Ποιος πούστης το σχεδίασε αυτό το πάρκο; Το ερώτημα στριφογυρίζει στο μυαλό

του, αναπάντητο, όπως στριφογυρίζει κι ο ίδιος – ώρες τώρα, πόσες άραγε; –

στις σκοτεινές αλέες του πάρκου, κάνοντας κύκλους – ίσως επειδή προσπαθεί να

απαντήσει σε λάθος ερώτημα…

Η γκόμενα τον περιμένει από ώρα στο Ντεκαντάνς, κι αυτός, αγκιστρωμένος σε

μιαν υπόσχεση που δεν δόθηκε ποτέ, μια υπόσχεση όμως που ξεχείλιζε από κάθε

πόρο του ιδρωμένου της κορμιού, στριφογυρίζει τώρα σαν την άδικη κατάρα στο

θεοσκότεινο πάρκο, αδυνατώντας να θυμηθεί πού άφησε τη μηχανή του… Κοντά

στην εκκλησία, εντάξει, αλλά πού σκατά είναι τώρα η εκκλησία;

Κι είναι κι αυτοί οι αλήτες που παραμονεύουν σε κάθε του βήμα, μισοκρυμμένοι

πίσω από τους θάμνους, και μοιάζουν να το γλεντάνε. Δεν μπορεί και να πει με

σιγουριά· χώρια που είναι πήχτρα σκοτάδι, αποφεύγει να κοιτάξει προς το μέρος

τους για να μη δώσει αφορμή. Κάπου το διάβασε πως τα πράγματα αγριεύουνε στο

πάρκο μόλις πέσει η νύχτα. Έχει γεμίσει ο τόπος από δαύτους. Αν ήταν στο χέρι

του, δεν θα έμενε εκεί πέρα λεπτό παραπάνω, αλλά έλα που τη μηχανή τη χρωστάει

ακόμα… Να δεις που αυτά τα κωλόπαιδα του την έχουν πάρει κιόλας και τώρα

διασκεδάζουν με την απελπισία του· αλλιώς γιατί να τον κοιτάνε και να

χαμογελάνε έτσι; Ή του την έχουν πάρει και το γλεντάνε ή αυτός είναι τόσο

μεθυσμένος που δεν ξέρει τι του γίνεται…

Το ξανασκέφτεται και καταλήγει πως μπορεί κάλλιστα να συμβαίνουν και τα δυο.

Πόσο ήπιε; Γάμα τα! Δωρεάν ποτά και καθαρά – πώς ν’ αντισταθείς; Και τι άλλο

να κάνεις δηλαδή; Περικυκλωμένος από τάγματα αφιονισμένων συγγενών που ψοφάνε

για ενημέρωση (Πώς πάει η δουλειά; Κανένα αίσθημα σοβαρό;), πολιορκημένος από

γενναιόδωρες γριές θείες που έπιασαν το νόημα της ζωής και τώρα θέλουν

οπωσδήποτε να το μοιραστούν μαζί σου (Τι το καθυστερείς; Τον ξάδερφό σου τον

είδες! Βάλε μπροστά…), στριμωγμένος από συνταξιούχους θείους με απωθημένα

Αρχιεπισκόπου που τα δίνουν όλα για λίγη κατήχηση διανθισμένη με σαχλά

ανέκδοτα (Δουλέψτε τώρα που είστε νέοι για να απολαμβάνετε μετά… Δε μου λες,

αυτό με το δημόσιο υπάλληλο που πάει στον Άγιο Πέτρο, σ’ το ‘χω πει;),

βομβαρδισμένος από τις ετερόκλητες επιλογές του ντι-τζέι, που δε θέλει ν’

αφήσει παραπονεμένο ούτε το σόι του γαμπρού ούτε το σόι της νύφης, και με τον

καβάλο του παντελονιού να σε ωθεί σε περίπλοκες σκέψεις για την

υπογεννητικότητα, δε σου μένουν και πολλές λύσεις· ουίσκι με πάγο σε ψηλό

ποτήρι και οι μερίδες πλούσιες, έτσι μπράβο, δε χωράνε τσιγκουνιές εδώ, μια

φορά παντρεύονται τα παιδιά, αν και στις μέρες μας ακόμα κι αυτό – ειδικά αυτό

– χωράει πολλή συζήτηση…

Κι αυτός που σχεδίασε το πάρκο μεθυσμένος πρέπει να ‘τανε! Ή τρελός! Δεν

εξηγείται αλλιώς! Σκέτο λαβύρινθο το ‘χει κάνει! Πόσες φορές έχει περάσει απ’

το ίδιο σημείο; Αυτό το σπασμένο παγκάκι το ‘χει ξαναδεί – ή μήπως δεν είναι

το ίδιο; Αποφασίζει να πάρει το δρομάκι δεξιά· στενό και θεοσκότεινο, αλλά

είναι σίγουρος πως πρόκειται για τη μόνη διαδρομή που δεν έχει δοκιμάσει. Λίγη

ώρα αργότερα βγαίνει και πάλι στη φαρδιά αλέα με τις προτομές των ηρώων…

Όχι, ρε πούστη μου!

Οπ! Κατά φωνή! Για δες πώς κοιτάει! Τζάμπα ο κόπος, μάστορα! Το μόνο που θα

ήθελε να καβαλήσει αυτή τη στιγμή είναι η μηχανή του, κι αυτό αν υποθέσουμε

ότι τη βρίσκει… Προσπερνάει αποφασιστικά για να μην αφήσει περιθώριο για

παρεξηγήσεις, αλλά, λίγο πριν στρίψει, θα γυρίσει και θα ρίξει μια ματιά. Απλή

περιέργεια. Η ίδια που τον σπρώχνει να σερφάρει και στο λαβύρινθο εκατομμυρίων

τσοντο-sites, κάθε πρωί με τον καφέ… Λίγο έλειψε μια δόση να τον κάνει

τσακωτό το αφεντικό! Ανθρώπινη περιέργεια, είπαμε! Αυτή θα τον κάνει να

στραφεί και ίσα που θα προλάβει να δει δυο σκιές να δίνουν το δικό τους αγώνα

για την απελευθέρωση, πίσω απ’ την πλάτη του βλοσυρού Μιαούλη…

Υποχρεώνει τον εαυτό του να θυμηθεί τα βυζάκια της ν’ ανεβοκατεβαίνουν απ’ το

λαχάνιασμα – η ώρα κοντεύει τρεις κι ο ντι-τζέι, που πνίγει με κόπο το

χασμουρητό του, το ‘χει γυρίσει στα απαραίτητα λάτιν -, φέρνει με το ζόρι στο

νου του το κορμί της, κορμί χτισμένο υπομονετικά στο γυμναστήριο – και να που

ήρθε η ώρα ν’ ανταμειφθούν οι κόποι της, αλλιώς γιατί να του ζητήσει να

μαντέψει το όνομά της; Παίζει το παιχνίδι της με χάρη, δεν υπάρχει λόγος να

της δείξει ότι βαριέται τις τσιριμόνιες· τώρα πώς θα μπορούσε να μαντέψει ότι

τη λένε Αριάδνη, ψάξε βρες, οι γονείς στις μέρες μας έχουν τρελαθεί εντελώς,

ευτυχώς οι δικοί του ήταν παλιομοδίτες, τον παππού τον λέγαν Αριστείδη,

δίκαιος δεν ήταν, το κτήμα στην Αυλίδα το άφησε στον θείο Τάκη, αλλά το Άρης,

όπως και να το κάνουμε, είναι ωραίο όνομα: βίαιο, αντρικό, προμηνύει μάχη·

τρελαίνονται με κάτι τέτοια οι γκόμενες… Τρελαίνονται, αλλά προσπαθούν να

μην το δείξουν. Γι’ αυτό δεν του ‘δωσε τηλέφωνο.

«Θα πάω να βρω τα παιδιά στο Ντεκαντάνς», του είπε, αλλά μόλις τον είδε να

στραβώνει έσπευσε να συμπληρώσει: «Γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ;».

Δεν ήθελε πολύ. Αποχαιρέτησε την καινούργια του ξαδέρφη αφήνοντας ασχολίαστη

τη διαχυτικότητά της (τέτοια ώρα τέτοια λόγια), υπέμεινε τις κλασικές βλακείες

που λένε οι παντρεμένοι στους ελεύθερους όταν πήγε να ευχηθεί και στο γαμπρό

(πίτα ήταν ο ξάδερφος), ήπιε και μια τζούρα από το τρίφυλλο – κέρασμα του

κουμπάρου -, και την έκανε…

Ε, εκεί έγινε το λάθος! Αντί να βγει στη Μαυρομματαίων και να κάνει το γύρο,

πήγε να κόψει δρόμο μέσ’ από το πάρκο. Αν δεν είχε δουλειά το πρωί, θα ‘παιρνε

ταξί. Τώρα ξέρει πως αυτό έπρεπε να κάνει εξαρχής. Τώρα επίσης ξέρει πως είναι

πολύ αργά για να κάνει πίσω… Ξέρει ακόμα πως και να τη βρει τη μηχανή (λέμε

τώρα, στην περίπτωση που τον σπλαχνίστηκαν οι Αλβανοί και του την άφησαν – να

κλέβουν και τις Κυριακές άραγε;), ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, λίγες

ελπίδες έχει…

Πρώτον, η γκόμενα δεν είν’ απ’ αυτές που χάνουν το χρόνο τους – αφενός του

ρίχνει κοντά δεκαετία (πρέπει να τα ‘χει πατήσει τα τριάντα, συχνάζει και στο

Ντεκαντάνς), οπότε πού καιρός για χάσιμο, αφετέρου το διαπίστωσε στην πράξη·

ένα του βλέμμα πάνω στο «έσονται οι δύο εις σάρκαν μία» ήταν αρκετό· για όλα

τα υπόλοιπα φρόντισε εκείνη. Οπότε, λυπάμαι, άργησες, αριβεντέρτσι, Άρη μου,

και πάμε γι’ άλλα…

Δεύτερον, ακόμα κι αν ξεκινούσε τώρα, ακόμα κι αν ο Άγιος Φανούριος έκανε το

θαύμα του και στο τέρμα της αλέας με τις μουριές τον περίμενε η μηχανή του,

ακόμα κι ένα τέτοιο σενάριο – επιστημονικής φαντασίας το δίχως άλλο – δε θα

μπορούσε να ‘χει χάπι εντ. Θα ‘ναι περασμένες πέντε το πρωί κι ακόμα και

ξεμέθυστος λίγα θα προλάβαινε να κάνει μέχρι τις εφτάμισι… Χώρια που, έτσι

κι αργήσει πάλι, το αφεντικό θα γίνει Τούρκος! Και με το δίκιο του – το ‘χει

παραξηλώσει τώρα τελευταία… Όχι, το πρακτορείο μπορεί να είναι κωλοδουλειά –

αυτός να τραβάει φωτογραφίες ήθελε, όχι να τις πουλάει -, αλλά δεν

είμαστε για τέτοια!

Να πάει να γαμηθεί η Αριάδνη, σκέφτεται, καθώς περπατάει δίπλα στο φράχτη που

τον χωρίζει από το στίβο. Μαλακία άθλημα διάλεξα, μονολογεί και χασκογελάει·

είναι ακόμα μεθυσμένος. Καλύτερα που δεν τη βρήκε τη μηχανή, ξεσκίζονται στα

αλκοτέστ τα Σαββατοκύριακα.

Στρίβει πάλι δεξιά. Ακόμα ένα ξέφωτο χάσκει μπροστά του. Για μια στιγμή

σκέφτεται να γυρίσει πίσω. Την ίδια στιγμή που στα ρουθούνια του μπερδεύονται

οσμές από κάτουρο και σπέρμα, αλλά το μυαλό του δεν πάει στο πονηρό, ξέρει πως

κάποιος θάμνος είναι που μυρίζει έτσι. Για μια στιγμή σκέφτεται να πάρει το

100 ή το 166, ή και τα δυο κι όποιος έρθει πρώτος, αλλά πού θα τους πει ότι

βρίσκεται… Βγάζει το κινητό κι αναρωτιέται αν είναι μεγάλη χοντράδα να πάρει

τον ξάδερφο να στείλει κάποιον να τον σώσει, γρήγορα όμως βγαίνει από το

δίλημμα καθώς έχει ξεμείνει από μπαταρία…

Πίσω του, δίπλα, γύρω του, παντού ακούγονται τριξίματα, σπασίματα, σουρσίματα.

Αναρωτιέται αν είναι η ιδέα του που φουντώνει ή το μεθύσι του που ξεθυμαίνει.

Επιταχύνει για καλό και για κακό το βήμα του. Δεν έχει ξαναπεράσει από δω. Ας

βγει στο ξέφωτο, κι ό,τι γίνει… Στην τελική το βάζει στα πόδια, ή βάζει τις

φωνές, βλέποντας και κάνοντας…

Βγαίνει στο ξέφωτο κοιτάζοντας έντρομος πίσω. Αφουγκράζεται – ησυχία.

Αισθάνεται κουρασμένος ξαφνικά. Τα πόδια του πονάνε – τα καινούργια παπούτσια.

Αν δεν τον στένευε και το παντελόνι… Κοιτάζει ψηλά και του φαίνεται πως ο

ουρανός έχει ξανοίξει – διόλου απίθανο να ξημερώνει σε λίγο.

Είναι έτοιμος να εγκαταλείψει. Κοιτάζει γύρω του τους φοίνικες. Παραξενεύεται.

Στη μέση ξασπρίζει ένα ψηλό μαρμάρινο μνημείο. Κι άλλος ήρωας! Τι δουλειά έχει

εδώ; Θα χάθηκε κι αυτός…

Πλησιάζει. Ήρωες από άλλον πόλεμο ετούτοι… Ιερός Λόχος γράφει πάνω πάνω,

ακολουθούν ημερομηνίες και ονόματα. Βαριέται. Δεν τον κρατάνε και τα πόδια

του. Γυρνάει την πλάτη στη μαρμάρινη στήλη και τα κυπαρίσσια που στέκουν δίπλα

της φρουροί. Αφήνει το σώμα του να πέσει, παρά κάθεται…

Σχεδόν αμέσως όμως τινάζεται και πάλι όρθιος, ένα ανεπαίσθητο θρόισμα, ούτε

καν, στρέφεται ενστικτωδώς, το πόδι του σημαδεύει τον Μινώταυρο κατευθείαν στ’

αχαμνά!

Ένα κοφτό βογκητό ακούγεται ταυτόχρονα με το σκίσιμο της ραφής – αυτό ήταν, το

παντελόνι του δεν τον στενεύει πια. Κοιτάζει τον κατάμαυρο όγκο που κυλιέται

διπλωμένος στα δυο στη βάση του μνημείου. Είναι έτοιμος να τον αποτελειώσει –

στην τρίτη γυμνασίου είχε ασχοληθεί ένα φεγγάρι με καράτε – αλλά βλέπει το

σλίπιν-μπαγκ πιο πίσω και το μυστήριο λύνεται… Ο αχαμνός μαύρος λουφάζει

κρατώντας τ’ αρχίδια του, η έκφραση στο μούτρο του είναι για γέλια – αλλά

αυτός, αντί να γελάσει, του βάζει τις φωνές…

«Πάνω στον τάφο βρήκες να κοιμηθείς, ρε μαλάκα; Εδώ βρήκες να μαγαρίσεις;».

Το βουλώνει αμέσως και κοιτάζει μετανιωμένος γύρω του. Ώρα είναι να μαζευτούν

όλοι οι μυστήριοι που κρύβονται στις φυλλωσιές!

Ψυχή! Γυρίζει και κοιτάζει τον εχθρό που υποχωρεί κακήν κακώς απ’ το πεδίο της

σύντομης μάχης – το Πεδίον του Άρεως!, σκέφτεται και χασκογελάει – κι ένας

μικρός κόμπος δικαίωσης ανηφορίζει ανεξήγητα στο στήθος του πολεμιστή. Παίρνει

βαθιά ανάσα.

Δίπλα στη βάση του μνημείου θα ανακαλύψει λίγο αργότερα μια σακούλα

σούπερ-μάρκετ μ’ ένα πλαστικό μπουκάλι νερό, ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς, ένα

ζουληγμένο ροδάκινο κι ένα πακέτο Μάρλμπορο.

Το ξημέρωμα θα τον βρει να καπνίζει το δεύτερο απ’ τα τρία τσιγάρα που είχε

μέσα και να σκέφτεται πως, παρά το όνομά του, κατά βάθος καθόλου πολεμοχαρής

δεν είναι. Κι αυτόν το φουκαρά δεν ήθελε να τον χτυπήσει ούτε και να του βάλει

τις φωνές· αν θέλει να είναι τίμιος οφείλει να παραδεχτεί ότι χέστηκε απ’ το

φόβο του… Κι έσκισε και το καινούργιο παντελόνι!

Λίγο πριν πατήσει τη γόπα του στο μάρμαρο θα σκεφτεί πως για όλα φταίει η

καργιόλα η Αριάδνη που ξέχασε να του δώσει το μίτο για να βγει απ’ το

λαβύρινθο, και θα χαμογελάσει ανόρεχτα…