«Η Γκρεκό έχει εκατομμύρια ποιήματα στη φωνή», έγραφε ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ για

τη «μούσα του Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε». Την Τετάρτη, η Ζυλιέτ Γκρεκό έκλεισε 74

χρόνια ζωής.

Ζυλιέτ Γκρεκό. Τραγούδησε στίχους που έκαναν τους ανθρώπους να ονειρεύονται

Ο Σαρτρ ήταν που έπεισε την 20χρονη Ζυλιέτ να τραγουδήσει για πρώτη φορά. Ήταν

η εποχή του περίφημου, μυθικού πλέον «Ταμπού» των Υπαρξιστών, αλλά το πρώτο

τραγούδι της, το είπε σ’ ένα άλλο κλαμπ της εποχής, το «Μπεφ συρ λε Τουά».

«Έδειξαν όλοι μεγάλη κατανόηση και ανοχή», θυμάται. «Χειροκρότησαν ευγενικά τη

μικρή χαζή που δεν ήξερε να τραγουδάει και έτρεμε δάκρυσμένη». Στην

πραγματικότητα, η επιτυχία της ήταν μεγάλη. Ο Φρανσουά Μωριάκ την κάλεσε στο

τραπέζι του για να την συγχαρεί, ο Μάρλον Μπράντο γοητεύθηκε ­ έκτοτε ήταν

κάθε βράδυ στο κλαμπ και συχνά έπαιρνε με τη μηχανή του τη νεαρή τραγουδίστρια

ώς το δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Και το επόμενο φθινόπωρο, ο Νίκος

Παπατάκης, ιδιοκτήτης του «Λα Ροζ Ρουζ», την πήγε στου Μπαλμαίν, της αγόρασε

ένα μαύρο φόρεμα και την ανέβασε στη σκηνή του κλαμπ του. Αυτό το μαύρο

φόρεμα, «το μαύρο της δουλειάς», όπως το αποκαλεί, είναι εκείνο με το οποίο

την θυμόμαστε ακόμη και σήμερα.

Η Ζυλιέτ Γκρεκό γεννήθηκε το 1927 στο Μονπελιέ και θεωρείται μία από τις

μεγαλύτερες ερμηνεύτριες του γαλλικού τραγουδιού ­ η Μαρία Κάλλας της είχε

ομολογήσει το 1966 ότι ηχογράφησε με μαγνητόφωνο τσέπης τη συναυλία της που

μόλις είχε παρακολουθήσει. Ανήκει σε μια εποχή που η μουσική και οι στίχοι

έκαναν τους ανθρώπους να ονειρεύονται και τραγούδησε τους μεγαλύτερους, από

Λεό Φερρέ ώς Ζωρζ Μπρασένς, από Ζαν-Πωλ Σαρτρ ώς Μαργκερίτ Ντυράς, από Ρεϋμόν

Κενώ ώς Μπορίς Βιάν, κι ακόμη Μπρελ, Πρεβέρ, Γκαινσμπούρ. Τα μέσα ενημέρωσης

δεν έχουν πάψει να ασχολούνται μαζί της: ο ραδιοσταθμός France-Culture της

αφιέρωσε αυτή την εβδομάδα μια σειρά εκπομπών κι εκείνη, έπειτα από πολλά

χρόνια που παρατηρούσε μόνο και άκουγε, έδειξε να έχει αποκτήσει μια

εντυπωσιακή ευφράδεια. «Κάποτε δεν μιλούσα, ο Μπορίς Βιάν μου έμαθε», είπε στο

ραδιόφωνο για τον «αιμομικτικό αδελφό» της, όπως τον έχει αποκαλέσει.

«Αρνιόμουν να μιλήσω κι αυτός βρήκε τον τρόπο. Όταν πήγαινα σπίτι του, έσβηνε

το φως, μέναμε στο σκοτάδι, με έπαιρνε δίπλα του και μιλούσε γλυκά για όλα και

για τίποτε. Ήταν πέντε το πρωί… κι εγώ είχα μιλήσει! Για μένα, αυτό είναι

τρυφερότητα, φιλία, ανησυχία για τους άλλους… τον άλλο». Ο Σαρτρ «ήταν

αστείος, φαρσέρ, απέραντα ευγενικός» και της έθετε ερωτήματα. Τη Σιμόν ντε

Μπωβουάρ, όμως, την κρατούσε σε απόσταση γιατί φοβόταν την επιρροή της. «Δεν

μου αρέσουν τα παρεκκλήσια», εξηγεί. «Η λέξη κλειδί της ζωής μου είναι

»ελευθερία». Ανήκω σ’ αυτόν που θέλω, όταν θέλω».