Η πρώτη ένδειξη ότι η Αμαλία Φλέμιγκ είχε εξαφανιστεί, εντοπίζεται σε

κατεπείγον σήμα της βρετανικής πρεσβείας προς το Φόρεϊν Όφις το βράδυ της 1ης

Σεπτεμβρίου 1971.

Ο πρόξενος δίνει εντολή στο προσωπικό του να ερευνήσει το θέμα. Σε λίγο

πληροφορείται ότι έχει συλληφθεί μαζί με τρία άλλα άτομα και πως και οι

τέσσερις ανακρίνονται για συμμετοχή σε απόπειρα απόδρασης του Παναγούλη από

τις φυλακές. Οι συλληφθέντες, πλην της χήρας του εφευρέτη της πενικιλίνης,

ήσαν η Ελληνοαμερικανίδα Αθηνά Ψυχογυιού, ο επίσης Ελληνοαμερικανός Τζον

Σκέλτον και ο 28ετής Έλληνας φοιτητής Κ. Ανδρουτσόπουλος.

Αμέσως ο πρέσβης σερ Ρόμπιν Χούπερ στέλνει επείγον σήμα προς το Φόρεϊν Όφις:

«Από τις πληροφορίες που συγκεντρώσαμε είναι πολύ πιθανό η λαίδη Φλέμιγκ να

έχει εμπλακεί σοβαρά σε παράνομες δραστηριότητες εις βάρος του ελληνικού

καθεστώτος. Από τη γέννησή της είναι Ελληνίδα υπήκοος, αλλά έχει πάρει και

βρετανική ιθαγένεια από τον γάμο της με τον σερ Αλεξάντερ Φλέμιγκ.

Όταν η είδηση κυκλοφορήσει, φοβούμαι ότι θα βρεθούμε αντιμέτωποι σε μία πρώτου

μεγέθους κρίση, η οποία θα μπορούσε να έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στην

επικείμενη επίσκεψη του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας στρατηγού

Αγγελή και, γενικότερα, στις ελληνοβρετανικές σχέσεις.

Αμαλία Φλέμιγκ. Συμμετείχε σε σχέδιο απόδρασης του Αλέξανδρου Παναγούλη

Για τον λόγο αυτόν προτείνω να μου δώσετε εντολή να μιλήσω στον πρωθυπουργό

της Ελλάδας, με τον οποίο έχω κανονίσει μια διακριτική συνάντηση απόψε. Είναι

αναγκαίο να κινηθούμε με μεγάλη ταχύτητα ώστε να προλάβουμε τη δημοσιότητα και

τις επιπλοκές που θα ήταν δυνατό ν’ ακολουθήσουν».

Την επομένη η «Τέλεγκραφ» σε ανταπόκριση του Σαμ Μοντιάνο από την Αθήνα

περιγράφει την «απόπειρα» του Παναγούλη με τη συμμετοχή των τεσσάρων

συνωμοτών.

Η διαφορά ήταν ότι ο Αλέξανδρος Παναγούλης, που εκρατείτο στο στρατόπεδο στο

Γουδί, είχε πρόθεση να αποδράσει, ρίχνοντας υπνωτικό στην πορτοκαλάδα του

φύλακα, ώστε να ανοίξει την πόρτα, να φθάσει στην περίμετρο του στρατοπέδου

και να σκαρφαλώσει στον τοίχο, να σαλτάρει, οπότε οι τρεις που τον περίμεναν

μ’ αυτοκίνητα θα τον φυγάδευαν. Η Φλέμιγκ θα τον συναντούσε στη β’ φάση. Αλλά

το πλάνο ήταν ήδη γνωστό στην Ασφάλεια από αλληλογραφία μεταξύ του αδελφού του

Στάθη και του Κ. Ανδρουτσόπουλου, την οποία, φυσικά, οι αρχές παρακολουθούσαν.

Όταν έφθασε η ώρα, αντί να περιμένουν τον Παναγούλη να αποδράσει,

χρησιμοποίησαν έναν αστυνομικό που από μακριά έμοιαζε με τον κρατούμενο κι

άλλον έναν που έμοιαζε με τον φρουρό. Και οι δυο πήδησαν από τον τοίχο, οπότε

οι αναμένοντες χτύπησαν συνθηματικά το κλάξον του αυτοκινήτου και συνελήφθησαν

από τον «Παναγούλη» τον «φύλακα» κι άλλους.

Η Αμαλία Φλέμιγκ, αφού περίμενε στο αυτοκίνητό της σ’ άλλο σημείο για κάμποση

ώρα, έχασε την υπομονή της και προχώρησε στο συμφωνημένο σημείο της

δραπέτευσης κι έτσι βρέθηκε κι αυτή όπως και οι άλλοι τρεις στην κλούβα.

Η απόπειρα απόδρασης του Παναγούλη, όπως και η προηγούμενη απόπειρά του να

δολοφονήσει τον Παπαδόπουλο, ήταν ερασιτεχνική, ενώ η παγίδα που τους είχε

στήσει η Ασφάλεια ήταν απλή στη σύλληψή της και αποτελεσματική στην εφαρμογή

της. Όμως με τη Φλέμιγκ στα χέρια του ανακριτή, άρχισαν οι «επιπλοκές» που

είχε προβλέψει ο Βρετανός πρέσβης, ο οποίος την επομένη το πρωί συναντήθηκε με

τον Παπαδόπουλο.

Στη συνάντηση αυτή ανέφερε τις προτάσεις του, αλλά μάταια. Ο Παπαδόπουλος του

εξήγησε ότι οι τέσσερις είχαν διαπράξει ένα ποινικό αδίκημα και, σύμφωνα με

τον νόμο, έπρεπε να προσαχθούν στο δικαστήριο. Η ανάκριση ήδη βρισκόταν σε

εξέλιξη. Υπαινίχθηκε ότι οι ποινές θα ήταν επιεικείς και ότι αργότερα θα ήταν

δυνατόν να γίνουν ρυθμίσεις για την αναχώρηση της Φλέμιγκ στο εξωτερικό.

Ο πρέσβης τού επισήμανε ότι η Φλέμιγκ δεν είχε καμία διάθεση να εγκαταλείψει

την Ελλάδα, για λόγους δημοσιότητας. Ο Παπαδόπουλος υπαινίχθηκε ότι αν το

δικαστήριο της αφαιρούσε την ιθαγένεια, τότε ήθελε – δεν ήθελε η λαίδη, το

ταξίδι προς τη Βρετανία θα ήταν αναπόφευκτο. Στο μεταξύ, οι ανακρίσεις

προχωρούσαν, η Φλέμιγκ πέρασε διάφορες ταλαιπωρίες με την υγεία της (ήταν

διαβητική, αλλά δεν μπορούσε να καταπιεί τίποτε πέρα από νερό, λόγω

νευρικότητας και του σοκ των φυλακών).

Όμως, το καθεστώς της έστειλε γιατρό να την παρακολουθεί τον οποίο η Αμαλία

πολύ συμπάθησε. «Είναι νέος και πολύ συμπαθής» είπε αργότερα στον πρόξενο. Και

το παράδοξο ήταν ότι τελικά η υγεία της όχι μόνο δεν επιδεινώθηκε, αλλά

βελτιώθηκε μέσα στη φυλακή.

Αλλά οι Βρετανοί δεν την ήθελαν στην Ελλάδα, γιατί γνώριζαν ότι αποτελούσε

κίνδυνο στις σχέσεις τους με το καθεστώς.