«Ω Εδουάρδε Χέρμπερτ, ω Βάινερ, ντε Μπόυλ και Λόυντ!»

Δεν θα θεωρηθεί, ελπίζω, ότι περιαυτολογώ, εάν ισχυριστώ ότι δεν πρέπει να

υπήρξε παράγοντας της μεγάλης Δίκης, που πίνοντας τον καφέ του το πρωί της

13ης Μαρτίου και ξεφυλλίζοντας «ΤΑ ΝΕΑ» να μην έπεσε το μάτι του στην

επιφυλλίδα «Η επιστροφή των σκιτσογράφων». Αυτό που τράβηξε την προσοχή δεν

ήταν χωρίς άλλο η υπογραφή, αλλά ο τίτλος που σαφώς παρέπεμπε στη Δίκη των

μελών της Ε.Ο. 17 Νοέβρη, και το μότο από ποίημα του Α. Εμπειρίκου, όπου ο

ποιητής απευθύνεται με δραματική, αλλ’ όχι ακριβώς σχετλιαστική και πάντως όχι

ατιμωτική επιφώνηση, στους σφαγείς της ληστείας στο Δήλεσι την άνοιξη του 1870

(και, επ’ ευκαιρία, όχι του 1856, όπως αναγράφεται εσφαλμένα στη Σύγχρονη

Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, από σύγχυση προς τη χρονιά που δημοσιεύτηκε το

σατιρικό και οπωσδήποτε ευτράπελο μυθιστόρημα του Εδμόνδου Αμπού «Ο Βασιλεύς

των ορέων» με θέμα τη ληστοκρατία στην Ελλάδα).

Και ενώ η επιφυλλίδα των «ΝΕΩΝ» παραλλήλιζε έμμεσα τους αδελφούς Ξηρού με τους

αδελφούς Αρβανιτάκη, το ίδιο πρωινό, κατά τη συνεδρία ακριβώς της 13ης τρ., ο

συνήγορος της πολιτικής αγωγής κ. Μιχάλης Δημητρακόπουλος, υπερθεματίζοντας,

ανέσυρε από την πλούσια ληστρική μας παράδοση και τη σχετική λαϊκή φιλολογία

δυο άλλους αρχιληστές, τον Νταβέλη και τον Γιαγκούλα. Απαισιότερης μνήμης –

αληθινό φόβητρο ακόμη και σήμερα – υπήρξε ο δεύτερος. Ο εκ Χασίων κακούργος

λυμαινόταν και τρομοκρατούσε για χρόνια ώσπου σκοτώθηκε το 1925, τη Θεσσαλία

και τη Δ. Μακεδονία και βαρυνόταν με διπλάσιους σχεδόν φόνους από όσους

διέπραξαν οι εκτελεστές της 17 Νοέμβρη.

Αυτά από τη μεριά του δικανικού λόγου, συμβατικού εξ ορισμού και αντικειμένου.

Από ουσιαστικότερη, όμως, άποψη παραμένει το ερώτημα: ο Δημήτρης Κουφοντίνας

έχει κάπου δίκιο ισχυριζόμενος, κατά την οριστική διατύπωση της γνωστής

παρέμβασής του, ότι «ο ιστορικός του μέλλοντος θα τοποθετήσει αυτή τη δίκη –

τηρώντας τις αναλογίες – δίπλα στις δίκες των αγωνιστών του 1821, του εμφυλίου

και της χούντας»; Η επιφυλλίδα της 13ης τρ. με την τελευταία της παράγραφο

είχε υποδείξει στον αναγνώστη να αναζητήσει την απάντηση στον ποιητικό λόγο

και συγκεκριμένα στο ποίημα του Α. Εμπειρίκου «Ο Δρόμος» (Οκτάνα, Ίκαρος).

Στο κείμενό του αυτό ο εισηγητής του ελληνικού υπερρεαλισμού ακολουθώντας και

περιγράφοντας την ατελεύτητη οδοιπορία του θανάτου, στέκεται ξεχωριστά στη

ληστεία του Μαραθώνα, μια όψη της οποίας περνάει σε ταινία του ο Θ.

Αγγελόπουλος: «… καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μεσ’ απ’ την

Νταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους

οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Ινγκλιτέρας που στην Ελλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με

τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (…) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα

λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή

για μαχαίρι…». Προετοιμάζοντάς μας ο Εμπειρίκος για τον φρικώδη σφαγιασμό

των τριών Άγγλων περιηγητών και του Ιταλού γραμματέα – τα ονόματά τους στο

παράθεμα της παρούσας – αναπαριστάνει τη σκηνή με την οποία άρχιζε συνήθως μια

ληστεία, οπότε και ακουγόταν το δυσοίωνο παράγγελμα «Στον τόπο». Ε, λοιπόν,

περιγράφοντας τους «λησταντάρτες», όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλεί, δηλαδή

ληστές που ξεσηκώνονταν εναντίον του κράτους ή επαναστάτες που το έριχναν σε

ληστείες (και στις δυο περιπτώσεις είναι ολοφάνερη η πολιτική διάσταση), τους

(παρ)ομοιάζει πρωτογενώς με «παλληκάρια του Οδυσσέα Ανδρούτσου…»!

Παράλληλα κάνοντας χρήση τη φορά αυτή παραβολικού μορίου πιθανολογεί ότι ο

τόπος της ληστείας ήταν «το χάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται», ήτοι τα

θύματα, τα εξαγιασθέντα θύματα, «στρατιώται του Κιοσέ Μεχμέτ ή του Ομέρ

Βρυώνη»!!

Η πολυσημία και πολυτροπία της ποίησης, της οποίας τις μέρες αυτές γιορτάζεται

διεθνώς η επέτειος, φέρνει σε φως πλευρές απρόσιτες στον πολιτικό, δικανικό

και δικαστικό λόγο. Αλλά πάνω σε αυτό είμαι βέβαιος ότι θα δοθούν ευκαιρίες να

επανέλθουμε.

Ο Αντρέας Μπελεζίνης είναι φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας.