Στις 29 Ιουνίου 2002, λίγες ώρες πριν από τη μοιραία για τη 17 Νοέμβρη

έκρηξη στο λιμάνι του Πειραιά, είδαν για τελευταία φορά τον Δημήτρη Κουφοντίνα

στην Κερατέα, ο Αλβανός εργάτης του και ένας γείτονας. Τον γνώριζαν ως Μήτσο

Σωτηρόπουλο, μελισσοκόμο και καθηγητή Μαθηματικών. Αντιθέτως, οι οικείοι του

δηλώνουν πως είχαν χάσει τα ίχνη του από το 1984.

Ο Κουφοντίνας είχε προστριβές με τους γονείς του γιατί καθυστερού-σε να

τελειώσει το Πανεπιστήμιο

Λίγες ώρες πριν από την έκρηξη στον Πειραιά είχε δει τον Δημήτρη Κουφοντίνα ο

Αλβανός Σωτήρης Μαζέλι, ο οποίος εργαζόταν την τελευταία πενταετία στη μονάδα

μελισσοκομίας του Δημήτρη Σωτηρόπουλου – όπως τον γνώριζε – στην Κερατέα.

Περιστασιακά, ο εργοδότης του τον απασχολούσε και σε άλλες δουλειές. Σε

μετακομίσεις και σε οικοδομικές εργασίες στο ακίνητο που έχτισε λίγο αργότερα

από εκείνο της Κερατέας, στον Βαρνάβα. Εξεταζόμενος από την Αντιτρομοκρατική

Υπηρεσία, αναγνώρισε στο πρόσωπο του Σάββα Ξηρού τον φίλο τού Κουφοντίνα που

είχε συναντήσει κάποια φορά στο σπίτι του, ενώ βεβαίωσε ότι ο καταζητούμενος

δήλωνε καθηγητής Μαθηματικών. Ειδικότερα, ο Μαζέλι κατέθεσε μεταξύ άλλων:

Το μεσημέρι της Κυριακής

«Ο Μήτσος ερχόταν αραιά στην Κερατέα και κυρίως τα πρωινά της Τετάρτης, γιατί

όπως μου είχε πει μόνο Τετάρτη είχε ελεύθερο χρόνο. Τα πρώτα χρόνια ερχόταν

παρέα με τη γυναίκα του, την Αγγελική Σωτηροπούλου, και τον γιο τους Έκτορα.

Τον είχα ρωτήσει τι δουλειά κάνει και μου είπε ότι ήταν μαθηματικός και ότι

παραδίδει μαθήματα ιδιαίτερα σε 15 παιδιά. Τελευταία φορά που είδα τον Μήτσο

ήταν μεσημέρι της 28ης ή 29ης Ιουνίου 2002. Έφερε (στην Κερατέα) μέλι από τον

Βαρνάβα, γιατί είχε και εκεί μελίσσια, προκειμένου να το πουλήσει. Παρέμεινε

μέχρι τις τρεις μετά το μεσημέρι, μου είπε τι δουλειές να κάνω και έφυγε

βιαστικά, διότι, όπως μου είπε, τον περίμενε η γυναίκα του με το παιδί στον

Σταυρό της Αγίας Παρασκευής. Έκτοτε δεν τον ξαναείδα, ούτε και είχα καμιά

επικοινωνία μαζί του. Έπειτα από τέσσερις ημέρες μού τηλεφώνησε η γυναίκα του,

μου είπε να κάνω κάποιες δουλειές και με ρώτησε πόσες ημέρες έχει να περάσει

από το εργαστήριο ο Μήτσος.

Της είπα ότι από την ημέρα που έφερε το μέλι δεν ξαναπέρασε ούτε

ξανατηλεφώνησε. Την Παρασκευή 12.7.2002 ήρθε στην Κερατέα η Αγγελική μαζί με

έναν εκ των αδελφών του Σάββα Ξηρού, όπως μου είπε ένας γείτονας, γιατί εγώ

απουσίαζα. Το βράδυ μου τηλεφώνησε και μου είπε να πουλήσω το μέλι.

Ο Μήτσος δεν ερχόταν με άλλους στην Κερατέα. Μόνο μια φορά, κατά τη μετακόμιση

από το σπίτι του στο Χαλάνδρι, συνάντησα ένα άτομο, που εκ των υστέρων (μετά

την έκρηξη) κατάλαβα ότι ήταν ο Σάββας Ξηρός».

Ο γείτονας

Λίγες ώρες πριν από την έκρηξη στον Πειραιά είδε για τελευταία φορά τον

Δημήτρη Κουφοντίνα, τον «Μήτσο» όπως τον αποκαλούσε, και ο γείτονάς του κ.

Μάρκος Νίνος. Σε εκείνη την τελευταία συνάντηση ο καταζητούμενος μελισσοκόμος

τού είπε να περάσει από Δευτέρα για να του δώσει μέλι. Το ραντεβού αυτό δεν

έγινε ποτέ. Ο κ. Μ. Νίνος εξετάστηκε στις 15 Ιουλίου 2002 στην

Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και κατέθεσε τα εξής:

«Το 1995 σε οικόπεδο στην Κερατέα έχτισε ένα οίκημα ένας άντρας που τον

γνώρισα ως Μήτσο. Αφού ολοκληρώθηκε η κατασκευή, ο Μήτσος έφερε και τοποθέτησε

στο ισόγειο τον απαραίτητο εξοπλισμό για την παραγωγή μελιού. Τα πρώτα χρόνια

ερχόταν με μία γυναίκα ονόματι Αγγελική και ένα μικρό αγόρι ονόματι Έκτορας.

Τα δύο τελευταία χρόνια ερχόταν συνήθως μόνος του. Οι επισκέψεις γίνονταν

κυρίως την περίοδο παραγωγής του μελιού και σπανιότερα την υπόλοιπη περίοδο

του χρόνου. Τον Μήτσο τον γνώρισα όταν άρχισε να παράγει μέλι στο εργαστήριο.

Μου συστήθηκε ως καθηγητής Μαθηματικών που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα».

«Αγοράζαμε μέλι»

«Πολλές φορές εγώ και οι γείτονες αγοράζαμε μέλι από τον Μήτσο. Πριν από

περίπου έξι χρόνια το υπόγειο του οικήματος παραχωρήθηκε από τον Μήτσο σε έναν

Αλβανό εργάτη ονόματι Σωτήρης, ο οποίος τον βοηθούσε σε διάφορες εργασίες.

Από αυτόν πληροφορήθηκα ότι ο Μήτσος χτίζει ένα σπίτι στον Βαρνάβα. Ο Μήτσος

ήταν ένας ευγενικός άνθρωπος, ο οποίος είχε τυπικές σχέσεις με τους

περιοίκους. Τελευταία φορά που τον είδα ήταν τις πρωινές ώρες της 28 και

29/6/2002. Την 28/6/2002 τον συνάντησα στο εργαστήριό του, μιλήσαμε για λίγο

και αποχώρησα. Στις 29/6/2002 τον συνάντησα πάλι στο εργαστήριό του και μου

είπε ότι θα μου δώσει μέλι από Δευτέρα. Από τότε δεν τον ξαναείδα».

Μυστικοπάθεια στην οικογένεια…

Ελάχιστες φορές είχε συναντήσει τον Δημήτρη Κουφοντίνα ο κ. Γιώργος

Χατζηπρίμος, σύζυγος της αδερφής τού κατηγορουμένου, Αναστασίας Κουφοντίνα. Ο

ίδιος μάρτυρας αναφέρει στην κατάθεσή του ότι ο πεθερός του είχε δηλώσει στην

Αστυνομία την εξαφάνιση του γιου του. Συγκεκριμένα, ο κ. Χατζηπρίμος,

εξεταζόμενος στις 13 Ιουλίου 2002 στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, καταθέτει:

Η πρώτη σύλληψη

«Το έτος 1973 πέρασα στη Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων, στο τμήμα της

Φαρμακευτικής. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου και περί το έτος 1975

γνώρισα, αν θυμάμαι καλά, τον Δημήτρη Κουφοντίνα, αδερφό της συζύγου μου, με

την οποία παντρευτήκαμε το 1981. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γνώρισα τον

Δημήτρη Κουφοντίνα ήταν οι εξής: Το 1975 ο Δημήτρης συνελήφθη και κρατήθηκε

στην Ασφάλεια μία νύχτα για συμμετοχή σε διαδήλωση. Το γεγονός αυτό

πληροφορηθήκαμε από τους γονείς τής συζύγου μου και κατεβήκαμε για ένα 24ωρο

από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του 1978 διέμενα με τη σύζυγό μου

στο σπίτι του, μαζί με αυτόν και τους γονείς του. Ακολούθως εγώ πήρα μετάθεση

και το διάστημα από το 1978 έως το καλοκαίρι του 1983 δεν είχα ουδεμία επαφή

με τον Δημήτρη Κουφοντίνα, εκτός από τις ημέρες του γάμου μας, το 1981. Το

καλοκαίρι του 1983 μετατέθηκα στην Αθήνα, στην 441 προκεχωρημένη αποθήκη

υγειονομικού υλικού που βρίσκεται στην οδό Πειραιώς 174. Μαζί μου ακολούθησε

και η σύζυγός μου με αμοιβαία μετάθεση στην Εφορία της οδού Πανεπιστημίου 10

και διαμέναμε στην οδό Πάρου 17, στο Κοντόπευκο Αγίας Παρασκευής.

Δεν κάναμε παρέα

Αν και μέναμε στην ίδια περιοχή με τον Δημήτρη Κουφοντίνα δεν κάναμε ποτέ

παρέα, γιατί εγώ είχα πολλές επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις, ενώ

αυτός ήταν ακόμα φοιτητής στον 9ο ή 10ο χρόνο φοίτησής του στο τμήμα

Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών. Ξαφνικά και ενώ οι επαφές μας ήταν

τυπικές, πληροφορήθηκα από τους γονείς του ότι είχε εξαφανιστεί. Είχε

προστριβές με τους γονείς του γιατί δεν μελετούσε για να αποφοιτήσει και

έδειχνε να μην νοιάζεται για το μέλλον του. Η πίεση των γονιών του, χωρίς

αυτός να αντιδρά σε συνδυασμό με κάποιο περιστατικό που έγινε τότε με ένα

πράσινο σκαραβαίο, που είχε η οικογένεια στην κατοχή της, και το οποίο

πουλήθηκε αμέσως, νομίζω ότι ήταν τα αίτια της εξαφάνισής του. Για το

συγκεκριμένο περιστατικό δεν γνωρίζω, διότι δεν απαντούσε κανείς στις

ερωτήσεις μου.

Μυστικοπάθεια

Επικρατούσε μία μυστικοπάθεια. Από την εξαφάνισή του, μέχρι και τον θάνατό

του, ο πατέρας του τον αναζητούσε γυρνώντας επί πολλές ώρες στην Αθήνα, ενώ

είχε δηλώσει και στην Αστυνομία την εξαφάνισή του. Από όλα τα χρόνια μία φορά

τον συνάντησε ο πατέρας του και έμαθε από τον Δημήτρη ότι ήταν παντρεμένος και

είχε ένα παιδί. Ο πατέρας του απεβίωσε το 1997, αλλά ο Δημήτρης δεν ήρθε ούτε

στην κηδεία του. Ο Δημήτρης ήταν ένα ήσυχο παιδί, στην ηλικία των 25-27 ετών,

όπου και τον είδα τελευταία φορά, με ιδεολογικές ανησυχίες που όμως δεν ήταν

ακραίες και απ’ ό,τι ήξερα ανήκε στο χώρο του ΠΑΣΟΚ».