Η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος της δραχμής αλλά και των νομισμάτων των

άλλων 11 χωρών-μελών τής ευρωζώνης έχει ήδη ξεκινήσει. Περίπου σε δύο μήνες

από σήμερα, την 1η Μαρτίου 2002, η δραχμή θα έχει τεθεί εκτός κυκλοφορίας και

θα έχει κλείσει οριστικά ένα μεγάλο κεφάλαιο στην νεώτερη Ιστορία της χώρας.

Πρόκειται για το κεφάλαιο των τελευταίων 169 ετών, όπου η δραχμή ως νόμισμα

της χώρας αντικατόπτριζε την ίδια την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

«ΤΑ ΝΕΑ» παρουσιάζουν σήμερα βασικούς σταθμούς της ιστορίας της δραχμής, που

είναι και βασικοί σταθμοί στη νεώτερη ιστορία της ελληνικής οικονομίας.

Η γέννηση της δραχμής

Η δραχμή γεννιέται το 1833. Πρόκειται για το νόμισμα που θα σημαδέψει τη

νεώτερη ιστορία της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα 169 χρόνια. Η δολοφονία

του Καποδίστρια, το 1831, η αλλαγή του πολιτικού συστήματος και η ανάγκη

αντικατάστασης του λιποβαρούς σε άργυρο φοίνικα με ένα πιο αξιόπιστο νόμισμα,

οδηγούν στη γέννηση της ασημένιας δραχμής του Όθωνα, που καθιερώθηκε ως εθνικό

νόμισμα με διάταγμα, στις 8 Φεβρουαρίου 1833. Η δραχμή θα πάρει τη θέση του

φοίνικα που είχε θεσπισθεί από τον Καποδίστρια, τον Οκτώβριο του 1829, και

ήταν η πρώτη νομισματική μονάδα του ελληνικού κράτους.

Η δραχμή κυκλοφόρησε σε νομίσματα των 0,50 λεπτών, 1 δραχμής, 5 δραχμών και σε

χάλκινα κέρματα των 1, 2, 5 και 10 λεπτών. Η ισοτιμία του νέου νομίσματος

ορίσθηκε σε 1 προς 0,895 σε σχέση με το γαλλικό φράγκο.

Η ένταξη στη ζώνη του φράγκου

Τον Απρίλιο του 1867 η Ελλάδα υπογράφει τη συμφωνία ένταξής της στη Λατινική

Νομισματική Ένωση, που είναι ζώνη του γαλλικού φράγκου. Νωρίτερα, το 1831,

είχε ιδρυθεί η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος σε μία προσπάθεια να χρηματοδοτηθεί

το δημοσιονομικό σύστημα της χώρας. Στην τράπεζα δόθηκε το αποκλειστικό

προνόμιο της έκδοσης τραπεζογραμματίων. Όμως, η υπογραφή της συμφωνίας ένταξης

της Ελλάδας στη Λατινική Νομισματική Ένωση δεν θα οδηγήσει στην ταύτιση της

δραχμής με το χρυσό γαλλικό φράγκο, όπως προβλεπόταν σ’ αυτήν. Αυτό θα γίνει

πολύ αργότερα, το 1882, λόγω των έντονων δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας.

Με τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1882 θεσπίζεται η νέα δραχμή. Η κυβέρνηση

επιδιώκει να εφαρμόσει τους όρους και τους κανόνες της Λατινικής Νομισματικής

Ένωσης και να προσδέσει τη δραχμή στο χρυσό γαλλικό φράγκο με ισοτιμία 1 προς

1. Για τον σκοπό αυτό, η νέα δραχμή περιείχε 0,29 γραμμάρια χρυσού, όσο και το

γαλλικό φράγκο, ενώ η ισοτιμία της νέας προς την παλαιά δραχμή ήταν 1 προς

0,8954185. Είναι η εποχή που οι μεγάλες χώρες παγκοσμίως στρέφονται προς τον

κανόνα του χρυσού, στον οποίο θα μετεξελιχθεί σταδιακά και η Λατινική

Νομισματική Ένωση. Από την πλευρά της, η Ελλάδα υιοθέτησε τον κανόνα του

χρυσού στο τέλος του 1884. Όμως, αυτό δεν κράτησε για πολύ. Ύστερα από

διάστημα περίπου ενός μήνα και υπό το βάρος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και

της καταβολής υψηλών δαπανών για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, άρχισε η

συνεχής διολίσθηση του εθνικού νομίσματος έναντι του γαλλικού φράγκου.

Η Ελλάδα και η δραχμή μπαίνουν σε μεγάλες περιπέτειες. Το 1893, η χώρα

προσπαθεί να συνάψει δάνεια από το εξωτερικό, για να χρηματοδοτήσει τα

ελλείμματά της, να αποπληρώσει το χρέος της και να αποκαταστήσει τη

νομισματική κυκλοφορία, χωρίς όμως να υπάρξει αίσιο αποτέλεσμα. Οι ξένοι

πιστωτές αρνούνται να χορηγήσουν δάνεια και ο πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης

αναγγέλλει στη Βουλή: «Δυστυχώς, επτωχεύσαμεν». Παράλληλα, η Ελλάδα προχωρεί

στη μείωση κατά 30% των δαπανών πληρωμής τόκων του εξωτερικού χρέους και

σταματά η καταβολή χρεολυσίων. Οι αντιδράσεις είναι έντονες από τους ξένους

πιστωτές, ενώ ξεκινούν διαπραγματεύσεις που θα οδηγήσουν μετά το τέλος του

Ελληνοτουρκικού Πολέμου, το 1897, στην εγκαθίδρυση Διεθνούς Επιτροπής

Οικονομικού Ελέγχου.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, μαζί με τα τόσα δεινά που προκάλεσε, επιδείνωσε και

την οικονομική θέση της χώρας και είχε σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις.

Μεταξύ αυτών και συναλλαγματική αστάθεια. Το καλοκαίρι τού 1919 η Ελλάδα

αντιμετωπίζει συναλλαγματική κρίση. Οι αρχές, υπό την ασφυκτική πίεση που

ασκούσε η ανάγκη εξεύρεσης συναλλάγματος για την κάλυψη κυρίως των πολεμικών

δαπανών και των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, άφησαν τη

δραχμή να κυμαίνεται ελεύθερα, με αποτέλεσμα να υποτιμηθεί μέσα σε λίγους

μήνες κατά 24%. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, το σύστημα του διεθνούς

κανόνα του χρυσού κατέρρευσε λόγω των υψηλών δαπανών που απαιτούσε η

χρηματοδότηση του πολέμου.

Το κόστος από τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο αλλά και από την πολιτική

μαζικής έκδοσης χαρτονομίσματος είναι δυσβάστακτο για την Ελλάδα.

Οι νομισματικές αρχές προσπάθησαν, μέσω της έκδοσης δύο αναγκαστικών δανείων

και της λήψης άλλων έκτακτων μέτρων, να καλύψουν μέρος των αναγκών και να

αντιμετωπίσουν τη νομισματική αστάθεια που εκφραζόταν με τη συνεχή κατρακύλα

της ισοτιμίας της δραχμής. Το πρώτο αναγκαστικό δάνειο εκδόθηκε τον Αύγουστο

του 1922. Το κοινό υποχρεώθηκε να κόψει τα χαρτονομίσματα στα δύο. Το ένα από

τα δύο τμήματα αντηλλάγη με νέα χαρτονομίσματα, που είχαν τη μισή ονομαστική

αξία των παλαιών. Το άλλο μισό διατέθηκε σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου,

εικοσαετούς διάρκειας.

Το δεύτερο αναγκαστικό δάνειο εκδόθηκε το 1926. Στην περίπτωση αυτή τα

χαρτονομίσματα κόπηκαν σε δύο άνισα κομμάτια. Η αξία του ενός ισοδυναμούσε με

το 75% της αξίας του παλαιού νομίσματος. Το άλλο κομμάτι διατέθηκε σε έντοκα

γραμμάτια του Δημοσίου, εικοσαετούς διάρκειας.

Τον Απρίλιο του 1932 η δραχμή εγκαταλείπει πάλι τον κανόνα του χρυσού. Οι

αρχές αναστέλλουν τη μετατρεψιμότητα της δραχμής με το χρυσό και ξεκινούν νέες

διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της χώρας, αφού η Ελλάδα δεν μπορεί να

εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Από τον Ιανουάριο του 1932, η Ελλάδα εκδήλωσε

για άλλη μια φορά την αδυναμία της να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της στο

εξωτερικό και στο εσωτερικό. Η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε αίτηση στην Κοινωνία

των Εθνών και στην Επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, προκειμένου να της

δοθεί άδεια πενταετούς αναστολής στην εξυπηρέτηση τόσο του εξωτερικού όσο και

του εσωτερικού δημόσιου χρέους.

Οι εξελίξεις οδηγούν σε υποτίμηση της δραχμής, η οποία μετά την αποσύνδεσή της

από το χρυσό κατρακυλά, τον Δεκέμβριο του 1932, στις 609 δρχ. σε σχέση με τη

στερλίνα από 293 δρχ. τον Μάρτιο του ίδιου έτους.

Η απαξίωση στην Κατοχή

Η καταστροφική πολιτική της οικονομικής απομύζησης της χώρας που εφαρμόσθηκε

από τις δυνάμεις της κατοχής σε μια περίοδο που η Ελλάδα άρχιζε να ανακτά τη

δημοσιονομική και και νομισματική της σταθερότητα, προκάλεσε ανεπανόρθωτες

οικονομικές επιπτώσεις. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε αύξηση του πληθωρισμού με

ιλιγγιώδεις ρυθμούς (το 1943 ο πληθωρισμός έτρεχε με ρυθμό 234%) και σε

κατακόρυφη πτώση της ισοτιμίας της δραχμής.

Εξαιτίας του υπερπληθωρισμού η ισοτιμία της δραχμής, τον Νοέμβριο του 1943,

έχει χάσει ολοκληρωτικά την αγοραστική της αξία. Το μεγαλύτερο μέρος των

συναλλαγών γίνεται πλέον με αντιπραγματισμό και στην αγορά κυριαρχούν οι

χρυσές λίρες.

Προσπάθειες αποκατάστασης

Από συνεχείς προσπάθειες αποκατάστασης της δημοσιονομικής και νομισματικής

σταθερότητας σημαδεύτηκε η περίοδος αμέσως μετά την απελευθέρωση της χώρας,

τον Οκτώβριο του 1944.

Με τη βοήθεια Βρετανών απεσταλμένων καταρτίζεται στην Αθήνα το πρώτο πρόγραμμα

οικονομικής μεταρρύθμισης, που προβλέπει την εισαγωγή της νέας δραχμής. Αυτή

κυκλοφόρησε στις 11 Νοεμβρίου 1944, ενώ η συναλλαγματική της αξία καθορίσθηκε

στις 600 δρχ. προς μία αγγλική λίρα.

Η δεύτερη προσπάθεια νομισματικής μεταρρύθμισης ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1945

από την Τράπεζα της Ελλάδος και την κυβέρνηση. Υιοθετείται νέο σταθεροποιητικό

πρόγραμμα, ενώ απαγορεύεται η χρήση χρυσού και ξένων νομισμάτων στις ιδιωτικές συναλλαγές.

Η τρίτη προσπάθεια σταθεροποίησης ξεκινά τον Ιανουάριο του 1946. Η κυβέρνηση

προσέφυγε στην Αγγλία για παροχή οικονομικής και τεχνικής βοήθειας και

συμφωνείται η καταβολή άτοκου δανείου 10 εκατ. στερλινών, καθώς και η διαγραφή

των πολεμικών χρεών προς την Αγγλία τής περιόδου 1940-41.

Η ίδρυση της Τραπέζης της Ελλάδος

Το 1927 η κυβέρνηση, προκειμένου να αντιμετωπίσει την αρνητική οικονομική

κατάσταση που χαρακτηρίζεται από νομισματική και συναλλαγματική αστάθεια και

έντονα δημοσιονομικά προβλήματα, στρέφεται για άλλη μια φορά στο εξωτερικό για

παροχή δανείου. Προηγουμένως, όμως, θέτει σε εφαρμογή διετές σταθεροποιητικό

πρόγραμμα, που προβλέπει τη σταθεροποίηση της ισοτιμίας της δραχμής και

αυστηρή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Οι διαπραγματεύσεις για το

δάνειο γίνονται με την επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία θέτει ως

προϋπόθεση για τη χορήγησή του την ίδρυση ανεξάρτητης τραπεζικής αρχής, που θα

έχει το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης τραπεζογραμματίων. Έτσι, η ιδρύθηκε

η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία ξεκίνησε τη λειτουργία της στις 14 Μαΐου 1928.

Το δάνειο προς την Ελλάδα εκδόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1928. Η νομισματική

μεταρρύθμιση προέβλεπε νέα περιεκτικότητα της δραχμής σε χρυσό. Αυτή ήταν

0,01952634 γραμμάρια έναντι 0,290322 που είχε καθορισθεί στο πλαίσιο της

Λατινικής Νομισματικής Ένωσης.

Η «χρυσή» εποχή της σταθερότητας

Η υποτίμηση της δραχμής, τον Απρίλιο του 1953, κατά 50% σε σχέση με το δολάριο

και τα άλλα νομίσματα που ήταν συνδεδεμένα με αυτό, η νομισματική μεταρρύθμιση

του Μαΐου του 1954, στην οποία η νέα δραχμή ορίσθηκε στις 1.000 παλαιές και η

ταυτόχρονη σύνδεση της δραχμής με το δολάριο, στο πλαίσιο του συστήματος

σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods, αποτελούν την απαρχή

μιας εικοσαετίας σταθερότητας του ελληνικού νομίσματος και ανόρθωσης της

οικονομίας.

Η υποτίμηση του 1953 πραγματοποιήθηκε ύστερα από εισήγηση του υπουργού

Συντονισμού τής τότε κυβέρνησης Σπύρου Μαρκεζίνη και με τη σύμφωνη γνώμη της

Νομισματικής Επιτροπής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των ΗΠΑ. Με

αυτήν, το ένα δολάριο καθορίσθηκε στις 30.000 δρχ. από 15.000 δρχ., ενώ

ανάλογες προσαρμογές έγιναν και με τα ξένα νομίσματα. Η ισοτιμία αυτή

θεωρήθηκε, τότε, αξιόπιστη. Η νέα ισοτιμία αλλά και η συμμετοχή τής δραχμής

στο Bretton Woods ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη προς τη δραχμή, ενώ συνέβαλαν και

στην αύξηση των εξαγωγών και στη διατήρηση ισχυρών ρυθμών ανάπυξης.

Η δραχμή, από το 1972, υποτιμάται όπως και το δολάριο σε σχέση με τα κυριότερα

άλλα νομίσματα. Η πτώση της δικτατορίας σηματοδοτεί την αποσύνδεση της δραχμής

από το δολάριο. Έκτοτε, υιοθετείται πολιτική καθημερινού προσδιορισμού τής

συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία από το 1978 και μετά θα μετεξελιχθεί σε

πολιτική ταχείας διολίσθησης. Η διολίσθηση της δραχμής επιταχύνθηκε στις αρχές

της δεκαετίας του ’80. Τον Ιανουάριο του 1983 η δραχμή θα υποτιμηθεί κατά 16%

σε σχέση με το δολάριο και κατά 15% σε σχέση με το ECU. Το 1985, η κρίση

απειλεί πάλι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Μετά τις εκλογές του 1985

ανακοινώνεται σταθεροποιητικό πρόγραμμα, που προέβλεπε και την υποτίμηση της

δραχμής κατά 15%.

Η πορεία προς την ΟΝΕ

Η υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ από τους υπουργούς Εξωτερικών και

Οικονομικών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 7 Φεβρουαρίου 1992, και η

επικύρωσή της από την ελληνική Βουλή τον Ιούλιο του ίδιου έτους, θα

σηματοδοτήσουν την απαρχή μιας νέας εποχής για τη δραχμή.

Στις 15 Μαρτίου 1998 γίνεται η πρώτη ευρω-υποτίμηση της δραχμής. Η δραχμή

υποτιμάται κατά 14%, σε μια προσπάθεια να καθορισθεί η ισοτιμία με την οποία

θα ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ από το 2001. Η ισοτιμία καθορίζεται στις 353,109

δρχ. Στις 15.1.2000 σε έκτακτη συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής της

Ευρωπαϊκής Ένωσης αναπροσαρμόζεται η κεντρική ισοτιμία τής δραχμής. Η νέα

κεντρική ισοτιμία καθορίζεται στις 340,75 δρχ. σε σχέση με το ευρώ. Η ισοτιμία

αυτή θα επικυρωθεί στις 19-20 Ιουνίου 2000 στο Συμβούλιο Κορυφής της Ε.Ε. στη

Σάντα Μαρία Ντα Φέιρα της Πορτογαλίας, όπου θα ληφθεί η απόφαση για την ένταξη

της Ελλάδος στην ευρωζώνη. Η ισοτιμία αυτή κλείδωσε οριστικά και αμετάκλητα

στις 31.12.2000.