Η έκρηξη στο υποκατάστημα της Citibank, στην οδό Πανόρμου, στους

Αμπελόκηπους, που βρίσκεται σε ακτίνα 500 μέτρων από το μέγαρο της Γενικής

Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής (ΓΑΔΑ), κινητοποιεί το καλοκαίρι του ’86 τα

στελέχη της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας αφού η τράπεζα θεωρείται ένας από τους

συνήθεις στόχους της 17Ν.

Από τις έρευνες που έγιναν εκείνη την εποχή στους Αμπελόκηπους δεν προέκυψε

κάτι συνταρακτικό. Ούτε η οργάνωση 17Ν ανέλαβε ποτέ την ευθύνη της επίθεσης.

Σε αυτήν την ενέργεια, μεταξύ των υπόπτων, ήταν και ένας νεαρός φοιτητής με το

όνομα Δημήτρης Κουφοντίνας! Το αυτοκίνητο του πατέρα του, Κώστα, είχε

εντοπίσει στην περιοχή της έκρηξης ένας από τους περίοικους της οδού Πανόρμου.

Από τον αριθμό των πινακίδων οι αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής οδηγήθηκαν

στην οδό Δαιδάλου 7, συνομίλησαν με την οικογένεια Κουφοντίνα, αλλά πέραν

τούτου ουδέν. Στην έρευνα που ακολούθησε, αν και διαπιστώθηκε ότι οδηγός του

αυτοκινήτου ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας, δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό

στοιχείο εις βάρος του και για το λόγο αυτό δεν ασχολήθηκαν άλλο με την

περίπτωσή του.

14 χρόνια μετά

Έπρεπε να περάσουν 14 χρόνια για να χτυπήσουν ξανά το κουδούνι του

διαμερίσματος που βρίσκεται στον 2ο όροφο της πολυκατοικίας της οδού Δαιδάλου.

Ήταν μετά το χτύπημα του Γερμανού πρέσβη Καρλ Χάινς Κούνα, στις 16 Μαΐου 1999,

όταν κλιμάκιο της Αντιτρομοκρατικής αναζήτησε τον Δημήτρη Κουφοντίνα στο

διαμέρισμα των γονιών του. Η ηλικιωμένη μητέρα του, η κυρία Βάια Κουφοντίνα,

τους απάντησε: «Έχω πολλά χρόνια να δω το παιδί. Δεν ξέρω που βρίσκεται».

Πάντως από την ΕΛ.ΑΣ. δεν διευκρινίζουν πώς συσχέτισαν τότε την επίθεση με τον

Κουφοντίνα.

Η ηλικιωμένη γυναίκα έλεγε την αλήθεια. Το παιδί της έπαψε να επικοινωνεί μαζί

της από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, λίγο μετά την πρώτη επίσκεψη των

αξιωματικών της Αντιτρομοκρατικής στο σπίτι των γονιών του.

Όλο αυτό το διάστημα, των 17 χρόνων, ο 44χρονος Δημήτρης Κουφοντίνας έζησε ως

αγνοούμενος, γεγονός που ίσως εξηγεί τα χίλια πρόσωπα του «Δημήτρη

Λαμπρόπουλου», του «Ηλία Χριστόπουλου», του «μαθηματικού», του «μελισσοκόμου»,

για τα οποία σήμερα γίνεται λόγος. Μάλιστα, οι γονείς του φέρονται κάποια

στιγμή να έκαναν αίτηση εξαφάνισης του παιδιού τους στις αστυνομικές αρχές –

πληροφορία που ωστόσο δεν έχει επιβεβαιωθεί.

Το παράπονο του πατέρα

«Με αυτό το παράπονο έφυγε ο πατέρας του. Πέθανε από τον καημό του για τον

Δημήτρη. Λάτρευε τα παιδιά του και ιδιαίτερα τον Δημήτρη, ήταν μοναχογιός»,

λέει στα «ΝΕΑ» συγγενής της οικογένειας Κουφοντίνα. «Κάθε φορά που

βρισκόμασταν με τον πατέρα του, μου μιλούσε για τον Δημήτρη. Το πρόβλημα τότε

ήταν ότι δεν ήθελε να πάει στον Στρατό και κρυβόταν».

Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ύστερα από σπουδές

στα οικονομικά και στα νομικά, εξάντλησε κάθε δυνατότητα που είχε ως φοιτητής

να πάρει αναβολή. Τότε αποφασίζει να φύγει από το σπίτι του, καθώς πολύ συχνά

τον αναζητούσε η Στρατονομία.

Το ήσυχο παιδί, που «έσκυβε το κεφάλι» κάθε φορά που του μιλούσαν, ακόμη και

συγγενικά του πρόσωπα, στα πανεπιστημιακά του χρόνια δραστηριοποιήθηκε στα

φοιτητικά κινήματα της εποχής.

Ήταν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, λίγα μόλις χρόνια μετά τα γεγονότα

του Πολυτεχνείου, το 1973.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Δημήτρης Κουφοντίνας κρύβεται σε διάφορα

σημεία της χώρας. Η βάση του, ωστόσο, ήταν η Αθήνα, η οποία του προσέφερε την

καλύτερη κάλυψη. Κινείται με διάφορα ονόματα και καταφέρνει να μην αφήσει πίσω

του ίχνη. Ποτέ, τουλάχιστον όπως αναφέρουν οι αστυνομικές αρχές, δεν

εντοπίστηκε.

Αυτή την περίοδο θα γνωρισθεί με τον νεώτερο κατά 4 χρόνια Σάββα Ξηρό και

αργότερα και με την Αγγελική Σωτηροπούλου, με την οποία θα συνδεθεί. Στις

αρχές της δεκαετίας του ’90, μαζί με την Αγγελική Σωτηροπούλου και τον γιο της

Έκτορα θα βρουν καταφύγιο στη Γαύδο.

Εκεί θα αρχίσουν να κτίζουν το εξοχικό τους σπίτι πριν από τρία χρόνια.

Μάστορας στα κουφώματα θα είναι ο φίλος τους Σάββας Ξηρός, ο οποίος μαζί με

την Αλίσια Ρομέρο Κορτές θα βρεθεί πρόσφατα στο νησί, κάνοντας διακοπές στην

απομονωμένη παραλία του Λαβρακά. Οι λιγοστοί κάτοικοι γνώρισαν από κοντά τον

Μήτσο, ο οποίος, όπως λένε, ήταν αγαπητός σε όλους. «Δεν ξέραμε το επώνυμό

του. Μας έλεγε ότι ήταν μαθηματικός. Δεν μιλούσε ποτέ για πολιτικά θέματα».