Άρχισε με μια σειρά από μαζικές δονήσεις, έναν υπόκωφο ήχο που κλόνισε το

δωμάτιό μου συθέμελα. Έμεινα ξαπλωμένος και προσπαθούσα να καταλάβω την αιτία.

Έμοιαζε με εκείνη τη στιγμή στο «Τζουράσικ Παρκ», όταν οι τουρίστες άκουσαν

για πρώτη φορά το ποδοβολητό των δεινοσαύρων να δυναμώνει ολοένα, μια σειρά

από τρομακτικές βροντές που αντηχούσαν ρυθμικά, σαν ένας τερατώδης καρδιακός

παλμός.

Από το παράθυρό μου, στην ανατολική όχθη του Τίγρη, είδα ένα ιρακινό

αντιαεροπορικό πυροβόλο να βάλλει από τη στέγη ενός κτιρίου μισό μίλι

παρακάτω, να ρίχνει πάνω από το ποτάμι σε κάτι. Ο υπόκωφος ήχος ακούστηκε

πάλι, τόσο δυνατός που έθεσε σε λειτουργία τα συστήματα συναγερμού στα

αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα κατά μήκος της όχθης του ποταμού. Και μόνο

όταν κατέβηκα και στάθηκα στον δρόμο, τα χαράματα, κατάλαβα τι είχε συμβεί.

Από τον πόλεμο του 1991 είχα να ακούσω τους ήχους του αμερικανικού

πυροβολικού. Και να που τώρα, μερικές εκατοντάδες μέτρα από την άλλη μεριά του

Τίγρη, μπορούσα να τους δω. Στην αρχή έμοιαζαν με μικρές θωρακισμένες

σαρανταποδαρούσες, που κάθε τόσο σταματούσαν και ύστερα ξεκινούσαν πάλι, με

καφετιές και γκρίζες βούλες, αλλόκοτα μικροσκοπικά πλάσματα που είχαν έρθει να

εξερευνήσουν μια ξένη χώρα. Έπρεπε να στυλώσεις τα μάτια σου καλά πάνω σε

αυτές τις σαρανταποδαρούσες για να καταλάβεις την πραγματικότητα, για να

καταλάβεις ότι καθένα από αυτά τα πράγματα ήταν ένα άρμα μάχης Μπράντλεϊ και

ότι η ουρά του ήταν ομάδες από Αμερικανούς πεζοναύτες που κρύβονταν πίσω του

και προχωρούσαν όλοι μαζί κάθε φορά που μούγκριζαν οι μηχανές του άρματος και

ελισσόταν πιο κοντά στον Τίγρη.

Ακούστηκε ένα κύμα πυρός από τη μεριά των Αμερικανών και ένας κρότος από

οπλοβομβίδες και φάνηκαν τουλίπες άσπρου καπνού από τη μεριά των Ιρακινών

στρατιωτών και οι άνδρες της πολιτοφυλακής χώθηκαν πιο βαθιά μέσα στις

αλεπουδότρυπές τους και στα ορύγματα στην ίδια όχθη του ποταμού, προς τον

Νότο. Ήταν γρήγορο, απλό και φοβερό. Και ξεχνούσε κανείς – παρά τους

κομπασμούς του Πενταγώνου – ότι όσα συνέβαιναν εκεί δημιουργούσαν προηγούμενο

για τη μελλοντική ιστορία της Μέσης Ανατολής.

Ανάμεσα στο κροτάλισμα του πυρός, τις γραμμές των τροχιοδεικτικών πάνω από το

ποτάμι και τις πελώριες φωτιές από το πετρέλαιο που είχαν ανάψει οι Ιρακινοί

για να καλύψουν την υποχώρησή τους, έπρεπε να κοιτάξει κανείς μακριά – προς

τις μεγάλες βορινές γέφυρες, στα χλομοπράσινα νερά ενός από τους πιο αρχαίους

ποταμούς – για να καταλάβει ότι ένας δυτικός στρατός, με μια ηθική

σταυροφορία, είχε μπει στην καρδιά μιας αραβικής πόλης για πρώτη φορά από τότε

που ο στρατηγός Άλενμπι είχε βαδίσει στην Ιερουσαλήμ το 1918.

Όμως, ο Άλενμπι είχε μπει στην πόλη πεζός, σε ένδειξη τιμής προς την πόλη του

Χριστού. Στην είσοδο των Αμερικανών στη Βαγδάτη δεν υπήρχε ούτε

ταπεινοφροσύνη, ούτε εντιμότητα. Καθώς σκοτείνιαζε, έπεσα πάνω σε τρεις

Ιρακινούς που υπερασπίζονταν τη μεγάλη γέφυρα Ρασίντ. Αυτοί οι τρεις – δύο

Μπααθιστές πολιτοφύλακες και ένας αστυνομικός – ήταν έτοιμοι να υπερασπιστούν

την ανατολική όχθη από τον μεγαλύτερο στρατό που έχει γνωρίσει ο άνθρωπος.

Αυτό από μόνο του, σκεφτόμουν, έλεγε κάτι για το θάρρος και την απόγνωση των

Αράβων.