Είχα ορκιστεί να μην ξανασυγχιστώ και τα είχα κουτσοκαταφέρει. Ούτε σε

ταξιτζή, ούτε σε παπά, ούτε σε διάβολο δεν θα άφηνα πια τα περιθώρια να με

στριμώξει με το ερώτημα Ορθοδοξία ή θάνατος. Ακόμη κι όταν προ ημερών ο ζωηρός

κύριος Δαφέρμος πήγε να μας ανοίξει νέα φαγωμάρα με την Εκκλησία, ακόμη και

τότε σφύριξα κλέφτικα. Ας προβληματίζονται οι άλλοι όσο θέλουν. Έχουμε και

δουλειές… Όπως καταλαβαίνετε πληρώνω όσο – όσο για την ψυχική μου ηρεμία

αλλά όχι να μας πούνε και… Στη βλάσφημη αυτή σκέψη με οδήγησε η πρώτη μέρα

του σχολικού έτους έτσι όπως κατά λάθος την παρακολούθησα στριμωγμένη στο δεξί

παράθυρο ενός ταξί. Στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου, φάτσα σε κεντρική

λεωφόρο, ο παπάς ευλογούσε με την αγιαστούρα του καμιά τριανταριά πρωτάκια εκ

των οποίων το εν τέταρτον ήταν μαυράκια και, Κύριος οίδε, πόσα από τα υπόλοιπα

ήταν αλλόθρησκα ή εκ πεποιθήσεως αβάπτιστα. Θυμήθηκα τότε τον Ρολάν της

περσινής μου οικιακής βοηθού που με κλάματα διεκδικούσε το δικαίωμά του να

βαπτιστεί, όχι από φόβο Θεού αλλά για να μην τον λένε οι δάσκαλοι Αλβανό.

Συνέκρινα κατόπιν την απελπισία της μητέρας του με την απελπισία της θείας μου

από το Σικάγο, Ελληνίδα δεύτερης γενιάς, όταν η εξαδέλφη μου αποφάσισε να

παντρευτεί έβδομης γενιάς Σουηδό προτεστάντη. Τα μέτρησα, τα ξαναμέτρησα και

μου ήταν αδύνατο να βρω μια λύση που να τους ικανοποιεί όλους. Από τότε όμως

που έμαθα ότι ο Ρολάν αντάλλαξε τελικά το ωραίο του όνομά με το ψευδώνυμο

Παναγιώτης, καταστάλαξα: Ας μην πάει κανένα παιδάκι στον παράδεισο. Αναλαμβάνω

την ευθύνη.