Η συζήτηση που άνοιξε πρόσφατα για το Σύμφωνο Σταθερότητας της Ευρωπαϊκής

Ένωσης, ανέδειξε για μια ακόμη φορά την αδυναμία συγκρότησης μίας εναλλακτικής

πολιτικής απέναντι στην κυρίαρχη μονεταριστική πολιτική και τη σκληρή

δημοσιονομική πειθαρχία που ακολουθούν πιστά τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής

Ένωσης. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οπότε οι χώρες της Ευρωπαϊκής

Ένωσης αποδέχθηκαν το Σύμφωνο Σταθερότητας που κατά βάση προώθησε η Γερμανία,

τα περιθώρια άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής από τα κράτη-μέλη εξανεμίστηκαν.

Η αυστηρή πειθαρχία που επεβλήθη, περιορίζοντας το έλλειμμα του κρατικού

προϋπολογισμού σε ποσοστό κάτω από το 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε

ποσοστό κάτω του 60% του ΑΕΠ, δεν άφηνε ουσιαστικά καμιά δυνατότητα

ουσιαστικής αύξησης των δημοσίων δαπανών. Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι για

πολλές χώρες της Ευρώπης (π.χ. Ιταλία, Ελλάδα) το Σύμφωνο Σταθερότητας

αποτέλεσε τη βασική τροχοπέδη της αναπτυξιακής δυναμικής στη δεκαετία του ’90,

παρά τις εισροές των πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία καθόσον δεν επέτρεψε στις

εθνικές κυβερνήσεις σημαντική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων που ήταν

απαραίτητες για την αντιμετώπιση των περιφερειακών ανισοτήτων και των

διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας. Έτσι αναδείχθηκε η αντίφαση των

στόχων του Συμφώνου Σταθερότητας και των στόχων των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών

Ταμείων, τα οποία με την αναδιανεμητική πολιτική που ασκούσαν εις όφελος των

φτωχότερων περιοχών και κρατών απαιτούσαν συμπληρωματικά την ενεργοποίηση

σημαντικών πρόσθετων εθνικών πόρων, τους οποίους όμως οι κυβερνήσεις για

λόγους συμβατότητας με τα ονομαστικά κριτήρια σύγκλισης δεν μπορούσαν να

διαθέσουν.

Έτσι το Σύμφωνο Σταθερότητας αποτέλεσε στη δεκαετία του ’90 την κυρίαρχη

νεο-συντηρητική σύγχρονη εκδοχή του μονεταρισμού, στην οποία συνέκλιναν ΔΝΤ,

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι φιλελεύθερες αλλά και σοσιαλιστικές κυβερνήσεις

των περισσοτέρων χωρών της Ε.Ε. (με μεμονωμένες εξαιρέσεις π.χ. Δανία). Οι

μονεταριστικές αυτές πολιτικές κατόρθωσαν μεν να διατηρήσουν τον πληθωρισμό σε

χαμηλά επίπεδα, ωστόσο αυξήθηκε η ανεργία ενώ δεν αυξήθηκε η συνολική δαπάνη

παρά τη μείωση των επιτοκίων, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο παρατεταμένης ύφεσης

και αστάθειας σε πολλές χώρες της ευρωζώνης.

Τ ην τελευταία διετία άρχισε να διαφαίνεται ότι ακόμη και χώρες με ισχυρή

οικονομία, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και πρόσφατα η Γερμανία, είχαν σημαντικές

δυσκολίες να ανταποκριθούν στα κριτήρια του Συμφώνου της Σταθερότητας, που οι

ίδιες πριν από πολλά χρόνια είχαν προωθήσει και επιβάλλει, και κυρίως σε ό,τι

αφορά το όριο του ελλείμματος ως ποσοστό 3% του ΑΕΠ. Κατά διαστήματα ορισμένες

πλευρές άσκησαν κριτική στην ανελαστικότητα του Συμφώνου Σταθερότητας και

τελευταία και ο ίδιος ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ρομάνο Πρόντι, το

χαρακτήρισε ως «ανόητο, όπως κάθε άκαμπτη απόφαση». Αυτό όμως που έχει

ιδιαίτερα ενδιαφέρον να επισημάνουμε είναι η έντονη και άμεση αντίδραση στο

ενδεχόμενο χαλάρωσής του τόσο από πλευράς τραπεζιτών που με εμμονή το θεωρούν

«αναντικατάστατο» (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων)

όσο και ακόμη από πλευράς πολιτικών ηγετών (υπ. Οικονομικών) που οι

περισσότεροι δεν διανοούνται την οποιαδήποτε αναθεώρησή του, τουλάχιστον στο

άμεσο μέλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο υπουργός Οικονομικών της

Γερμανίας κ. Eichel, δήλωσε ότι η Γερμανία σέβεται τις αρχές του Συμφώνου

Σταθερότητας και θα δεχθεί τις προβλεπόμενες από την κοινοτική διαδικασία

κυρώσεις για το γεγονός ότι υπερέβη το έλλειμμά της το ανώτερο 3% του ΑΕΠ.

Α υτό επιβεβαιώνει την αυτοπειθαρχία των εθνικών κυβερνήσεων στη

νεο-φιλελεύθερη μονεταριστική πολιτική παρά το γεγονός ότι αποδεικνύονται

συνεχώς οι αδιέξοδες επιπτώσεις της (μείωση της συνολικής δαπάνης, αύξηση

ανεργίας, ύφεση, αστάθεια). Το κυρίαρχο μονεταριστικό δόγμα, που αποτελεί

κοινή βάση τόσο των σοσιαλδημοκρατών όσο και των νεο-συντηρητικών κυβερνήσεων

της Ευρώπης, δεν φαίνεται ακόμη να αμφισβητείται από μία εναλλακτική νέου

τύπου κεϋνσιανή πολιτική. Παράλληλα το εγχείρημα της συγκρότησης της Ενωμένης

Ευρώπης εξακολουθεί να παραμένει θολό, αφού περιορίζεται κυρίως στη δημιουργία

και επέκταση της Νομισματικής Ένωσης (ζώνη του ευρώ), ενώ υποβαθμίζεται ο

στόχος της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Η συζήτηση που θα μας

απασχολήσει, ιδιαίτερα εν όψει της διεύρυνσης της Ευρώπης, δεν θα μπορεί πλέον

να περιοριστεί μόνο στα κριτήρια ανακατανομής των κοινοτικών πόρων, αλλά θα

επεκταθεί και στην αμφισβήτηση του ίδιου του νεο-φιλελεύθερου και

μονεταριστικού χαρακτήρα του Συμφώνου Σταθερότητας ή της «ύφεσης και της αστάθειας».

Ο Παναγιώτης Γετίμης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.