Ο Γιώργος αυτοκτόνησε. Πριν από τέσσερα χρόνια. Με τον πιο τρομακτικό

τρόπο. Εξαφανίστηκε. Έγινε τόσο μικρός ­ σαν σκόνη ­ για να μπορέσει να

χωρέσει κάπου…

Δεν τον γνώρισα ποτέ. Δεν είδα άλλο από τις φωτογραφίες του. Δεν έζησα άλλο

από τις λέξεις του. Τόσο δυνατές λέξεις, τόσο γνώριμες… Ο Γιώργος δεν

πρόλαβε να βρει έναν καλό φίλο. Δεν πρόλαβε να μάθει να χειρίζεται τη δύναμή

του, να ισορροπεί πάνω στην αυτοκαταστροφή, να δει και να γνωρίσει τα

συναισθήματά του. Δεν πρόλαβε να δει την ομορφιά στον αγώνα να φέρει τον κόσμο

στα μέτρα του. Αφέθηκε στο να σμικραίνει. Τόλμησε να μικρύνει τόσο, αλλά

φοβήθηκε να σταθεί όρθιος.

Οργίστηκα πολύ, διαβάζοντας τα ποιήματά του. Θύμωσα πολύ μαζί του σ’ εκείνο

το ταξίδι με τη «Γαλάζια Μηχανή». Μαζί του και με όλους. Μαζί του, που δεν

μπόρεσε να περιμένει μερικές ηλιαχτίδες. Και μ’ όλους όσους είναι πάντα

απασχολημένοι και διστάζουν να στρέψουν το βλέμμα μέσα τους, να κοιτάξουν

βαθιά στα μάτια τον διπλανό τους, να αναγνωρίσουν τον πόνο, τη μοναξιά, την

κατάθλιψη, τη συντριβή…

Γνώρισα τη μητέρα του. Τη συνάντησα, μιλήσαμε ακόμη και για τις πιο

δύσκολες στιγμές. Θαύμασα τη δύναμη και το υγρό βλέμμα αυτής της γυναίκας που

έμαθε να γράφει για να μπορέσει να κρατήσει την επαφή μαζί του. Οικείο

πρόσωπο. Φιλικό. Σαν να την ήξερα από χρόνια. Μου είπε για το γράμμα μιας

κοπέλας, μαθήτριας Γυμνασίου: «Ο Γιώργος είμαστε όλοι εμείς»…

Μετά τη σύνθλιψη, οι δυο τους (μάνα και γιός) επικοινωνούν. Με ποιήματα. «Εν

Λευκώ» ονομάζεται το βιβλίο της Λίζας Διονυσιάδου. Είναι η δική της απάντηση,

η δική της φωνή, πλάι στη δική του.

Ο Γιώργος αυτοκτόνησε. Με τον πιο απόλυτο, με τον πιο τρομακτικό, με τον πιο

απρόσμενο τρόπο. Πυρπολήθηκε και απαγχονίστηκε μέσα στο φοιτητικό του σπίτι,

στο κέντρο της Αθήνας. Οργάνωσε την «έξοδο» με το δυνατό μυαλό του. Έκανε

σύμμαχο τον αέρα, τα βιβλία του… Και χάθηκε.

Στα 20 του χρόνια επέλεξε την απόλυτη συντριβή. Την ολοκληρωτική σύνθλιψη.

Ήθελε να γίνει στάχτη. Βαθιά μέσα του ήξερε το «γιατί». Μόνον έτσι θα χωρούσε

σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ αυτή τη ζωή. Αλλιώς, δεν χωρούσε πουθενά. Αλλιώς, ήταν

πολύ μεγάλος, πολύ δυνατός για να γίνει αποδεκτός, για να αντέξει τον εαυτό

του. Πολύ έξυπνος, πολύ δημιουργικός, πολύ διαφορετικός για να τον χωρέσει η

πόλη, οι παρέες, το σπίτι του…

Έπρεπε να γίνει στάχτη για να μπορέσει να επικοινωνήσει. Για να βρει σημεία

επαφής. Αυτό προσπάθησε. Αφήνοντας πίσω του λέξεις: «Ανία, ατονία, κατάθλιψη,

σύνθλιψη». Αφήνοντας πίσω του φράσεις: «Καιρός τσιτωμένος, επικοινωνιακή

αγκύλωση». Αφήνοντας γράμματα: «Το απόλυτο πάλλεται μες στο κεφάλι μου και με

εξουθενώνει τόσο, που καμια φορά νομίζω πως όλα τα μελίσσια του κόσμου θέλουν

να φτιάξουν τις κυψέλες τους μες στο μυαλό μου». Αφήνοντας ποιήματα:

«Γράφοντας στίχους, παραμυθιάζομαι αναιμικά, φτερουγίζω πλατιές φτερούγες για

οικείο χωρόχρονο με νόστο στο πουθενά».

Άφησε πίσω του το «Γκρίζο» ­ ένα κείμενο κρυμμένο, γραμμένο με γράμματα

απειροελάχιστα μικρά, πάνω σε μια σελίδα. Γράμματα της σύνθλιψης, που με

δύναμη ισοπεδωτική εξηγούν την αποχώρηση και περιγράφουν μια ιστορία – τη δική

του: «Πρώτος πήρε το λόγο ένας που ήταν στην εμφάνιση ίδιος παιδαρέλι. Μονάχα

τα μπράτσα του ήταν αντρίκεια, καθώς και αυτά που έλεγε και έτσι κανείς δεν

βρέθηκε να του πει να σταματήσει. Είπε λοιπόν: «Σε μια θεώρηση αντιθέτων

προσωπική, το κόκκινο δεν είναι παρά λανθάνον γκρίζο και απαιτητικό. Μας ζητά

άθλους μύριους κι ούτε άνθη προσφέρει, ούτε αλήθειες. Κι όλοι ξέρουμε τη θλίψη

από την απόρριψη προερχόμενη πως είναι απέραντη και λεία σαν ευθεία γραμμή».

Ύστερα, πέταξε το καπέλο του στον αέρα και εξαφανίστηκε ή μάλλον χύθηκε κάτω

σαν χρυσόσκονη, σαν στάχτη το σώμα του…

Ένα παιδαρέλι με μπράτσα αντρίκεια και φωνή δυνατή, θέλησε να γίνει στάχτη κι

έγινε χρυσόσκονη. Ο Γιώργος Φιλιππίδης έφυγε πριν από τέσσερα χρόνια,

φωνάζοντας μέσα από τις λέξεις. Και η φωνή του είχε τη δύναμη τη δική του ­

εκείνη τη δύναμη ψυχής που δεν πρόλαβε να μάθει να σηκώνει…

17 Ιουλίου του 1997. Έφυγε. «Ο Γιώργος, ο γιός μου, μας πλάνεψε όλους. Με το

χαμόγελο, με την κοινωνικότητά του»… Μιλάει η μητέρα του. Η Λίζα

Διονυσιάδου. Η γυναίκα που προσπαθεί ακόμη ν’ αφουγκραστεί τους ψιθύρους της

ψυχής του, που έψαξε να βρει τις λέξεις του και βρέθηκε μπροστά σ’ ένα έργο

ζωής. Ήρθε αντιμέτωπη με μια φωνή, τόσο δυνατή που δεν μπορούσε παρά να

βοηθήσει για ν’ ακουστεί παντού. Αυτό θέλησε: Να την κηρύξει στους ανθρώπους.

«Γαλάζια Μηχανή» είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του Γιώργου Φιλιππίδη

που κυκλοφόρησε το 1999 (εκδόσεις Καστανιώτη) ύστερα από την ακούραστη

προσπάθεια της μητέρας του. Γαλάζια, όπως η μηχανή του Γιώργου. «Γαλάζια

Μηχανή». Όπως αυτή που «έφευγε απάνω σε τροχιές ριζωμένες σ’ έναν έρημο τόπο

(…) που μπορούσε να λυγίζει, να λυγίζει, να λυγίζει δίχως ποτέ να

ραγίζεται»…

Τι συνέβη στον Γιώργο; Πού βρήκε τόσες ενοχές να τις στρέψει καταπάνω του; Πού

ράγισε; Ποιες αντιθέσεις δεν κατάφερε να συμβιβάσει; Αυτές στον κόσμο γύρω του

ή εκείνες βαθιά μες στην καρδιά του; Γιατί δεν συγχώρησε ποτέ τον εαυτό του;

Τι έγινε το παιδί «με τις αξιοθαύμαστες διανοητικές ικανότητες και τις

παρεμβάσεις που ξεχώριζαν», όπως γράφει ο Νάσος Βαγενάς, δάσκαλός του στο

Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών; Αμέτρητα αινίγματα.

Ερωτήματα ανοιχτά. Και οι απαντήσεις, σκορπισμένες ανάμεσα στις λέξεις που

μάζεψε η μητέρα του, διάσπαρτες και στις δικές της λέξεις.

Μετά τη σύνθλιψη, οι δυο τους επικοινωνούν. Με ποιήματα. «Εν Λευκώ» ονομάζεται

το βιβλίο της Λίζας Διονυσιάδου. Εκδόθηκε τρία χρόνια μετά την αποχώρηση του

Γιώργου. Και είναι η δική της απάντηση, η δική της φωνή, πλάι στη δική του.

«Χάσαμε τα ίχνη του και όσο κι αν ψάχναμε, ήταν μάταιο. Έπρεπε έτσι μόνοι μας

πια να οδηγηθούμε και μόνοι μας ν’ ανοίγουμε περάσματα…», έγραφε ο Γιώργος

στο δικό του «Γκρίζο»… Και η μητέρα βρήκε τη δύναμη: «Βαδίζω τώρα, συνεχίζω

να ζω και μετά, ψηλαφιστά στα μονοπάτια που μου άνοιξε και είναι σαν να με

οδηγεί σ’ αυτό το δύσκολο δρόμο»…

Βαδίζει ακόμη. Δεν κλαίει για το χαμό του. Βουρκώνει όμως πάντα. Μιλάει πολύ.

Συνέχεια. Καθημερινά προσπαθεί να δώσει λύσεις στο αίνιγμα. Μια γυναίκα της

διπλανής πόρτας. Ένα παιδί της διπλανής πόρτας. Μια ιστορία βίαιης αποχώρησης

απ’ τη ζωή. Μια ιστορία καθημερινή. Οικεία. Και δυο βιβλία με ποιήματα, με

ελπίδες, όνειρα, μυρωδιά θανάτου, ματαιώσεις, φόβους, ενοχές και δύναμη…