Απίστευτο θα φαινόταν το 1946, όταν ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν ο παντοδύναμος

γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, πως 9 χρόνια αργότερα, στη μακρινή Τασκένδη, δικοί

του, πιστοί σύντροφοι, θα χτυπιόντουσαν και θα μαχαιρώνονταν.

Μία εύκολη εξήγηση είναι πως μιας ήττας (του εμφυλίου)… μύριες έπονται.

Και, επομένως, στις συνθήκες μάλιστα του Ψυχρού Πολέμου στην Ευρώπη, δεν θα

πρέπει να φαίνεται περίεργο που ακόμα και αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης

«έβγαλαν ­ μόνοι ­ τα μάτια τους».

Ο ιστορικός Γαβρίλης Λαμπάτος, στα πλαίσια μιας «μελέτης που

πραγματοποιήθηκε στον κύκλο μεταπτυχιακού προγράμματος του Πανεπιστημίου

Αθηνών, με τίτλο «Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη, 1949 – 1957″»,

επιχειρεί να ρίξει φως στην υπόθεση που συντάραξε τον κομμουνιστικό κόσμο για

τις αγριότητές της.

Στο βιβλίο του «Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη», που θα

κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Κούριερ Εκδοτική, αναδεικνύει άγνωστα έγγραφα

από το ΑΣΚΙ (το αρχείο εγγράφων του ΚΚΕ που φιλοξενείται στα γραφεία του ΣΥΝ).

Και καταγράφει γιατί οι 12.000 (από τους 56.000 συνολικά) πολιτικοί

πρόσφυγες που πήγαν στη μακρινή Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν έζησαν τέτοιες

περιπέτειες.

Η τραγωδία ­ σε όλο της το… μεγαλείο ­ ξεδιπλώνεται και στη σημερινή 2η

αναδημοσίευση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το βιβλίο.

Τα επεισόδια και γιατί δεν επενέβησαν έγκαιρα οι σοβιετικές δυνάμεις

Προδημοσίευση από το βιβλίο «Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη» του

Γαβρίλη Λαμπάτου, εκδόσεις «Κούριερ Εκδοτική»

Μετά τις διώξεις της Δεξιάς, που ανάγκασε 56.000 αγωνιστές να ζήσουν στην

προσφυγιά, ήρθαν και οι εσωκομματικές έριδες, οι διαγραφές, οι ξυλοδαρμοί.

Ο συγγραφέας γράφει χαρακτηριστικά:

«Η καθαίρεση του Γραφείου ΚΟΤ (Κομματική Οργάνωση Τασκένδης) καθώς και οι

διαγραφές ανακοινώθηκαν από τους ραδιοπομπούς που υπήρχαν σε κάθε συνοικισμό.

Η ένταση που υπήρχε μεταξύ των προσφύγων το προηγούμενο διάστημα γινόταν ακόμα

μεγαλύτερη. Τα γραφεία στα οποία συστεγάζονταν το προηγούμενο διάστημα τόσο το

κλιμάκιο της Κεντρικής Επιτροπής όσο και τα γραφεία της Κομματικής Οργάνωσης

Τασκένδης, είχαν καταληφθεί από έμπιστους ανθρώπους της φιλοζαχαριαδικής

παράταξης. Την καθοδήγηση των ενεργειών αυτών είχε αναλάβει ο Δ. Βλαντάς. Τα

γραφεία βρίσκονταν στην περιοχή της 7ης πολιτείας, όπου υπερτερούσε η

αντιζαχαριαδική παράταξη.

Από την πλευρά των αντιζαχαριαδικών έγινε προσπάθεια κατάληψης των γραφείων.

Λίγο νωρίτερα είχε ξυλοκοπηθεί άγρια τμήμα της φρουράς που δεν είχε προλάβει

να καταφύγει στο εσωτερικό του κτιρίου. Οι επιτιθέμενοι αντιζαχαριαδικοί

κατέλαβαν το ισόγειο, αλλά οι αμυνόμενοι έφραξαν τη σκάλα που οδηγούσε στον

πρώτο όροφο με κάθε είδους αντικείμενα (ντουλάπια κ.ά.) και πετώντας τούβλα

δεν επέτρεψαν την κατάληψη του υπόλοιπου κτιρίου.

Μαζικοί ξυλοδαρμοί

Τα γεγονότα διαδίδονταν σε όλους τους προσφυγικούς συνοικισμούς. Από όλες τις

πολιτείες εκατοντάδες υποστηρικτές του Ζαχαριάδη κατέφθασαν στον χώρο των

επεισοδίων κρατώντας ξύλα και πέτρες και επιτέθηκαν εναντίον των

αντιζαχαριαδικών. Τα επεισόδια επεκτάθηκαν στην 7η πολιτεία όπου υπερτερούσε η

αντιζαχαριαδική παράταξη. Εκεί σημειώθηκαν μαζικοί ξυλοδαρμοί σε βάρος των

αντιζαχαριαδικών κατοίκων της πολιτείας.

Όπως περιγράφει στο απομνημονεύματά του ο Αχ. Παπαϊωάννου, «πιάστηκαν σχεδόν

όλοι οι κινηματίες της 7ης δάρθηκαν και τούτοι άγρια, μέχρι αναισθησίας και

στοιβάζονταν στα ίδια κρατητήρια που είχαν κλειστεί οι δαρμένοι ζαχαριαδικοί

από τους κινηματίες. Κανένας δεν μπορούσε να σταματήση τούτη την άγρια

αντεκδίκηση. Όποιος προσπαθούσε να υποστηρίξη κάποιον, να τον αποκρύψη, δεν

συγχωρούνταν, τον φόρτωναν στο ξύλο σαν συνεργάτη των κινηματιών. Όταν ο

κόσμος αυτός έμαθε ότι υπάρχουν χτυπημένοι και μαχαιρωμένοι ζαχαριαδικοί της

7ης, λύσσαξαν και ξέσπασαν με μια ανήκουστη αγριότητα».

Στο στόχαστρο βρέθηκαν τα ηγετικά στελέχη της αντιζαχαριαδικής πτέρυγας

Δημητρίου, Ρόσιος κ.ά., οι οποίοι τραυματίστηκαν σοβαρά. Σύμφωνα με την έκθεση

του εισαγγελέα, «… κατά τη διάρκεια των ταραχών προξενήθηκαν σωματικές

βλάβες σε 49 πολιτικούς πρόσφυγες μόνο από τους διαμένοντες στην 7η Πολιτεία,

ο συνολικός δε αριθμός των παθόντων πολιτικών προσφύγων έφθασε τους 118.

Πολλοί απ’ αυτούς χτυπήθηκαν μέχρι αναισθησίας. Στον σταθμό των πρώτων

βοηθειών του υγειονομικού τμήματος της Τασκένδης τη νύχτα προς τις 11 του

Σεπτέμβρη και το πρωί στις 11 του Σεπτέμβρη μεταφέρθηκαν 49 παθόντες απ’ τους

οποίους οι 13 είχαν πάθει διάσειση του εγκεφάλου (…).

Οι μαζικές ταραχές και τα μαζικά έκτροπα στην 7η Πολιτεία παρά την επέμβαση

των οργάνων της πολιτοφυλακής συνεχίστηκαν όλη τη νύχτα, επεκτάθηκαν την ίδια

νύχτα στην 12η Πολιτεία και σταμάτησαν μόλις το πρωί της 11 Σεπτέμβρη, μετά

την άφιξη στρατιωτικών αποσπασμάτων του υπουργείου Εσωτερικών. Εντούτοις τη

μέρα της 11 του Σεπτέμβρη, όπως και στις επόμενες μέρες σε μερικές Πολιτείες,

στην 5η Πολιτεία (πόλη Τσιρτσίκ της περιφέρειας της Τασκέντης) και 6η Πολιτεία

(Πόλη Τασκένδη ­ καθώς και στους δρόμους της Τασκέντης εξακολουθούσαν να

λαμβάνουν χώρα ανάμεσα σε Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, που συνοδεύτηκαν με

ξυλοδαρμούς και έκτροπα».

Καθυστερημένη επέμβαση

Μακρινή Τασκένδη. Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες έζησαν, μετά το κυνήγι της

Δεξιάς, τις απίστευτες εσωκομματικές περιπέτειες του ΚΚΕ. (Η φωτογραφία είναι

από μια συγκέντρωση προσφύγων στην Τασκένδη, μετά τον εμφύλιο)

Από το κείμενο προκύπτει ότι οι σοβιετικές δυνάμεις ασφαλείας επενέβησαν με

πολύ μεγάλη καθυστέρηση, αν και η σύγκρουση δεν ξέσπασε ξαφνικά. Θα μπορούσε

κάποιος να υποθέσει ότι το γεγονός αυτό διευκόλυνε τις προσπάθειες εκείνων των

δυνάμεων στο ΚΚΣΕ που επιδίωκαν τη μεταβολή στην ηγεσία του ΚΚΕ. Ο Γραμματέας

του κόμματος Ν. Ζαχαριάδης αναχώρησε εσπευσμένα τη βραδιά των επεισοδίων για

τη Μόσχα, σε μια προσπάθεια αποστασιοποίησης από τα γεγονότα που

εκτυλίσσονταν.

Τα αιματηρά γεγονότα της 10ης-11ης Σεπτεμβρίου ήταν το αποκορύφωμα

αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων που είχαν ξεκινήσει πολλές ημέρες νωρίτερα. Τα

επεισόδια δεν στραμάτησαν με την επέμβαση των σοβιετικών δυνάμεων ασφαλείας.

Στους συνοικισμούς των προσφύγων εκδηλώνονταν καθημερινά. Η ηγεσία του ΚΚΕ

προσπαθούσε να ελέγξει την κατάσταση. Αντιλαμβανόταν τόσο το πολιτικό κόστος

όσο και τη δυσφορία των σοβιετικών αρχών. Σε έκκληση της αντιπροσωπείας της

Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στις 11 Σεπτεμβρίου υπογραμμιζόταν «με τον πιο

κατηγορηματικό τρόπο ότι όποιο μέλος του κόμματος σηκώσει χέρι ή βαρέσει άλλο

αγωνιστή θα διαγραφεί για πάντα από το κόμμα μας».

Παράλληλα απευθυνόταν η προειδοποίηση πως όποιο «μέλος του κόμματός μας και

εξωκομματικός αγωνιστής χτυπήσει άλλον αγωνιστή θα συλλαμβάνεται αμέσως από τα

όργανα της Σοβιετικής ασφάλειας, θα κλείνεται στη φυλακή και θα παραπέμπεται

στη Σοβιετική δικαιοσύνη». Η ηγεσία του ΚΚΕ δήλωνε επίσης ότι απαιτούσε

«απόλυτη τάξη, σιδερένια πειθαρχία. Αύριο πρωί πρωί όλοι στη δουλειά. Κανείς,

μα απόλυτα κανείς, δεν πρέπει να λείψει από την παραγωγή».

Υπήρχαν σοβαρές διαφωνίες με το ΚΚ Ουζμπεκιστάν ως προς τον τρόπο

αντιμετώπισης της κατάστασης. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα γράμματος της

αντιπροσωπείας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ προς την Κεντρική Επιτροπή του

ΚΚ Ουζμπεκιστάν:

«Να δημοσιευτεί απαραίτητα γρήγορα έκκληση, σχετικά με την οποία συμφωνήσαμε

χθες και η οποία δυστυχώς δεν δημοσιεύτηκε την ίδια μέρα, πράγμα που είχε τις

συνέπειές του. Η αντίρρηση που προβλήθηκε ότι δεν πρέπει να δημοσιευτεί επειδή

εμείς γράφουμε ότι έγινε οργανωμένη επίθεση στα γραφεία της αντιπροσωπείας μας

και απόπειρα ενάντια στη ζωή των μελών της ΚΕ, μάς είναι απολύτως ακατανόητη

και ανεξήγητη. Το ίδιο πρέπει να ειπωθεί και για την άλλη αντίρρηση, ότι δεν

πρέπει να συμπεριληφθεί το ζήτημα της συσπείρωσης του κόμματός μας γύρω από

την προσωρινή κομματική επιτροπή»».