Από τη μια το «Κρυφό Σχολειό» (εδώ από τον χρωστήρα του Νικολάου Γύζη), από

την άλλη ο κατηχητικός τρόπος διδαχής του μαθήματος των Θρησκευτικών στα

σχολεία, το οποίο το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται πλέον μόνον ως μάθημα

θρησκειολογικό και όχι ως απολογία υπέρ της ελληνορθόδοξης πίστης

Με αφορμή σχέδιο διατάγματος του υπουργείου Παιδείας για την πρόσληψη

εκπαιδευτικών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, το Ε’ Τμήμα του Ανώτατου

Δικαστηρίου αποφάνθηκε ομόφωνα ότι η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών

ως θρησκειολογίας («με έμφαση – έστω – στην ιστορία, τον ρόλο και τις αρχές

της επικρατούσης θρησκείας στην Ελλάδα»), παρά ως απολογίας υπέρ της

ελληνορθόδοξης πίστης, όχι μόνο δεν αντιβαίνει προς το Σύνταγμα (άρθρο 16,

παρ. 2) – όπως υποστηρίζει η επίσημη Εκκλησία – αλλά αντίθετα «ανταποκρίνεται

πληρέστερα» προς τις επιταγές που απορρέουν από αυτό (Πρακτικό Επεξεργασίας

347/2002).

Επιπλέον, πάντοτε σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας, η αφαίρεση από το

μάθημα των Θρησκευτικών του δογματικού στοιχείου που διέπει τη διδασκαλία του

από το Δημοτικό έως το Λύκειο, θα ήταν πιο σύμφωνη και προς τις διεθνείς

δεσμεύσεις της χώρας μας, σε ό,τι αφορά την προστασία των δικαιωμάτων του

ανθρώπου και, ειδικότερα, των δικαιωμάτων του παιδιού.

Έχει ενδιαφέρον να τονισθεί ότι η γνωμοδότηση του Συμβουλίου της

Επικρατείας έρχεται λίγους μήνες μετά την πολυσχολιασμένη απόφαση που εξέδωσε

για το ίδιο θέμα η Αρχή Προστασίας Δεδομένων. Από τη σκοπιά των προσωπικών

δεδομένων, η Αρχή είχε κρίνει ότι, για την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα

των Θρησκευτικών, δεν είναι νόμιμο να ζητείται από τους γονείς τους να

δηλώνουν ότι ανήκουν σε άλλη θρησκεία ή ότι είναι άθεοι: αρκεί αυτοί να

επικαλούνται λόγους που ανάγονται στις γενικότερες φιλοσοφικές τους

πεποιθήσεις.

Στην απόφαση της Αρχής είχε τότε αντιταχθεί με σφοδρότητα όχι μόνον η

Εκκλησία, αλλά και ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας. Σε αντίθεση με τον

Πρωθυπουργό, ο οποίος προ διετίας είχε δηλώσει ότι η κυβέρνηση θα συμμορφωθεί

προς την απόφαση της Αρχής για το θέμα των ταυτοτήτων, ο κ. Π. Ευθυμίου άφησε

να εννοηθεί ότι το ΥΠΕΠΘ μπορεί και να μην εφαρμόσει την απόφαση που η ίδια

Αρχή εξέδωσε για τα Θρησκευτικά.

Με εισήγηση του παρέδρου κ. Θ. Αραβάνη, η πρόσφατη γνωμοδότηση του Συμβουλίου

της Επικρατείας αφορούσε ένα ζήτημα που εδώ και πολλά χρόνια αποτελεί σημείο

τριβής στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας: τον διορισμό ετερόδοξων και

ετερόθρησκων στη Στοιχειώδη και τη Μέση Εκπαίδευση.

Στη δεκαετία του 1980, με αποφάσεις των αρμόδιων δικαστηρίων, είχε

κριθεί ότι μη ορθόδοξοι εκπαιδευτικοί μπορούν να διορισθούν στη δημόσια

εκπαίδευση για όλα τα μαθήματα εκτός από τα Θρησκευτικά. Έτσι, σε ό,τι αφορά

την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, με νόμο του 1987 προβλέφθηκε ότι ετερόδοξοι και

ετερόθρησκοι μπορούν κατ’ αρχήν να διορισθούν ως δάσκαλοι μόνο σε πολυθέσια

Δημοτικά, ώστε να είναι δυνατόν να διδάσκουν το μάθημα των Θρησκευτικών

ορθόδοξοι συνάδελφοί τους.

Ήδη, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ο αποκλεισμός των μη ορθοδόξων

από τα μονοθέσια Δημοτικά Σχολεία δεν είναι νόμιμος. Και τούτο με τη σκέψη ότι

είναι συνταγματικά αθέμιτο να ζητείται από τους υποψήφιους για διορισμό να

δηλώνουν το θρήσκευμά τους.

Ακολουθώντας το σκεπτικό της ιστορικής απόφασης που η Ολομέλεια του

δικαστηρίου εξέδωσε για την υπόθεση των ταυτοτήτων (ΣτΕ 2279/85/2001), το Ε’

Τμήμα έκρινε ότι κανένας δεν μπορεί «να εξαναγκασθεί, με οποιονδήποτε τρόπο,

να αποκαλύψει, είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν

γένει πεποιθήσεις του», ακόμη και όταν καλείται να διορισθεί στο Δημόσιο.

Διαφορετικό είναι το ζήτημα, συνεχίζει η γνωμοδότηση, «της τυχόν

αδυναμίας συγκεκριμένου διδασκάλου να διδάξει το μάθημα των Θρησκευτικών για

τον λόγο ότι η διδακτέα ύλη, που καθορίζεται στην ισχύουσα νομοθεσία,

περιλαμβάνει συστηματική κατήχηση και διδασκαλία ορισμένου δόγματος, το οποίο

ο ίδιος δεν ασπάζεται και, ως εκ τούτου, περιέρχεται σε σοβαρό δίλημμα

συνειδήσεως». Το ζήτημα αυτό «θα επιλύεται κατά περίπτωση στο πλαίσιο των

δυνατοτήτων και των αναγκών της υπηρεσίας».

Για να συνεχίσει το δικαστήριο με την ακόλουθη σκέψη, την οποία καλό θα ήταν

να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη οι υπεύθυνοι για τη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής

πολιτικής της χώρας: «Οίκοθεν όμως νοείται ότι, εφόσον ο νομοθέτης, κατά

σχετική διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το Σύνταγμα, δεν προσδώσει στο

μάθημα των Θρησκευτικών κατηχητικό αλλά θρησκειολογικό περιεχόμενο, με έμφαση

βεβαίως στην ιστορία, τον ρόλο και τις αρχές της επικρατούσας θρησκείας στην

Ελλάδα, δεν δικαιολογείται η προβολή λόγων συνειδήσεως για την απαλλαγή από τη

διδασκαλία ή την παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών. Και τούτο

διότι, με το περιεχόμενο αυτό (σ.σ.: δηλαδή το θρησκειολογικό), το οποίο δεν

προσκρούει στο άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος, και μάλιστα ανταποκρίνεται

πληρέστερα προς τις επιταγές που απορρέουν από τα άρθρα 5 παρ. 1, 13 παρ. 1

και 16 παρ. 2 αυτού […], το μάθημα των Θρησκευτικών δεν θα μπορούσε να

θεωρηθεί ότι θέτει διλήμματα συνειδήσεως στον δάσκαλο, ούτε ότι επεμβαίνει

ανεπίτρεπτα στη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης του μαθητή».