Εικόνες απόγνωσης στην προκυμαία της Σμύρνης (από το λεύκωμα «Σμύρνη, η

μητρόπολη του μικρασιατικού Ελληνισμού» των εκδόσεων Έφεσος, με πολλές

ανέκδοτες φωτογραφίες, που κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες)

Αύγουστος του 1922. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ξεριζώνονται από την προγονική

γη και βρίσκουν καταφύγιο στη μητροπολιτική Ελλάδα. Όμως, οι πρόσφυγες που

εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα δεν κουβαλούσαν μόνον τα λιγοστά υπάρχοντα που

κατάφεραν να σώσουν από τη μανία των Τούρκων, αλλά και μια πλούσια πολιτισμική

παράδοση. Που σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, έχει

αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην καθημερινότητά μας.

«Τόσο το ρεμπέτικο, όσο και το αστικό πολυφωνικό τραγούδι ήρθαν στην Ελλάδα

χάρη στους πρόσφυγες, καθώς τόσο η Κωνσταντινούπολη, όσο και η Σμύρνη ήταν

μεγάλα μουσικά κέντρα της εποχής», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο Θεοφάνης Σουλακέλλης,

πρόεδρος του Κέντρου Αιγαιακών Λαογραφικών και Μουσικολογικών Ερευνών, που από

το 1991 ασχολείται με την παράδοση των προσφύγων στον ελληνικό χώρο. «Μαζί

έφτασαν και οι νυχτωδίες, τα τραγούδια που προορίζονταν για διασκέδαση, αλλά

και τα βαδιστικά άσματα, τραγούδια δηλαδή που λέγονταν όταν έφευγαν από ένα

γλέντι ή μετά τα αρραβωνιάσματα, πολλά από τα οποία είναι δημοφιλή ακόμα και

σήμερα. Το «Σ’ αγαπώ γιατί είσ’ ωραία», το «Τίκι τίκι τακ», το «Από τα πολλά

που μου ‘χεις καμωμένα»… Και βέβαια ήρθαν και καινούργια για την Ελλάδα

μουσικά όργανα, όπως το κανονάκι, το ούτι, η πολίτικη λύρα, τα ζίλια».

Τις νέες μελωδίες ακολούθησαν όμως και νέοι χοροί, όπως «ο ζεϊμπέκικος,

το κασάπικο – όπως είναι το σωστό, διότι προέρχεται από τη συντεχνία των

κρεοπωλών (κασάπ στην τουρκική=κρεοπώλης) – ο καρσιλαμάς και το τσιφτετέλι.

Οι περισσότεροι πρόσφυγες, ντυμένοι με ρούχα «φράγκικα», άρχισαν να επηρεάζουν

τον τρόπο ενδυμασίας των ντόπιων (καθώς οι τελευταίοι φορούσαν κυρίως

παραδοσιακές ενδυμασίες) όχι μόνον ως προς τη γενική εικόνα, αλλά και ως προς

τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν, όπως τους ταφτάδες, τα ατλάζια και το μετάξι,

ενώ οι Καππαδόκες – εξαίρετοι κλωστοϋφαντουργοί – ήταν εκείνοι που έφεραν στα

ελληνικά σπίτια τα χαλιά…».

Οι επιρροές στη λεγόμενη «ελληνική κουζίνα» ήταν μεγάλες: παστουρμάς,

σουτζουκάκια, παπουτσάκια, ιμάμ, μπριάμ, ντολμαδάκια, μελιτζανοσαλάτα, είναι

οι πιο γνωστές νοστιμιές, που έφεραν οι πρόσφυγες και διαδόθηκαν σε κάθε γωνιά

της Ελλάδας.

Η αφομοίωση των πολιτιστικών στοιχείων των προσφύγων από την ελληνική

πραγματικότητα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον μεγάλο αριθμό ανθρώπων που

έφτασαν από την ακτή της Μικράς Ασίας μετά την Καταστροφή. «Τα μόνα επίσημα

στοιχεία για τον προσφυγικό πληθυσμό είναι αυτά που δίνει η απογραφή του 1928,

σύμφωνα με τα οποία ζούσαν τη χρονιά εκείνη στην Ελλάδα 1.221.849 πρόσφυγες –

ανάμεσά τους και 117.633 με προέλευση από τη Βουλγαρία, τον Καύκασο και άλλες

περιοχές», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο Γιώργος Γιαννακόπουλος, διευθυντής των Γενικών

Αρχείων του Κράτους και επί χρόνια ερευνητής θεμάτων που αφορούν τον

μικρασιατικό Ελληνισμό.

«Αν υπολογίσουμε το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας λόγω των επιδημιών και των

άσχημων συνθηκών διαβίωσης, τη μείωση των γεννήσεων λόγω της σύνθεσης του

προσφυγικού πληθυσμού και το γεγονός της αναχώρησης πολλών από αυτούς για

άλλες χώρες, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι σαφώς μεγαλύτερος αριθμός φυγάδων

ζήτησε καταφύγιο στο ελληνικό κράτος».

Πώς έφτασαν όμως τα πολιτισμικά στοιχεία, που έφεραν οι πρόσφυγες, ώς τις

μέρες μας και πόσοι είναι εκείνοι που ενδιαφέρονται πλέον για τούτη την

πολιτιστική κληρονομιά; «Κάπου 150.000 άνθρωποι έχουν δραστηριοποιηθεί στο

πλαίσιο οργανωμένων σωματείων, με στόχο τη διάσωση και διατήρηση εθίμων και

παραδόσεων των αλύτρωτων πατρίδων», υποστηρίζει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας

Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδας, Αναστάσιος Χαρισμίδης.

«Μετά το 1984 παρατηρείται μια έκρηξη δημιουργίας συλλόγων, ίσως και εξαιτίας

της «γέννησης» της Ομοσπονδίας, που συσπείρωσε τον μικρασιατικό Ελληνισμό.

Παρ’ όλ’ αυτά, τα μηνύματα από τους νέους δεν ήταν ελπιδοφόρα. Πρόσφατα όμως

τα πράγματα έχουν αλλάξει, κάτι που πιθανόν οφείλεται και στους «σπόρους» που

έριξαν τα σωματεία. Παρακολουθούν μαθήματα παραδοσιακών χορών και τραγουδιών –

ιδιαιτέρως στην περιφέρεια – συμμετέχουν σε αναπαραστάσεις εθίμων και σε

οργανωμένα ταξίδια για να γνωρίσουν τις πατρογονικές εστίες».

Κάποιοι υποστηρίζουν πως δεν έχουν πλέον προσφυγική συνείδηση οι απόγονοι των

ξεριζωμένων Ελλήνων της Μικράς Ασίας. «Οι προσφυγικές μνήμες παραμένουν

ζωντανές», λέει η Κάλλια Χατζηγιάννη, προϊσταμένη των Αρχείων Νομού Ευβοίας,

μιας περιοχής που υποδέχτηκε πολλούς πρόσφυγες. «Είναι γεγονός πως υπάρχει μια

γενική στροφή στο παρελθόν και μπορεί να οφείλεται σε ένα βαθμό στις σημερινές

συνθήκες αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (νομού

Ευβοίας) έχουν αφιερώσει πολλές δραστηριότητες στο ζήτημα του μικρασιατικού

Ελληνισμού. Η συμμετοχή του κοινού – και ιδιαίτερα του νεανικού- σ’ αυτές τις

εκδηλώσεις είναι μεγάλη και συγκινητική.

Για παράδειγμα, στη Νέα Λάμψακο όπου έγινε πέρυσι έκθεση τεκμηρίων,

συμμετείχε το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού, ενώ μεγάλο μέρος του υλικού

είχε προσφερθεί από τους ίδιους τους κατοίκους. Μέσα από παρόμοιες

διαδικασίες, έφηβοι και ενήλικοι μικρασιατικής προέλευσης γνωρίζουν ή

θυμούνται σημαντικές πτυχές της ιστορίας τους, όπως η εγκατάσταση στον

ελλαδικό χώρο, διατηρούν ζωντανή τη μνήμη, κατανοούν καλύτερα και διαμορφώνουν

μια διαφορετική στάση απέναντι σε σύγχρονα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού

που αντιμετωπίζουν πρόσφυγες και μετανάστες στη χώρα μας. Οι προσφυγικές

γειτονιές συμπυκνώνουν μνήμες και ιστορία, διατηρώντας μάλιστα την ανθρώπινη

κλίμακα και τον κοινωνικό χώρο σε ένα οικιστικό περιβάλλον που διαρκώς

επιδεινώνεται. Δυστυχώς, στο όνομα του εξωραϊσμού και του εκσυγχρονισμού

απειλούνται σήμερα με αφανισμό. Η διατήρηση και αναβάθμισή τους είναι

απαραίτητος παράγων ουσιαστικής διατήρησης της μνήμης».

Προτάσεις ανάγνωσης

* «Σμύρνη, η μητρόπολη του Μικρασιατικού Ελληνισμού», εκδ. Έφεσος. Η

ελληνική Σμύρνη έως την καταστροφή μέσα από κείμενα και ανέκδοτες φωτογραφίες.

Τιμή: 117 ευρώ.

* Ακτζόγλου Ιάκωβος, «Χρονικό μικρασιατικού πολέμου», εκδ. Τροχαλία,

Αθήνα 1998. Τα γεγονότα της μικρασιατικής εκστρατείας. Τιμή: 18,34 ευρώ.

* Αναγνωστοπούλου Σία, «Μικρά Ασία, 19ος αι.-1922. Οι

ελληνορθόδοξες κοινότητες: Από το μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό

Έθνος», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998. Συνθετική εργασία για τη

νεώτερη ιστορία του μικρασιατικού ελληνισμού. Τιμή: 26,95 ευρώ.

* «Χαίρε μέσα από τη μάχη», (εισαγωγή-παρουσίαση Φώντας Λάδης),

εκδ. Τροχαλία, Αθήνα 1993. Αλληλογραφία από το μικρασιατικό μέτωπο στρατιωτών

με μέλη του Συνδέσμου «Αδελφή του Στρατιώτη». Τιμή: 18,93 ευρώ.

* Γιαννακόπουλος Γιώργος, «Προσφυγική Ελλάδα: Φωτογραφίες από το αρχείο

του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών», Εκδόσεις Κ.Μ.Σ., Αθήνα 1992.

Εξιστόρηση των γεγονότων της προσφυγικής εγκατάστασης μέσα από μαρτυρίες

προσφύγων και πρωτότυπο φωτογραφικό υλικό. Τιμή: 60 ευρώ.

* Μιχελή Λίζα, «Προσφύγων βίος και πολιτισμός: Από τις πόλεις της

Ελάσσονος Ασίας στα τοπία της παράγκας και του πισσόχαρτου», εκδ.

Δρώμενα, Αθήνα 1992. Ένα ταξίδι στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Τιμή: 10,71

ευρώ.

* «Η Έξοδος: Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων» (τόμος

Α’, επιμέλεια Φ.Δ. Αποστολόπουλος) και «της Κεντρικής και Νότιας Μικρασίας»

(τόμος Β΄, επιμέλεια Γιάννης Μουρέλος), Εκδόσεις Κ.Μ.Σ., Αθήνα 1982. Μαρτυρίες

προσφύγων από τις στιγμές του ξεριζωμού. Τιμή: 25 ευρώ κάθε τόμος.

* Χατζημωυσής Παύλος, «Βιβλιογραφία 1919-1978, Μικρασιατική εκστρατεία

-ήττα-προσφυγιά», εκδ. Ερμής, Αθήνα 1981. Καταγραφή της πλούσιας βιβλιογραφίας

για το θέμα. Τιμή: 9,73 ευρώ.