Οι παλαιότεροι φίλαθλοι του Ολυμπιακού, που παρακολουθούν τους αγώνες των

«ερυθρολεύκων» πρωταθλητών τα τελευταία χρόνια και διαπιστώνουν τα τεράστια

κενά στην άμυνα της ομάδας τους, πολύ συχνά θυμούνται το όνομα του Στεφανάκου.

Αχ και να ‘χαμε τον Μίμη, λένε. Θα γέμιζε ολόκληρη την άμυνα και θα ήμασταν

σίγουροι. Φυσικά, αυτός ο συλλογισμός δεν απέχει από την πραγματικότητα. Γιατί

ο Μίμης Στεφανάκος υπήρξε κορυφαία φυσιογνωμία του Ολυμπιακού και των εθνικών

μας ομάδων. Ποδοσφαιριστής με πολλά προσόντα, που αγωνίστηκε αριστερός και

κεντρικός οπισθοφύλακας από το 1955 ως το 1965.

Ήταν σπουδαίος στόπερ, έπαιζε καλά και με τα δύο πόδια και ουδέποτε αντίπαλος

του πήρε κεφαλιά, αφού το ύψος του ήταν 1,87 μ. Το κυριότερο προσόν του, όμως,

ήταν η ψυχραιμία και η άνεση που τον χαρακτήριζαν στη διάρκεια των αγώνων.

Η ποδοσφαιρική ιστορία του Μίμη Στεφανάκου αρχίζει από την Υπεροχή Εξαρχείων,

ομάδα της γειτονιάς του. Παράγοντες των τριών μεγάλων ομάδων, που τον

παρακολουθούσαν στους αγώνες της Υπεροχής, έριξαν τα δίχτυα τους για να τον

αποκτήσουν. Η ομάδα των Εξαρχείων για να παραχωρήσει τον νεαρό παίκτη της

ζήτησε από την ΑΕΚ (ομάδα που συμπαθούσε ο Στεφανάκος) έντεκα στολές

ποδοσφαιρικές και μία μπάλα. Όμως, η διοίκηση του «Δικεφάλου» αρνήθηκε να

ικανοποιήσει αυτό το αίτημα. Παράλληλα ενδιαφερόταν και ο Παναθηναϊκός η

διοίκηση του «Τριφυλλιού» δεν έδωσε αντάλλαγμα 3.500 δρχ. στην Υπεροχή και ο

Μίμης Στεφανάκος βρέθηκε στον Πειραιά. Υπέγραψε δελτίο στον Ολυμπιακό, όπου

εκείνη την εποχή αποχωρούσε από την ενεργό δράση ένας άλλος κορυφαίος και

ηρωική μορφή του ποδοσφαίρου, ο Ανδρέας Μουράτης. Παράλληλα αγωνιζόταν και

στις Εθνικές Ομάδες (Νέων, Ενόπλων, Ανδρών) με πολύ μεγάλη επιτυχία. Υπήρξε 36

φορές διεθνής: 26 Ενόπλων, 9 Ανδρών, 1 Νέων.

Διακρίθηκε και ως ηθοποιός. Πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Ο κομήτης του Χάλεϊ»,

«Αγαπούλα μου», «Καραγκούνα», «Ο διαιτητής», «Σκότωσα για το παιδί μου»,

«Αθήνα ώρα 12». Το 1961 παντρεύτηκε τη Μάρθα Καραγιάννη, αλλά χώρισαν ύστερα

από δύο χρόνια. Αποχώρησε από τον Ολυμπιακό τον Φεβρουάριο 1966 και πήγε στο

Γιοχάνεσμπουργκ, όπου αγωνίστηκε στην ελληνική ομάδα Κορίνθιανς.