

σεβντί (αγάπη, έρωτας) + κιοϊ (χωριό), οπότε η λέξη ολόκληρη μεταφράζεται ως

«χωριό του έρωτα», ή από το σεγίντ (ο τιμώμενος από το λαό, ο ηγεμόνας) +

κιοϊ, οπότε σημαίνει το «χωριό του άρχοντα». Λόγιοι της Σμύρνης υιοθετούν την

πρώτη ετυμολογία, από όπου και το όνομα «Ιμέριον» ή «Ερασίνον» που της δίνουν·

ο N. Καραράς δέχεται τη δεύτερη. Βλ. N. Καραρά, Το Σεβντίκιοϊ, το λεβέντικο

χωριό της Σμύρνης. H ιστορία του, η ζωή του, Αθήνα 1964, όπου και σχετική βιβλιογραφία.

Τι κάθεσαι; Θα ‘ρθουν οι Τούρκοι και θα σε πετσοκόψουν

(Μαρτυρία Κλειώς Νικολήνταγια – αποσπάσματα)

Πρόσφυγες που κατάφεραν και μπήκαν σε ένα καΐκι (Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου

Μικρασιατικών Σπουδών)

Έφυγε η αστυνομία και μας αφήσανε στου Θεού το έλεος. Είχε φύγει το μισό

χωριό. Άλλοι με τα γαϊδουράκια, άλλοι με τα πόδια και με τα παιδιά στον ώμο,

άλλοι με τη σούστα. Τραίνο πια δεν ερχούντανε απάνω.

Εγώ έπλενα. Ήρθε μιά θεία μου και μου λέει:

– Μωρή, τι κάθεσαι, αφού έφυγε η αστυνομία; Δε βλέπεις; Θα ‘ρθουν οι Τούρκοι

και θα σε πετσοκόψουνε.

– Δε φεύγω μωρέ, της είπα. Εδώ θα καθίσω. Ο Τούρκος θα ‘ρθει με το γάντι.

Βάζαμε καπνά εκείνο το καιρό κι είχαμε νοικοκυριό μεγάλο. Που ν’ αφήκω το

σπίτι μου που ήταν γεμάτο από καρπό.

Σαν έφυγε όμως όλος ο κόσμος, τι να κάνω; Έφυγα κι εγώ με την οικογένειά μου.

Πήρα ένα τσουβάλι αλεύρι, ένα μύγδαλα και μερικά μαγερέματα και τα ‘ριξα στη

σούστα. Βούλωσα την τρύπα του νεροχύτη κι έβαλα μέσα τα λουλούδια. Λέγαμε πως

θα γυρίσουμε πάλι.

Κατά τις έντεκα ήρθε ο άντρας μου. Εγώ όλο και τριγύριζα μέσα στο σπίτι.

– Άντε, άστα τα ρημάδια, μου λέει, πάμε να φύγομε!

Κλειδώσαμε το σπίτι, βάλαμε τα παιδιά στη σούστα και ξεκινήσαμε. Στο δρόμο που

πηγαίναμε, εκεί στον Προφήτη Ηλία, περνούσανε οι σφαίρες από πάνω μας. Πέσαμε

όμως μπρούμυτα μέσα στη σούστα και συνεχίσαμε.

Σα φτάσαμε στη Σμύρνη, πήγαμε στης αδελφής μου. Ο γαμπρός μου ήτανε Έλληνας,

δεν ήταν ραγιάς. Είχανε δικό τους σπίτι στα πίσω της Μπελαβίστας. Ήτανε μικρό,

αλλά έξω στην αυλή είχε απλάδα. Βάλαμε εκεί τη σούστα, τη φοράδα. Καθίσαμε μια

μέρα, αλλά ύστερα βγήκε τελάλης και φώναξε: «Όσοι Έλληνες παλαιοί έχουνε

ραγιάδες στα σπίτια τους θα τιμωρηθούνε». Τι κάνομε εμείς; Είχα το μεγάλο γιο

μου που ήτανε στρατεύσιμος και δε τον ήθελε ο γαμπρός μου. «Κοντά σε σας θα

χαθώ κι εγώ κι η οικογένειά μου» μας έλεγε. H καημένη η αδελφή μου πήγε σε μια

εξαδέλφη τ’ αντρούς της.

– Ο Κώστας δε θέλει το Δημητρό, τι να τον κάνομε; της λέει.

– Φέρτον δω κι έννοια σου.

Μας τον έκρυψε για λίγο. Μετά όλοι μαζί κι η αδελφή μου με την οικογένειά της,

γιατί άρχισαν να κυνηγάνε και τους Έλληνες, πήγαμε σ’ ένα ιταλικό σπίτι που

άδειασε και καθίσαμε.

Εκεί ήρθε η ανηψιά μου, η Βασιλεία, που ήταν νιόνυφη, και με παρακάλεσε να

πάει ο γιος μου ο Δημητρός να της φέρει τα πράγματα, γιατί δεν πήρε τίποτα

μαζί της.

Πήγε ο Δημητρός με το μικρότερο, το Νικολή, στο χωριό. Ερημιά, ψυχή δεν ήτανε.

Αρπάξανε ό,τι αρπάξανε, τα ρίξανε στη σούστα και φύγανε.

Ο Δημητρός μ’ έναν εξάδερφό του, που ήταν κι αυτός μαζί τους και τον λέγανε κι

εκείνο Δημητρό, πήγαιναν μπρος με τ’ αλόγατα και πίσω ο Νικολής με τη σούστα

φορτωμένη. Στο δρόμο τον αμαξωτό που προχωρούσανε άναψε το τουφέκι. Τους

έριχναν οι αντάρτες από πάνω και χτυπήσανε τον ανηψιό μου.

Σαν είδε ο γιος μου πως σκοτώθηκε ο Δημητρός, απελπίστηκε. Άφηκε τ’ άλογό του

και πήγε αρκουδίζοντας σε μια λακκούβα, να φυλαχτεί. Στο μεταξύ οι Τσέτες

τρέξανε στο σκοτωμένο να τον ψάξουνε, αν έχει λεπτά. Εκείνη τη στιγμή ερχότανε

το τραίνο του Μπουτζά σιγά – σιγά, φορτωμένο. Το είδαν οι Τσέτες, φοβηθήκανε

κι έφυγαν. Έτρεξε κι ο Δημητρός απ’ τη λακκούβα να το προλάβει, να σωθεί. Τον

είδε ο οδηγός και σταμάτησε για λίγο. Κάτι γυναίκες τον άρπαξαν και τον έχωσαν

κάτω από τα καθίσματα κι ήρθε στη Σμύρνη και μας βρήκε.

– Μητέρα, μου είπε, πάει ο Νικολής, πάει κι ο Δημητρός, τους σκοτώσανε.

Εγώ πια κλάματα, δαρμούς!

Αλλά ο Νικολής, που ερχούτανε με τη σούστα, έστριψε άλλο δρόμο που πήγαινε στο

Μπουτζά, στο κολέγιο, που το φυλάγανε οι Αμερικάνοι, για να σωθεί. Εκεί τους

κάνανε συσσίτιο.

Την άλλη μέρα μου φέρνει ένας ένα χαρτί. «Μητέρα», έγραφε, «είμαι στο κολέγιο,

να μου στείλεις λεπτά».

Πήρα λεπτά μαζί μου και πάω με το τραίνο στο κολέγιο και τον βρίσκω.

Του είπα:

– Κάτσε, παιδί μου, εδώ· είναι καλά, μη βγεις έξω γιατί θα σε πιάσουν

οι Τούρκοι.

Την άλλη μέρα εκεί που καθόμουνα, ό,τι σκοτείνιασε, τον βλέπω κι έρχεται στην

Μπελαβίστα.

– Γιατί παιδί μου έφυγες;

– Μητέρα, ερχόντουσαν και διαλέγανε και παίρνανε τους άντρες.

Ο γιος μου ο Δημητρός, όταν γύρισε από το χωριό, μου είπε.

– Μητέρα να πας στην Πούντα, να βρεις το Θανάση το Δαρδάλη. Αυτός είναι

επιστάτης στο σιδηρόδρομο κι είναι στην υπηκοότητα της Αγγλίας, δεν τους

πειράζουνε. Να του πεις να σου δώσει μια κορδέλα – η κορδέλα σήμαινε ότι

εργάζεσαι στο σιδηρόδρομο – να βάλω στο χέρι μου, για να πάω στο σιδηρόδρομο

να εργαστώ στο καροτσάκι.

Πήγε κι έπιασε δουλειά. Ήρθε το βράδυ και φάγαμε. Μου λέει:

– Μητέρα, μου είπε ο Θανάσης, θα πάρει το προσωπικό και θα φύγομε για την

Ελλάδα. Εκεί θα σας περιμένω.

Ερχόντουσαν τα πλοία και παίρνανε τον κόσμο μυστικά. Το αραμπαδάκι του

σιδηροδρόμου τους πήγαινε κοντά στην ακρογιαλιά κι από κει μπαίνανε και φεύγανε.

O μπαρμπα – Ζαφείρης άφησε γένια να φαίνεται γέρος…

Σμύρνη. Μέσα στον χαμό, μια μεγάλη βάρκα αναποδογυρίστηκε και βούλιαξε

(Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)

Εμείς, μέχρι που έπιασε η φωτιά και φύγαμε, μείναμε στο ιταλικό σπίτι. Όποια

μας ρωτούσε πού μένομε, στης Ελένης που είχε τον ‘ταλιάνο, της λέγαμε. Κι έτσι

φίλος τον φίλον έκραζε και μαζευτήκαμε πολλές φαμελιές, όλοι για να σωθούμε.

Μέχρι κι ένα παπά φέρανε.

Τη μέρα είχαμε κλειδιά παντού. Το βράδυ λάμπα δεν ανάβαμε. Ούτε μιλιά, ούτε

συντυχιά είχαμε για να μη μας ακούνε. Ησυχία μεγάλη. Ανάμεσά μας ήτανε ένας

κουρέας και ξύριζε τα παλικάρια. Του είπα να ξυρίσει κι εμένα τα παιδιά μου.

Τα δυο ήτανε μικρά. Τα δυο όμως που ήτανε μεγάλα φοβόμουνα μη τα κρατήσουν.

Τα παιδιά ξυριστήκανε. Ο μπάρμπα Ζαφείρης* άφησε τα γένεια του και φόρεσε κι

ένα μαντίλι καμπανί για να φαίνεται γέρος.

Απέναντί μας ήτανε ένα ιταλικό σπίτι. Ένα πρωί, πήγα και κτύπησα την πόρτα.

Βγήκε η υπηρέτρια. Νόμισε πως είμαι φτωχιά, που γυρεύω ελεημοσύνη. «Παιδί

μου», της είπα, «δε θέλω ελεημοσύνη. Παιδί μου, παλιά ρούχα, κουρέλια, σε

παρακαλώ και να το ‘βρεις στην ψυχή σου, να φύγομε». Την έστειλε η κυρά της

στην καρβουναποθήκη, που είχε κάτι παλιά φουστάνια, ασβεστωμένα και μου τα

‘φερε. Τα φόρεσα στα κορίτσια μου και τους έβαλα και μαγουλίκια**. Αυτά

γινόντουσαν την παραμονή του Σταυρού. Το βράδυ είπα και στους άλλους να κάνομε

ένα ξενύχτι στο Σταυρό, να μας βοηθήσει να φύγομε.

Όλη τη νύχτα διαβάζαμε τροπάρια, λέγαμε το «Πάτερ ημών» κι ό,τι ήξερε η

καθεμιά. Είχαμε και τον παπά, που ξυρίστηκε κιόλας. Ο μπάρμπα Ζαφείρης ήταν

γονατιστός όλη τη νύχτα.

Το πρωί πήραμε ό,τι μπορούσαμε· δε μας αφήνανε να σηκώσουμε και πολλά.

Ένα πάπλωμα, το ‘βαλα στου παιδιού μου το κεφάλι. Ό,τι χρυσαφικά είχαμε, τα

‘ραψα στα παντελόνια των παιδιών μου με μεγάλα μπαλώματα. Το ένα το βαστούσα

στην αγκαλιά μου και τ’ άλλο ο μπαμπάς του. Ένα στρωσίδι μάλλινο στου άλλου το

κεφάλι.

Πήραμε το δρόμο και πήγαμε στην ακρογιαλιά που έφευγε ο κόσμος. Είχε σπάσει το

Χαλκά μπουνάρ και τρέχανε τα νερά στους δρόμους. Από πίσω μας ρίχνανε σφαίρες.

Εκεί που πηγαίναμε, στρατιώτες σκοτωμένοι χάμου, παλικάρια πνιγμένα που τα

είχε βγάλει το κύμα, νταούλια, πρησμένα.

Καθίσαμε στην άκρη και περιμέναμε. Ο μπάρμπα Ζαφείρης όλο ζάρωνε να μη τον

πάρουν.

Μπαίνοντας στο σχοινί μέσα, εκεί κρατούσανε όσους θέλανε από τους άντρες.

Πολλοί βάζανε στους ώμους τους παιδιά για να μη τους πάρουνε. Πετούσανε όμως

τα παιδιά και τους κρατούσανε. Εμάς μας αφήσανε και περάσαμε όλοι. Σα μπήκαμε

στο πλοίο ήκανα το σταυρό μου και πέταξε το κλειδί του σπιτιού μου στη

θάλασσα.

Από τη Χίο στην Αθήνα

Στο πλοίο μας περιποιηθήκανε πολύ. Μας ήβγαλε στη Χίο. Οι Χιώτες όταν είδανε

πως έφερε το πλοίο πρόσφυγες, πήγανε και βάλανε και τους γαϊδάρους στα σπίτια,

για να μη βάλουνε καμιά πρόσφυγα και σωθεί.

Μια Χιώτισσα μας έβαλε σε μια καρβουναποθήκη. Εκείνη, έκλαιγε το μωρό μου και

την ανησυχούσε, κι όλο κτυπούσε από πάνω το τακούνι.

Λέω του αντρός μου να φύγομε.

Το πρωί μπαίνομε στο πλοίο και ερχόμαστε στον Πειραιά. Μας πήγανε στον Άη

Βασίλη. Κάτσαμε και λέγαμε τον καημό μας, πού να πάμε, τι να κάνουμε.

Ερχόντουσαν και μας λέγανε να μας φιλοξενήσουν. Δεν ξέραμε τι να κάνομε.

Έρχεται κι ένας Κρητικός κα μας λέει:

– Ελάτε να σας στείλω στην Κρήτη. Έχω βόδια, χωράφια, θα περάσετε καλά.

Ο άντρας μου σαν άκουσε χωράφια μάς ξεσήκωσε και φύγαμε. Το χωριό που πήγαμε

το λέγανε Επισκοπή. Μας βάλανε σ’ ένα σχολείο. Μας είχανε φάει οι ψείρες. Δεν

περνούσαμε καθόλου καλά. Τι βόδια! Τι χωράφια! Ένα βόδι το είχανε όλο – όλο,

και κείνο κουτσό.

Είχε και μια μάνα, στρίγγλα, που μας σήκωνε νύχτα να πάμε να μαζέψουμε τις

ελιές. Οι άλλες όμως Κρητικές ήσαν καλές, μας φέρνανε ό,τι είχανε.

Μια μέρα μού λέει ο μεγάλος μου γιος. «Μητέρα, δεν ήρθαμε καθόλου καλά. Αυτοί

είναι πιο φτωχοί κι από μας. Να φύγουμε».

Πήγανε πρώτα τα παιδιά με τη σούστα στο Ρέθυμνο, τα τακτοποιήσανε και πήγαμε

κι εμείς. Μας δώσανε στα Μιχίρια ένας περιβολάκι και καλλιεργούσαμε. Είχαμε κι

ένα μεγάλο δωμάτιο που μέναμε. Περπατυχτές πηγαίναμε στη χώρα. Πολεμούσαμε

στον κήπο. Βγάζαμε ντομάτες, μελιτζάνες· νοίκιασε ο μπάρμπα Ζαφείρης

γαϊδουράκι, φόρτωνε δυο κοφίνια, τα πήγαινε στο Ρέθυμνο, τα πουλούσε και με τα

λεφτά έπαιρνε όλα – όλα τρία ψωμιά. Πώς να ζήσουμε;

Ο συγχωρεμένος δε μπορούσε να κάνει εκεί. Κι εγώ ήθελα να ‘ρθω στην Αθήνα για

να βάλω τα παιδιά μου σε τέχνη. Μείναμε δέκα μήνες στα Μιχίρια και σηκωθήκαμε

και φύγαμε. Μας πήρε ο γιος μου και μας πήγε στη Θήβα. Βάλαμε καπνά και χάσαμε

όλα τα λεφτά μας. Κάτσαμε τρία χρόνια. Λέω του συγχωρεμένου του μπάρμπα

Ζαφείρη να πάμε στην Αθήνα.

Ήρθαμε και νοικιάσαμε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι. Επειδή δε βγαίναμε να πληρώνομε

κάθε μήνα νοίκι, πήγαμε και μείναμε στις παράγκες. Πούλαγε ένας μία, χίλιες

δραχμές και την αγοράσαμε. Εκεί μας καταγράψανε και μας δώσανε μετά σπίτια.

* άντρας της αφηγήτριας

** μαντίλια