Μέσα στην ξέφρενη εκτύλιξη σημαντικών πολιτικών γεγονότων – διεύρυνση της

Ευρωπαϊκής Ένωσης, Κυπριακό, ευρωστρατός, συνεχής αύξηση των πανταχόθεν

απειλών κατά της διεθνούς ασφάλειας, μετεκλογικές ανακατατάξεις και

αναζητήσεις στην Ελλάδα – έλαβε χώρα και μια κρίσιμη θεσμική εξέλιξη που,

μοιραία, κινδυνεύει να περάσει σε δεύτερη μοίρα. Με τη δημοσιοποίηση του

«σκελετού» του προς εκπόνηση και εγκαθίδρυση ευρωπαϊκού Συντάγματος, η Ευρώπη

γυρνάει, κυριολεκτικά, σελίδα. Το ζήτημα βέβαια είναι σε τι βάσεις

οικοδομείται το νέο – κι εδώ ο ζισκάρντειος σκελετός μάλλον απαγορεύει την

υπερβολική αισιοδοξία.

Ελλειπτικό σε βαθμό υπερβολής – μόνο τίτλοι και λακωνικές «ενδείξεις πορείας»

-, χωρίς ομοιόμορφη στόχευση και με λίγες πραγματικά καινοτόμες ιδέες, το

σχέδιο Συντάγματος χρειάζεται ασφαλώς ψυχολογική και νομικο-πολιτική ερμηνεία.

Κινητήρια δύναμη της Συνέλευσης – έστω και με τη μορφή της αδράνειας -, παρά

την πιο «αντιπροσωπευτική» σύνθεσή της, την έλλειψη πολλών γραφειοκρατικών

δεσμεύσεων και τον παραινετικό χαρακτήρα της, αποδείχθηκε και πάλι η πάγια

κοινοτική νοοτροπία των μικρών βημάτων, της αποφυγής των ανοικτών συγκρούσεων

– αλλά και λύσεων – και της προάσπισης των «εθνικών κεκτημένων». Σε λίγα

σημεία – πέραν της ίδιας του της ύπαρξης – παίρνει το σχέδιο πραγματική θέση ή

δείχνει απτές κατευθύνσεις. Πρόκειται, κυρίως, για την κατάργηση των σήμερα

ισχυουσών Συνθηκών (επιλογή με συμβολική σημασία αλλά και κρίσιμη για την

απλοποίηση, άρα και επανομιμοποίηση, εξαιρετικά πολύπλοκων κειμένων), την

οργανική ένταξη – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – της Χάρτας θεμελιωδών

δικαιωμάτων και τη δημιουργία ξεχωριστής νομικής προσωπικότητας για την Ένωση

– ή όπως αλλιώς αυτή ονομασθεί. Το άνοιγμα μάλιστα του ζητήματος τής ονομασίας

σε αυτή τη φάση, χωρίς τίποτα επιτακτικό να το δικαιολογεί αλλά και πριν καν

διαφανεί με ποιον ακριβώς τρόπο θα ασκούνται οι αρμοδιότητες, θα κατανέμονται

οι λειτουργίες ανάμεσα στα όργανα, θα συμπλέκεται το εθνικό με το κοινοτικό

συμφέρον, εικονογραφεί, πιστεύω, με τον διαγεύστερο τρόπο το εγγενές

λειτουργικό έλλειμμα της Ένωσης: στην προσπάθεια να αναμειχθούν «μεγάλες

ιδέες» και τεχνοκρατικές μικρο-σταθμίσεις, να διατηρηθούν οι δύσκολα

κατακτημένες ισορροπίες και να μην ανασταλεί ο βηματισμός προς τα εμπρός, να

ενδιαφερθεί ο πολίτης αλλά και να μείνει ουσιαστικά ανενεργός μπροστά στην

πανίσχυρη τάξη των «ειδικών», επικρατεί σχεδόν πάντα η εντύπωση επί της

ουσίας, η αμφιθυμία επί της τόλμης, η περιπλοκή των προβλημάτων από το

ξεκαθάρισμά τους.

Ακόμα κι έτσι πάντως είναι σαφές πως ο βασικός κύβος ερρίφθη. Η ύπαρξη

αποκλειστικού, ενιαίου και αυστηρού (αφού θα προβλέπει ως και ειδική

διαδικασία αναθεώρησης) Συντάγματος νομοτελειακά οδηγεί σε «ομοσπονδιοποίηση»

της Ένωσης, όσο και αν η λέξη συνεχίζει να σοκάρει πολλούς και όσο και αν το

σχέδιο έκανε φιλότιμη προσπάθεια να συγκεράσει «φεντεραλιστικές» και

«διακυβερνητικές» ευαισθησίες (καταλήγοντας, φυσικά, να δυσαρεστήσει τους

οπαδούς και των δύο). Θα πρόκειται για οργανική ένωση κρατών, δηλαδή για

υπερ-κρατικό και όχι δια-κρατικό μόρφωμα, με νομική προσωπικότητα, κοινές

πολιτικές αλλά και ηθικο-πολιτισμικές αρχές, περιοριστικά καθορισμένα

υπερεθνικά και εθνικά πεδία αρμοδιότητας (αλλά και αυτά πάντα σε συμφωνία με

τιθέμενους στις Βρυξέλλες σκοπούς), θεσμοθετημένη κοινή εξωτερική δράση και

αυτόματη πρόσδωση κοινής (συνυπάρχουσας με την εθνική) υπηκοότητας στους

πολίτες της. Η πιθανή εισδοχή νέων στοιχείων, όπως η εκλογή Προέδρου επί

θητεία του Συμβουλίου ή η ίδρυση «Κογκρέσου», στο οποίο θα εκπροσωπούνται τα

εθνικά και το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν αλλάζει τα βασικά δεδομένα. Η

ενοποίηση βαθαίνει, αλλά το ίδιο και η θεσμική θολούρα και, το κυριότερο, η

αδιαφορία και η έλλειψη κατανόησης των πολιτών της Ευρώπης.

Ο δικηγόρος Κώστας Β. Μποτόπουλος είναι διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου.