Η Αταλάντη δεν άντεχε το μαστίγωμα που θα έτρωγε από τον Ισίδωρο, αν και το

τρίτο έβγαινε θηλυκό. Γι’ αυτό αποφάσισε να καλέσει την χοντρο-Μαρία, την

μαμμή. Η Μαρία ήταν το είδος της γυναίκας που τα χαρακτηριστικά της, μεταξύ

των ηλικιών είκοσι πέντε και πενήντα παρέμεναν πάνω-κάτω τα ίδια, με μόνο

μερικούς πλισέδες παραπάνω στα μάγουλά της που μαρτυρούσαν τα χρόνια της. Είχε

ξεγεννήσει πάνω από τριάντα μωρά, με τρεις μανάδες να πεθαίνουν στη γέννα,

ήξερε να κόβει τον ομφάλιο λώρο με τα δόντια και να τον δένει βάζοντας ένα

ξυλαράκι, να τον ραντίζει με κόκκους καφέ και στάχτες για να σταματήσει την

αιμορραγία.

Μαζεύτηκαν στην κουζίνα της Αταλάντης.

«Είναι ντούρος ο Ισίδωρος;».

«Σαν την νύχτα».

«Την έχει σαν οδοντογλυφίδα, τσεκούρι ή φτυάρι;».

«Σαν άγκυρα, θα έλεγα». Το πράγμα του Ισίδωρου είχε κλίση προς τα έξω,

συνέχισε η Αταλάντη, ταλαντευόταν προς τα δεξιά όταν περπάταγε και άνοιγε στην

άκρη σαν άγκυρα, έτσι ώστε όταν τραβιόταν μερικές φορές την πονούσε.

«Σίγουρα, εξαίσιος πόνος», είπε η χοντρο-Μαρία και αναστέναξε. «Και τα υγρά

του; Είναι αρκετά;». Μερικές φορές ο Ισίδωρος ήταν γεμάτος σαν ποτάμι κι άλλες

φορές στεγνός σαν την παλιά βρύση.

Εξοπλισμένη με τις απαραίτητες πληροφορίες, το σχέδιο αρσενική-σύλληψη μπήκε

ολοταχώς μπροστά. Μετά από κάθε μηνιαίο καθαρισμό η Αταλάντη έπινε χυμό

κραταιογόνου, την γύρη της ενδυνάμωσης, έβαζε ένα λαγοπόδαρο ανάμεσα στα

μπούτια της και έτριβε τα στήθια της με νωπά κόκαλα γίδας. Μια φορά τον μήνα ο

Ισίδωρος έτρωγε αμελέτητα (από γίδι ή τράγο) και συχνά ρούφαγε χυμό από ρόδια,

έπινε ζωμό από βραστό κέρατο φιδιού και έκανε εισπνοές φτερνιζόσκονης. Μια

φορά βούτηξε το ερεθισμένο του εργαλείο σε αίμα λαγού. Και πάντα κοίταζε προς

τον Νότο όταν ήταν με την Αταλάντη. Εκείνη έτρωγε κουμ-κουάτ για να βγει

έξυπνο το παιδί και απέφευγε το μαρούλι για να μην έχει άδειο κεφάλι – σαν το

μπρόκολο. Εκτός από τα βότανα, η Αταλάντη προσευχόταν σε διάφορες Παναγίες:

Του Πρεκλάνου, του Κορδασιού, της Αρκαδίας, κι επίσης στον Άη-Γιάννη του

Κάστρου και στον Άγγελο των Αγίων Ασωμάτων.

Όταν ξανάμεινε έγκυος, ο Ισίδωρος της αγόρασε ένα κολιέ από αχάτη με λεπτή

ασημένια αλυσίδα. Η χοντρο-Μαρία διακόσμησε το δωμάτιο με κυκλάμινα του δάσους

και κρέμασε στην κρεβατοκάμαρα τα κέρινα τάματα για τα αρσενικά παιδιά

(καμπανάκια), μαζί με τους σταυρούς και την Αιμοστάτη, μια γυναικεία φιγούρα

που σταματούσε την υπερβολική αιμορραγία.

Το μαγαζί του Ισίδωρου αντηχούσε όχι μόνο από τους χτύπους πάνω στα σπασμένα

δρεπάνια και τ’ αλέτρια αλλά και από τα τραγούδια που σκαρφιζόταν ο ίδιος:

Το θρεφτάρι του σπιτιού

Δεν θέλει προικιά και δώρα

Με δύο χρυσαφένια ούμπαλα

Θα τα καταφέρει όλα

Όταν έφθασε η ώρα, η χοντρο-Μαρία έδωσε στην Αταλάντη ορισμένα βότανα για να

επιταχύνει την γέννα. Όσο για το φύλο του παιδιού, αυτό ήταν πια στα χέρια του

Θεού.

«Είναι δύσκολη γέννα», της είπε.

«Ελευθερίααα!» φώναξε η Αταλάντη. «Παναγιά μου, σου τάζω σαράντα κεριά και θα

στα φέρω γονατιστή!».

Την τελευταία στιγμή, όπως ήταν και ειδική σ’ αυτά, η χοντρο-Μαρία έχωσε τα

χέρια της βαθιά και τράβηξε το μωρό προς τα έξω με δύναμη. Έκοψε τον ομφάλιο

λώρο τέσσερα δάχτυλα πάνω από το στομάχι της Αταλάντης, ξέβγαλε το μωρό σε

χλιαρό, αλατισμένο νερό, που είχε βράσει με μύρα και δάφνη, και απόθεσε δίπλα

τον λώρο για να χρησιμοποιηθεί σαν φυλακτό. Ανάμεσα στα πόδια του παιδιού,

αντί για να κρέμονται καμπανάκια υπήρχε μόνο ένα ρυάκι.

Ακούγοντας το κλάμα του μωρού ο Ισίδωρος όρμηξε στο δωμάτιο. Η χοντρο- Μαρία

φάσκιωνε το μωρό όταν η Αταλάντη, που είχε συνέλθει, άρπαξε ένα από τα κέρινα

φυλαχτά από την εικόνα και το έβαλε ανάμεσα στα πόδια του μωρού. Με τα πανιά

τώρα από πάνω, το μωρό φαινόταν να έχει τις σωστές αναλογίες ενός σωστού

φτυαριού.

«Τι είναι; Τι;». Το πρόσωπο του Ισίδωρου ήταν κατακόκκινο.

«Μα, δεν το βλέπεις;», είπε η Αταλάντη. «Αγόρι». Έδειξε το σημείο που

φούσκωναν τα πανιά.

«Ο Νικόλας μου! Το ήξερα!». Φίλησε την ένδειξη του φύλου του μωρού, φίλησε την

μαμμή στο μέτωπο, ζούληξε τα στήθια της γυναίκας του για καλή τύχη και μετά

μπήκε στο καφενείο και τους κέρασε όλους.

Η χοντρο-Μαρία έδωσε τον πλακούντα και όλα τα σχετικά στον Πόκο, το

τσοπανόσκυλο, και το σκυλί γρύλλισε με ικανοποίηση. Όταν επέστρεψε, της είπε

με τα χέρια στους γοφούς: «Και τώρα τι κάνουμε;».

«Άσ’ τον να το χαρεί λίγο. Θα δω τι θα κάνω, όταν έρθει η ώρα».

Για δύο μέρες ο Ισίδωρος ήταν όλο ευγένεια στην γυναίκα του. Αυτές οι δύο

μέρες απόδειξαν στην Αταλάντη ότι είχε διαλέξει τον σωστό άντρα. Την τρίτη

μέρα ο Δούνης, ο βοσκός, ρώτησε τον Ισίδωρο πόσο μεγάλο ήταν το φτυάρι του

γιου του και το ίδιο απόγευμα, ο Ισίδωρος, επέμεινε να ξεφασκιώσουν το μωρό

για να το δει κι αυτός. Η Αταλάντη απέφυγε την ματιά του και έσφιξε το κολιέ

της. Οι αυλακιές στην πλάτη της από το μαστίγωμα που είχαν ακολουθήσει την

πρώτη και την δεύτερη και γέννα την πονούσαν ακόμα. Είπε στον Ισίδωρο να φύγει

από το σπίτι για να ετοιμάσει το μωρό. Μετά μαντάλωσε την πόρτα.

«Έλα στο παράθυρο, Ισίδωρε», φώναξε. «Έγινε θαύμα!». Σήκωσε το γυμνό μωρό

μπροστά από το παράθυρο. Ο Ισίδωρος είδε το ρυάκι του μωρού.

«Τι έκανες;».

«Αγαπούσες το μωρό, όταν νόμιζες ότι ήταν αγόρι. Είναι ακόμα το ίδιο μωρό».

Ο άνδρας της βόγκηξε, χτύπησε την πόρτα για να ανοίξει, και όταν κατάλαβε ότι

δεν μπορούσε να μπει μέσα να την μαστιγώσει, κτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο,

και σαν τον Αχιλλέα που θρηνεί τον θάνατο του πολυαγαπημένου του Πάτροκλου,

έσκαψε την γη με τα χέρια για να βγάλει χώμα και σκόνη, έριξε μια χούφτα στο

κεφάλι του και μουτζούρωσε το πρόσωπό του.

«Παντρεύτηκα μια μάγισσα!», φώναξε. Έφτυσε ένα χαλίκι που είχε πέσει από τα

φρύδια μέσα στο στόμα του. Μετά άρχισε να τσεκουρώνει άγρια την πιο παλιά τους

ελιά και όταν την έριξε, πυροβόλησε τον Πόκο, το τσοπανόσκυλο, που ήταν στην

χώνεψη του πλακούντα. Ο Ισίδωρος προσπάθησε λίγο ακόμη να ανοίξει την πόρτα,

αλλά δεν ήθελε να μάθει το χωριό ότι τον είχε κλειδώσει έξω η Αταλάντη, και

έτσι καβάλησε τ’ άλογό του, διέσχισε όλα τα γειτονικά χωριά βρίζοντας και

μαστιγώνοντας το καημένο του ζώο, και κατέφυγε στα βουνά.

«Περίμενε να καταλαγιάσουν τα πράγματα», πρότεινε η χοντρο-Μαρία, «και μετά

δείξε του ότι είσαι αδύναμη και ότι τον χρειάζεσαι».

Το μόνο που δεν μπορούσε να κάνει η Αταλάντη, ήταν να υποκριθεί την αδύναμη.

Γι’ αυτό αρρώστησε τον εαυτό της τρώγοντας άγρια μανιτάρια που την έκαναν να

μείνει ξύπνια όλη νύχτα κάνοντας εμετούς και τελικά να καταλήξει με τα δύο

κακά, πυρετό και παραμιλητό. Όταν ή μαμμή και η μάνα της προσπάθησαν να την

βοηθήσουν, τους πάσαρε τα τρία μωρά και τους έδειξε την πόρτα. Αν ήθελε να

γίνει άρρωστη, θα γινόταν άρρωστη, τελείωσε.

Το έκτο βράδυ, δροσερό τόσο ώστε τα τζιτζίκια είχαν πια σταματήσει το τραγούδι

τους, η Αταλάντη σκαρφάλωσε από το παράθυρο του δωματίου της και έπεσε στη γη

όπως η πεταλούδα που κάηκε πετώντας πολύ κοντά στη φωτιά. Έμεινε για ώρες

ξαπλωμένη μέχρι να βρει τις δυνάμεις της. Όταν το φεγγάρι είχε ανατείλει για

τα καλά, σηκώθηκε, σκυφτή και καμπουριασμένη και έσυρε τα πόδια της πέρα από

το παλιό κατάλυμα του γερο-Σαλάχα, πέρα από τα μαντριά, την οδοντωτή γη, τα

οργωμένα χωράφια και έφθασε τελικά στην εκκλησία της Φαρμακολύτριας. Γονάτισε

μπροστά στην εικόνα της σφίγγοντας το κολιέ της με δύναμη. «Σου προσφέρω τον

εαυτό μου για ένα αγόρι. Την επόμενη φορά πάρε εμένα και δώσε στον άντρα μου

ένα γιο».

Την προσοχή της τράβηξε μια γνώριμη τραχιά φωνή. Κοίταξε προς τα ερείπια του

ναού της Αφροδίτης και είδε τον Ισίδωρο να στέκεται δίπλα από την ελιά που

είχαν πρωτοσυναντηθεί.

«Αταλάντη», της ψιθύρισε, κρατώντας ψηλά ένα αναμμένο κερί. «Γιατί δεν ήρθες

νωρίτερα;». Έφερε το κερί κοντά στο πρόσωπό της. Τα χείλια της ήταν σκασμένα,

τα κοκάλα στον λαιμό της έμοιαζαν να τρυπάνε το δέρμα και στα μάγουλά της ήταν

χαραγμένες λεπτές ρυτίδες. Της φίλησε τα μάτια, τα χείλια και τον λαιμό, και

σταμάτησε όταν είδε το αίμα να κυλάει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά της.

«Δεν θα σε πονέσω, στο υπόσχομαι. Άσ’ το το κολιέ».

«Δεν θα με ξαναδείρεις ποτέ σου», είπε, «ό,τι παιδί και αν κάνω». Μόνο όταν τα

δάκρυά του έβρεξαν τα χέρια της, άφησε το κολιέ. Ο Ισίδωρος έτρεξε γρήγορα,

βούτηξε το πουκάμισό του στο δροσερό ρυάκι, το έστυψε πάνω στα ξερά της χείλια

και το ακούμπησε στο ζεστό της μέτωπο.

Στον δρόμο της επιστροφής αποχωρίστηκαν μόνο όταν έφτασαν στην είσοδο του

χωριού, για να πάρει η Αταλάντη την πρέπουσα θέση πίσω του, και ας σερνόταν,

προτού τους πάρουν χαμπάρι οι κουτσομπόληδες συγχωριανοί, που εδώ και μέρες

ασχολιόντουσαν μόνο με την προδοσία της Αταλάντης και την εκδίκηση του

Ισίδωρου. Το γεγονός ότι με το ζόρι στεκόταν στα πόδια της, τους έδινε ήδη μια

πρώτη ικανοποίηση.

Οι φωνές την επόμενη μέρα ακούστηκαν μέχρι την εκκλησία της Παναγίας και

παραπέρα ακόμα. Το μαστίγιο, έλεγαν οι άντρες, τη μαστιγώνει πάλι. Μερικές

γυναίκες έλεγαν ότι οι επικλήσεις στον Χριστό τον Σωτήρα και τον Θεό τον

Παντοκράτορα ήταν σίγουρα αποτέλεσμα των πολλαπλών χτυπημάτων στ’ αχαμνά της

με στυφή βέργα ελιάς, ενώ άλλες ισχυρίζονταν ότι ο Ισίδωρος την χτυπούσε με

τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή με τα φαρδιά χέρια του με τα οποία τον προίκισε

ο Θεός.

Αλλά εμείς ξέρουμε καλύτερα. Της το είχε υποσχεθεί. Έπρεπε όμως να κρατάνε

τους τύπους. Εκείνος μαστίγωνε τον τοίχο και εκείνη φώναζε όσο πιο δυνατά

μπορούσε, σαν να πονούσε. Το παιχνίδι το χάρηκαν και οι δυο τους, και με τα

χρόνια έγινε κάτι σαν ερωτική ιεροτελεστία, γιατί οι φωνές της ερέθιζαν

παράλογα τον Ισίδωρο, ενώ την ίδια στιγμή καμάρωνε ότι ήταν άνδρας που δεν

σήκωνε κουβέντα.

Ξέρουμε ακόμα ότι το τέταρτο παιδί τους βαφτίστηκε Αφροδίτη (ο παπάς

διαμαρτυρήθηκε ότι αυτό δεν ήταν χριστιανικό όνομα) και το πέμπτο ονομάστηκε

Μαρία (καμιά διαμαρτυρία). Η Αταλάντη αν και δεν απόκτησε ποτέ τον πολυπόθητο

γιο, αναγνώριζε ότι ήταν κερδισμένη σ’ άλλα πράγματα. Μέσα στα επόμενα χρόνια,

καθιερώθηκε σαν την σοφή της περιοχής, και έδινε πολύτιμες συμβουλές σ’ όλες

τις γυναίκες που είχαν ανάγκη.

Κι όσο για την «ειδικότητά» της – δηλαδή πώς να αποφεύγει η γυναίκα την μοίρα

της; Ε, αυτό δεν μπορούσε να το διδάξει, εφόσον καμία δεν ήθελε πραγματικά να

το μάθει.

Επιμέλεια: Μικέλα Χαρτουλάρη