Η εντυπωσιακή επικράτηση της κ. Ντόρας Μπακογιάννη επιβεβαίωσε την

κυριαρχία της συντηρητικής παράταξης στον μεγαλύτερο Δήμο της χώρας. Αυτή η

κυριαρχία, όμως, που έχει εδραιωθεί στον αθηναϊκό χώρο από τις αρχές της

δεκαετίας του ’90, είναι κυρίως πολιτική και όχι αποτέλεσμα κοινωνικής

εδραίωσης της Ν.Δ. Ως αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων ηττών των υποψηφίων του

ΠΑΣΟΚ: Μπέης /1986, Μερκούρη/1990, Πάγκαλος/1994, Δαμανάκη/1998,

Παπουτσής/2002, δημιουργήθηκε στερεοτυπικά πλέον η ισχυρότατη πεποίθηση ότι ο

Δήμος «δεν παίζεται» εκλογικά.

Όταν ο κ. Μιλτιάδης Έβερτ αναδείχθηκε στο αξίωμα του δημάρχου Αθηναίων, δεν

ήταν λίγοι εκείνοι που εξεπλάγησαν. Το 1986, η κατάληψη του πρώτου Δήμου της

χώρας από τη Νέα Δημοκρατία αποτέλεσε τομή στην εκλογική του ιστορία. Και

τούτο, διότι όπως έχει επισημανθεί στο παρελθόν, για πρώτη φορά τέθηκε σε

αμφισβήτηση μια παράδοση δεκαετιών, η οποία ήθελε τον Δήμο Αθηναίων να

ελέγχεται πάντοτε από τη Δημοκρατική Παράταξη. Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, οι

βαθύτερες αιτίες για την καθιέρωση αυτής της «πλάνης» ανάγονται στην

προδικτατορική περίοδο και, ειδικότερα, στη διαχείριση του Δήμου από την

Αριστερά, κατά την πρώιμη δεκαετία 1954-1964[1].

Ανερχόμενη πολιτική δύναμη το ΠΑΣΟΚ

Στις πρώτες μεταπολιτευτικές δημοτικές εκλογές του 1975, η αντιπολίτευση θα

αντιμετωπίσει «μετωπικά» τον υποψήφιο της Νέας Δημοκρατίας και προδικτατορικό

δήμαρχο της ΕΡΕ, Γ. Πλυτά, υποστηρίζοντας τον μετριοπαθή σοσιαλιστή και επί

σειρά ετών δημοτικό σύμβουλο της Αριστεράς Γ. Παπαθεοδώρου. Η νίκη της

συνασπισμένης αντιπολίτευσης (Ε.Κ.-Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ εσωτερικού και ΚΚΕ), με

ποσοστό 53,4% από τον πρώτο γύρο, φαινόταν εκ πρώτης όψεως παράδοξη, αν

αναλογισθεί κανείς ότι στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 1974, οι δύο

κομματικοί σχηματισμοί της Δεξιάς (Ν.Δ. /ΕΔΕ) είχαν συγκεντρώσει αθροιστικά

ποσοστό 55,23%.

Οι δημοτικές εκλογές του 1978 θα πραγματοποιηθούν ένα χρόνο μετά τις βουλευτές

εκλογές του 1977. Θα καταγράψουν – και πάλι αντιστρόφως προς τις βουλευτικές –

τη σαφή εκλογική υπεροχή της Αριστεράς στην Αθήνα, για πρώτη φορά μάλιστα σε

τέτοια έκταση. Ταυτοχρόνως, θα αποτελέσουν ισχυρή ένδειξη για την ανερχόμενη

πολιτική δύναμη του ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Δημ. Μπέης θα υπερισχύσει του κ. Γ. Πλυτά,

συγκεντρώνοντας στον πρώτο γύρο ποσοστό 40,63%, που αποτελεί το καλύτερο

«αυτοτελές» ποσοστό του κόμματος στην Αθήνα έως σήμερα, όχι μόνο στις

δημαιρεσίες, αλλά σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1974, με εξαίρεση

τις βουλευτικές του 1981

Οι εκλογές του 1981. Οι ιστορικής σημασίας (διπλές) εκλογές του 1981

(βουλευτικές, ευρωεκλογές), έφεραν τη συντηρητική παράταξη στο κατώτατο όριο

της εκλογικής της απήχησης στην Αθήνα, που μόνο με το αντίστοιχο του 1964

μπορεί να αντιπαραβληθεί[3]. Συνολικά τα τρία πολιτικά σχήματα της Δεξιάς

(Ν.Δ. -34,4%, Κόμμα Προοδευτικών και ΚΟΔΗΣΟ) θα συγκεντρώσουν αθροιστικά

ποσοστό 38,52%, ενώ στις ευρωεκλογές η Ν.Δ. μόλις 27,9% (το χαμηλότερο

μεταπολιτευτικά). Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο συσχετισμός Δεξιάς /

Αριστεράς στον Δήμο της Αθήνας καταγράφεται συντριπτικά υπέρ της δεύτερης. Οι

δημοτικές εκλογές του επομένου έτους (1982), θα διεξαχθούν σε μία περίοδο

πολιτικής και κοινωνικής εδραίωσης του ΠΑΣΟΚ και, αντιθέτως, βαθύτατης κρίσης

της Ν.Δ. Το ΠΑΣΟΚ με υποψήφιο τον δήμαρχο Δημ. Μπέη θα κερδίσει μια άνετη νίκη

συγκεντρώνοντας ποσοστό 55,9% στον β’ γύρο, εξασφαλίζοντας παράλληλα και την

αμιγή πλειοψηφία στο Δημοτικό Συμβούλιο. Στο πρόσφορο κοινωνικό υπέδαφος, που

αρχίζει να καλλιεργείται, η ανανεωμένη εμφάνιση της συντηρητικής παράταξης με

την επιλογή του κ. Τζ. Τζαννετάκη, θα σημάνει την υπέρβαση του φιλομοναρχικού

και αναχρονιστικού χαρακτήρα που είχε προσλάβει η υποψηφιότητα του προκατόχου

του.

Η πολιτική και κοινωνική πόλωση που θα εγγράψουν στην πολιτική σκηνή οι

εκλογές του 1981 και θα εντείνει η πρώτη περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, θα

έχει άμεσες επιπτώσεις στη συμπεριφορά του αθηναϊκού εκλογικού σώματος. Η

μεταβολή αυτή είναι άμεσα συναρτημένη με την κοινωνική διαστρωμάτωση της

περιοχής του Δήμου Αθηναίων και την υψηλή συγκέντρωση στα γεωγραφικά του όρια

ευρύτατων μικροαστικών και αστικών στρωμάτων. Κατά τη δεκαετία του ’80, η

συντηρητική μεταστροφή αυτών των στρωμάτων θα αποτελέσει σταθερή τάση, ήδη από

την επαύριο των εκλογών του 1981. Αντίθετα, δηλαδή με έναν διαδεδομένο μύθο, η

υπερψήφιση το ΠΑΣΟΚ από τα μικροαστικά στρώματα του Λεκανοπεδίου, των οποίων

ένα σημαντικό τμήμα συγκεντρώνεται στα όρια του Δήμου, αποδείχθηκε εξαιρετικά

εφήμερη και ίσχυσε μόνο στις εκλογές του 1981. Το φαινόμενο αυτό, που

εκφράζεται με τον σαφέστερο τρόπο στον χώρο της Αθήνας, θα αποτελέσει τον

κανόνα για όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Για τούτο και μεταξύ 1981-1985, η μεταστροφή του εκλογικού σώματος προς τη

Ν.Δ. είναι πολλαπλάσια στα αστικά κέντρα.

ΟΙ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΤΟΥ 1986

Διάρρηξη των παραδοσιακών δεσμών στο εσωτερικό «μπλοκ της Αλλαγής»

Η σταδιακή άνοδος της Ν.Δ. στην Αθήνα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 θα

συνεχισθεί τόσο στις ευρωεκλογές του 1984 (40,5%) όσο και στις βουλευτικές του

1985 όταν θα προσεγγίσει ποσοστό 44,1%. Η άνοδος της Ν.Δ. μεταξύ 1981 και 1985

(κατά 10%) συνιστά ένα ισχυρό εκλογικό ρεύμα που θα μεταβάλει ριζικά τον

εκλογικό συσχετισμό του 1981 από 44%-34% υπέρ της Αριστεράς, σε 40%-44% υπέρ

της Δεξιάς πλέον. Ήδη από τις ευρωεκλογές του 1984, η Ν.Δ. έχει καταστεί

ηγεμονική πολιτική δύναμη στον αθηναϊκό χώρο, εμφανίζοντας ρυθμό αύξησης

διπλάσιο του εθνικού μέσου όρου της. Η σχετική ενίσχυση της Ν.Δ. και η

συνεχιζόμενη άνοδός της ήταν σαφώς υποδεέστερη από την πολιτική σημασία και

τις εντυπώσεις από την κατάληψη του πρώτου Δήμου της χώρας.

Στις δημοτικές εκλογές του ’86 η εκλογική καθίζηση του ΠΑΣΟΚ στον Δήμο Αθήνας

που οφείλετο, κυρίως, στη συντηρητική μεταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων –

σε αντίθεση με την παρατηρούμενη πτώση του στους περιφερειακούς Δήμους του

Λεκανοπεδίου που εξέφραζε την κρίση εκπροσώπησης με ευρύτατο τμήμα της λαϊκής

– εργατικής του βάσης – αποκάλυψε τα κατώτερα όρια της εκλογικής του απήχησης.

Πέρα από το πραγματικό μέγεθος των μετατοπίσεων που θα συντελεσθούν, το

αποτέλεσμα των δημοτικών του 1986 θα αποκτήσει μια αυτόνομη δυναμική. Αν και

αυτό καθαυτό δεν σήμαινε ριζική ανατροπή του συσχετισμού των κομματικών

δυνάμεων, εν τούτοις θα αποδειχθεί, ιστορικά, η αρχή της κατάρρευσης και του

τέλους της πρώτης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.

Περισσότερο σημαντική, όμως, διεργασία, που αποκάλυψε η κάλπη, είναι η

διάρρηξη των παραδοσιακών δεσμών στο εσωτερικό «μπλοκ της Αλλαγής». Η μαζική

«ανυπακοή» των ψηφοφόρων της παραδοσιακής Αριστεράς, που θα εκδηλωθεί στον

δεύτερο γύρο με τη μη υπερψήφιση των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ, ανέτρεψε «μία από

τις πιο ακλόνητες σταθερές της ελληνικής εκλογικής συμπεριφοράς: την αυτόματη

συμπόρευση ΠΑΣΟΚ και κομμουνιστικής Αριστεράς, όταν πρόκειται να

αντιμετωπισθεί ένας δεξιός υποψήφιος».

ΟΙ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’90 (1994-1998)

Αντιστρέφεται ο συσχετισμός Αριστεράς – Δεξιάς

Επιστέγασμα της σταδιακής ηγεμονίας του συντηρητικού κόμματος στον Δήμο της

Αθήνας θα αποτελέσουν οι βουλευτικές εκλογές του 1990, όταν θα αποσπάσει την

απόλυτη πλειοψηφία (51,3%). Η σημασία αυτής της επιτυχίας είναι μεγαλύτερη από

το 1974, καθότι προϊόν όχι μιας «στιγμιαίας» εκπροσώπησης, σε μια έκτακτη

συγκυρία, αλλά μιας βαθύτερης και για τούτο περισσότερο μόνιμης διεύρυνσης της

κοινωνική της συμμαχίας.

Ταυτόχρονα, για πρώτη φορά από το 1981 ο συσχετισμός Αριστεράς – Δεξιάς

αντιστρέφεται.

Η απόλυτη ηγεμονία της συντηρητικής παράταξης θα διατηρηθεί και θα

επιβεβαιωθεί στις δημοτικές του 1990, έξι μήνες αργότερα.

Μάλιστα, η εκλογή του Αντώνη Τρίτση θα καταστεί δυνατή από τον πρώτο γύρο, για

πρώτη φορά μετά το 1975, και παρά το γεγονός του πολωτικού χαρακτήρα της

αναμέτρησης. Η Μελίνα Μερκούρη, κοινή υποψήφια της Αριστεράς (ΠΑΣΟΚ/ΣΥΝ) θα

συγκεντρώσει ποσοστό 45,9%, το χαμηλότερο ποσοστό της Αριστεράς στον πρώτο

γύρο και στις 8 μεταπολιτευτικές δημαιρεσίες.

Η δεύτερη δημοτική αναμέτρηση της δεκαετίας (1994) συντελέσθηκε σε μια

συγκυρία κρίσης της πολιτικής και αποδυνάμωσης των μεγάλων κομμάτων

διακυβέρνησης.

Παρά την ήττα των βουλευτικών τού 1993 (42,7%, δηλαδή πτώση κατά 8,6 μονάδες,

μέσα σε 3 χρόνια, λόγω κυρίως της εμφάνισης της Πολιτικής Άνοιξης) και τη

συρρίκνωση των ευρωεκλογών του 1994 (34% – το τρίτο χαμηλότερο μεταπολιτευτικό

ποσοστό), η Νέα Δημοκρατία εξακολούθησε να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στην

Αθήνα, έναντι του ΠΑΣΟΚ και να επιδεικνύει ισχυρή κοινωνική συνοχή.

Αυτή η συνοχή και η ιδεολογική – πολιτική ηγεμονία της συντηρητικής παράταξης

εις βάρος της Αριστεράς που διατηρήθηκε παρά τη σχετική κάμψη της τετραετίας

1990-1994 ήταν το βασικότερο πλεονέκτημα που διέθετε στις δημοτικές του 1994 η

Νέα Δημοκρατία και ένα από τα δυνατά σημεία της υποψηφιότητας του νέου

«κεντροδεξιού» και «άφθαρτου» υποψηφίου της κ. Αβραμόπουλου που επιχειρούσε να

διαδεχθεί στη δημαρχία τον κ. Τρίτση.

Ο κ. Αβραμόπουλος θα λάβει στον α’ γύρο ποσοστό 43,9%, καταγράφοντας μια

σημαντική διαφορά 11 ποσοστιαίων μονάδων από τον αντίπαλό του κ. Πάγκαλο

(32,8% ). Συσπείρωσε, όχι μόνον εκείνο το τμήμα της εκλογικής της βάσης που

στις ευρωεκλογές είχε στραφεί σε ιδεολογικές ή αδιέξοδες επιλογές διαμαρτυρίας

και χλευασμού, αλλά και την εκλογική βάση της ΠΟΛ.ΑΝ. (7,3% – ευρωεκλογές

1994), διότι ένα σημαντικό τμήμα της εκδήλωσε τελικά την προτίμησή της προς

τον κ. Αβραμόπουλο και όχι προς τον «αριστερό» και «φθαρμένο» κ. Λεντάκη. Έτσι

ο κ. Αβραμόπουλος κατάφερε να διεισδύσει στον λεγόμενο «κεντροδεξιό» χώρο –

επιλύοντας ένα βασικό πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας και «εμβολίζοντας», έτσι,

την ΠΟΛ.ΑΝ. που είχε σταθμεύσει εκεί από τις βουλευτικές του 1993. Αντιθέτως,

ο κ. Πάγκαλος δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί τον ευνοϊκό συσχετισμό πολιτικών

δυνάμεων που είχε διαμορφωθεί στο αθηναϊκό εκλογικό σώμα, λόγω της πολιτικής

αποδυνάμωσης της συντηρητικής παράταξης στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του

’90.

Η δεύτερη δημοτική αναμέτρηση της δεκαετίας (1998) θα αποτελέσει εύκολη

υπόθεση για τον κ. Αβραμόπουλο. Με αντίπαλο τη Μαρία Δαμανάκη, που δεν θα

καταφέρει να συσπειρώσει ούτε την εκλογική βάση του Συνασπισμού ούτε βεβαίως

του ΠΑΣΟΚ, θα επανεκλεγεί από τον α’ γύρο συγκεντρώνοντας το πρωτοφανές – αλλά

και «έκτακτο» ποσοστό 57,7% έναντι 16,4% της ανθυποψηφίας του (το χαμηλότερο

για το ΠΑΣΟΚ με την εξαίρεση του 1974). Το ποσοστό του κ. Αβραμόπουλου, λόγω

της ιδιομορφίας της αναμέτρησης (εξαιρετικά αδύναμη υποψηφιότητα της κ.

Δαμανάκη) υπερέβη σημαντικά την παγιωμένη κοινωνική επιρροή της Ν.Δ. στην

Αθήνα.

Με την απορρόφηση των κοινωνικών διαρροών της ΠΟΛ.ΑΝ. και του ΔΗΚΚΙ, η

κοινωνική επιρροή των δύο μεγάλων κομμάτων θα επανέλθει στις τελευταίες

βουλευτικές του 2000, στα επίπεδα του 1993. Η διαφορά όμως υπέρ της Ν.Δ. έχει

τώρα συρρικνωθεί: 42,4%, έναντι 39,8% του ΠΑΣΟΚ, ενώ ο συσχετισμός

Δεξιάς/Αριστεράς εξακολουθεί να παραμένει διακριτικά υπέρ της δεύτερης.

Επιπλέον, η αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων και η τροποποίηση του αθηναϊκού

εκλογικού σώματος που έχει επέλθει με την προσθήκη των ετεροδημοτών, είναι

πιθανόν να λειτουργεί ευνοϊκά για το ΠΑΣΟΚ, συρρικνώνοντας περαιτέρω τη

διαφορά. Επομένως, το αποτέλεσμα του α’ γύρου των φετινών δημοτικών (47,4 υπέρ

της κ. Μπακογιάννη, έναντι 25,9% του ΠΑΣΟΚ) φαίνεται να διαφοροποιείται

αισθητά από την αντίστοιχη εκλογική απήχηση των δύο μεγάλων κομμάτων. Ο λόγος

θα πρέπει να αναζητηθεί, όπως και στο 1998, στα πρόσωπα. Ενώ η εκλογική βάση

της Ν.Δ. (ψηφοφόροι 2000) συσπειρώθηκε σε ποσοστό 94% στο πρόσωπο της κ.

Μπακογιάννη, δεν συνέβη το ίδιο και με τον κ. Παπουτσή. Το ποσοστό συσπείρωσης

των ψηφοφόρων ΠΑΣΟΚ για την υποψηφιότητά του, περιορίσθηκε μόνο στο 64%[4].

Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο, ότι σε σύγκριση με το ποσοστό της κ. Μπακογιάννη

47,4%, ο κ. Τζαννετάκος έλαβε στη δημαρχιακή κάλπη του α’ γύρου μόλις 30,5%,

ενώ σε σύγκριση με το 25,9% του κ. Παπουτσή, η κ. Γεννηματά 35,1% .

[1] Ειδικός Συνεργάτης: «»Δημοκρατική Αθήνα», το τέλος του μύθου», «ΤΑ

ΝΕΑ», 29 Οκτωβρίου 1986.

[2] Στο δημοψήφισμα του 1974, η Αβασίλευτη Δημοκρατία θα λάβει στον Δήμο

της Αθήνας 292.841 ψήφους, ποσοστό 75,6%, ενώ η Βασιλευομένη 94.539 και 24,4%.

[3] Το 1964, 36,8%

[4] Στοιχεία exit poll V-PRC.