Η Σύνοδος Κορυφής που αρχίζει σήμερα στην Κοπεγχάγη αποτελεί μια από τις πιο

θεμελιακές συνάξεις στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την Ελλάδα και την

Κύπρο, ειδικά, είναι το επιστέγασμα, η καταξίωση θα έλεγα, των πολιτικών

επιλογών της δεκαετίας του ’90. Η απόφαση της Κύπρου να ζητήσει υποψηφιότητα

και η ελληνική υποστήριξή της, ιδιαίτερα με την εκμαίευση της κοινοτικής

απόφασης του Ελσίνκι να αποκολληθεί η ένταξη από την πολιτική λύση, αποδίδουν

καρπούς. Όπως καρπούς αποδίδει και η παράλληλη ελληνική απόφαση να άρει τις

επιφυλάξεις της για τον ευρωπαϊκό δρόμο της Τουρκίας – στον οποίον είχε έντονα

εναντιωθεί στο παρελθόν – και να μεταβάλει τη χωροταξία της αντιπαλότητας από

το ευρύτερο διεθνές περιβάλλον στο, πιο εύκρατο, ενδοκοινοτικό περιβάλλον.

Τα αποτελέσματα; Η Κύπρος εντάσσεται πια στην Ένωση, η Τουρκία πλησίστια

ακολουθεί τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και οι διμερείς σχέσεις της με τη χώρα

μας έχουν βελτιωθεί, προσφέροντας μια διαφορετική υποδομή, πάνω στην οποία

μπορεί να στηριχτεί η αναζήτηση λύσης για τις αιγαιακές εκκρεμότητες.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Με τα σημερινά δεδομένα, η απόφαση

για ένταξη της Κύπρου θα πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη πολιτική λύση του

Κυπριακού. Είτε γιατί η τουρκική πλευρά δεν θα στέρξει να δώσει τη συναίνεσή

της στο αναθεωρημένο σχέδιο Ανάν, ώς την ώρα της απόφασης για την ένταξη –

κάτι που είναι πολύ πιθανό -, είτε γιατί, κι αν η συναίνεση δοθεί, δεν

βρισκόμαστε ακόμα προ τελικής πολιτικής λύσης, μια και το μέλλον επιφυλάσσει

διαπραγματεύσεις και δημοψηφίσματα, που μόνον αυτά θα την κατακυρώσουν. Κατά

συνέπεια, η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως ενιαίου κράτους, θα

πραγματωθεί σύμφωνα με το Ελσίνκι, και θα αποτολμούσα να πω ότι θα είναι

καθαρή, χωρίς δηλαδή μια αρνητική επιστράτευση της ακροτελεύτιας ρήτρας της

απόφασης της φινλανδικής προεδρίας.

Πρέπει, στο σημείο αυτό, να τονιστεί ότι η επιφύλαξη του Ελσίνκι θα μπορούσε

να κινητοποιηθεί μόνον στην περίπτωση που η επίσημη κυπριακή πολιτεία – ή η

Ελλάδα – είχαν προκαλέσει προσκόμματα στην πολιτική λύση, κι όχι στην

περίπτωση που εξωγενείς λόγοι την παρεμπόδισαν. Οι τουρκικές δολιχοδρομίες και

η αναβλητικότητα δεν μπορούν, βέβαια, να βαρύνουν τους ώμους του πρόθυμου για

λύση υποψήφιου μέλους.

Ας έλθουμε, όμως, και στο πρόβλημα της τουρκικής υποψηφιότητας. Εδώ τα

πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Η μεταστροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

έχει απελευθερώσει δυνάμεις που είχαν ακινητοποιηθεί από την προγενέστερη

αρνητική τακτική της: οι δεκαπέντε συμπεριέλαβαν την Τουρκία στις υποψήφιες

χώρες και η ίδια έχει προσανατολιστεί, χωρίς επιφυλάξεις, στον ευρωπαϊκό δρόμο

της.

Οι πρόσφατες νομοθετικές μεταβολές και η επιμονή της νέας κυβέρνησης για την

απόκτηση ημερομηνίας έναρξης διαπραγματεύσεων – την οποία συνδέει και με την

κατάφασή της για επίλυση του Κυπριακού – φανερώνουν του λόγου το αληθές. Από

την άλλη, όμως, πλευρά ο προσδιορισμός ημερομηνίας δεν είναι μια ανώδυνη

άσκηση. Και οι ενστάσεις σε αυτήν δεν στηρίζονται – και δεν πρέπει βέβαια να

στηρίζονται – στις θρησκευτικές επιλογές του πληθυσμού της ή στην όψιμη

επίκληση της γεωγραφικής θέσης της. Οι ενστάσεις βρίσκονται στην ανετοιμότητα

των δομών της να ανταποκριθεί στα κριτήρια της υποψηφιότητας που οι Ευρωπαίοι

έχουν προσδιορίσει στην Κοπεγχάγη, και στο Ελσίνκι. Παρά τις προόδους της τα

κριτήρια αυτά δεν έχουν καλυφθεί.

Στην Κοπεγχάγη θα πρέπει, συνεπώς, να αναζητηθούν ευφάνταστες λύσεις για την

Τουρκία. Λύσεις οι οποίες να μη θέτουν σε κίνδυνο τα ευρωπαϊκά ιδεώδη – την

ιδέα του κράτους δικαίου, των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της δημοκρατικής αρχής

-, αλλά και να μην αποθαρρύνουν την Τουρκία από την απρόσκοπτη συνέχιση της

ευρωπαϊκής πορείας.

Μια σύμπτυξη των ημερομηνιών έναρξης των διαπραγματεύσεων, ο ακριβής

προσδιορισμός των κριτηρίων που, κατά προτεραιότητα, πρέπει να ικανοποιηθούν,

κ.λπ., μπορεί να είναι ορισμένα βήματα ενθάρρυνσης και εξασφάλισης της

Τουρκίας για τη σοβαρότητα της ευρωπαϊκής προοπτικής της. Από την άλλη μεριά,

όμως, η γειτονική χώρα θα πρέπει να αντιληφθεί, και κατά συνέπεια να

ενστερνιστεί το δεδομένο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι απλά ένας μηχανισμός

παραγωγής υλικής ευημερίας. Η μοναδικότητά της οφείλεται, ιδιαίτερα, στην

«ηθική» φυσιογνωμία της.

Αλλά ας καταλήξω όπως ξεκίνησα: η Σύνοδος της Κοπεγχάγης είναι καθοριστική για

το ευρωπαϊκό μέλλον. Αλλά είναι καθοριστική και για το τρίγωνο Ελλάδα – Κύπρος

– Τουρκία. Με την Κύπρο στην Ένωση, την Τουρκία πλησιέστερα στις

διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα έρχεται πιο κοντά στην ικανοποίηση των θεμελιακών

αιτημάτων της: να συνδράμει στη δίκαιη επίλυση του Κυπριακού και να βελτιώνει

τις σχέσεις της με την Τουρκία. Μια βελτίωση που θα επιτρέψει και στις δύο

χώρες να αναθεωρήσουν τις πάγιες αντιλήψεις αντιπαλότητας, που ενεργούν

διαθλαστικά και μεγεθύνουν τα εκκρεμή προβλήματα στο Αιγαίο.