< |
|
Κανένα ΚΑΠΗ δεν λειτουργεί σε 24ωρη βάση. Στην πλειονότητά τους (81,6%)
λειτουργούν πρωί και απόγευμα, το 15,8% μόνο πρωί και το 8,8% μόνο απόγευμα. Ο
μέσος όρος λειτουργίας ενός ΚΑΠΗ είναι 8,8 ώρες το 24ωρο, αλλά υπάρχουν ΚΑΠΗ
που λειτουργούν 3 ώρες και άλλα 14 ώρες το 24ωρο. Ένα στα δύο ΚΑΠΗ (54,4%)
τηρεί ιατρικό ιστορικό των εγγεγραμμένων μελών του, αλλά μόνον ένα μικρό
ποσοστό (8,6%) έχει μηχανογραφημένα αρχεία.
Τέσσερα στα δέκα ΚΑΠΗ λειτουργούν σε ιδιόκτητα κτίρια και τα υπόλοιπα 6 σε
μισθωμένα. Υπάρχουν ΚΑΠΗ που στεγάζονται σε 30 τ.μ. και άλλα σε 1.500 τ.μ.
Εντυπωσιακό είναι το στατιστικό εύρημα ότι το 61,3% των υπευθύνων των ΚΑΠΗ
δηλώνουν ανεπάρκεια χώρου για την κάλυψη των δραστηριοτήτων τους. Στη
συντριπτική τους πλειονότητα (62%) τα ΚΑΠΗ δεν διαθέτουν αίθουσα ιατρείου, ενώ
επτά στα δέκα ΚΑΠΗ έχουν χώρο φυσιοθεραπευτηρίου και ιδιαίτερο γραφείο
κοινωνικής λειτουργού, αλλά όχι γραφείο επισκέπτριας υγείας ή νοσηλεύτριας. Το
τραγικότερο όλων είναι ότι μόλις το 16,9% των ΚΑΠΗ (δύο στα δέκα) διαθέτουν
διαμορφωμένες εγκαταστάσεις για άτομα με ειδικές ανάγκες!
Όλα σχεδόν τα ΚΑΠΗ διαθέτουν τηλεόραση και επτά στα δέκα και βίντεο. Επτά στα
δέκα έχουν και κλιματισμό, ενώ δεν διαθέτει κεντρική θέρμανση το 16,3% των
ΚΑΠΗ ένα πρόβλημα ιδιαίτερα σοβαρό για άτομα τρίτης ηλικίας. Όσο για τον
βασικό εξοπλισμό γραφείου (φαξ και φωτοαντιγραφικό μηχάνημα) διαθέτουν μόνο
τρία στα δέκα ΚΑΠΗ.
Όσον αφορά στο φλέγον για την τρίτη ηλικία θέμα ιατρικού εξοπλισμού των
ΚΑΠΗ, ο κύριος εξοπλισμός τους αποτελείται από μηχανήματα φυσιοθεραπείας, δύο
στα τρία ΚΑΠΗ διαθέτουν διαθερμία και υπέρηχο, μηχανήματα που χρησιμοποιούνται
σε ικανοποιητικό βαθμό. Αλλά καρδιογράφο δεν διαθέτουν τα 6 στα 10 ΚΑΠΗ και
μόλις το 1,8% των ΚΑΠΗ διαθέτουν υπερηχοτομογράφο!
Η μέτρηση της πίεσης, η μέτρηση του σακχάρου και τα εμβόλια είναι οι συνήθεις
ιατρικές πράξεις που γίνονται σε ικανοποιητικό βαθμό στα ΚΑΠΗ. Καρδιογραφήματα
και έλεγχος χοληστερίνης διενεργούνται στο 40% των ΚΑΠΗ. Αλλά ακτινογραφία
θώρακος, εξέταση για προστάτη, μαστογραφία και test-pap, γίνονται μόνο στο 10%
των ΚΑΠΗ…
Είμαστε μια χώρα γερασμένων ανθρώπων,σε μια ήπειρο με «γκρίζους» κροτάφους
|
ΚΑΠΗ Αμαρουσίου. Πάντα υπάρχει καλή διάθεση για λίγη… τράπουλα!
|
Η Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι μια από τις πλέον «γερασμένες» χώρες της
Κοινότητας. Το 16,5% του συνόλου του πληθυσμού της χώρας μας 1.700.000
άνθρωποι είναι άνω των 65 ετών. Ξεπεράσαμε τα στάδια της νεότητας, αλλά και
της ωριμότητας. Μια χώρα, σύμφωνα με τα κριτήρια του ΟΗΕ, είναι πληθυσμικά νέα
όταν το ποσοστό των ηλικιωμένων είναι κάτω του 4% και ώριμη όταν το ποσοστό
αυτό δεν ξεπερνά το 7%. Εμείς υπερδιπλασιάσαμε και το τελευταίο και καταφέραμε
με τις ελάχιστες γεννήσεις και το έντονο δημογραφικό πρόβλημα να είμαστε
μια χώρα γερασμένων ατόμων σε μια ήπειρο που είναι ήδη με «γκρίζους»
κροτάφους…
Αν δυο δεκαετίες πριν η δημιουργία των Κέντρων Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων
χαρακτηρίστηκε ως πρωτοποριακός θεσμός, η ύπαρξή τους σήμερα είναι μια
αναγκαιότητα που δεν αμφισβητείται από κανέναν κοινωνικό ή πολιτικό φορέα,
παρά τις όποιες κρίσεις και επικρίσεις για τη δομή, τον τρόπο λειτουργίας και
τις παροχές τους προς την πλέον ανίσχυρη ομάδα του πληθυσμού της χώρας μας που
όλο και «μεγαλώνει» ηλικιακά και πληθυσμικά με γιγαντωμένες
ιατροκοινωνικές ανάγκες.
Ένας νέος αιώνας προέβαλε, αλλά οι δυσχέρειες επιβίωσης και φτώχειας, η
ανεπάρκεια εισοδήματος, οι ακατάλληλες συνθήκες στέγασης, το χαμηλό
εκπαιδευτικό επίπεδο και ο κοινωνικός αποκλεισμός εξακολουθούν να βρίσκονται
στο επίκεντρο της ζωής εκατοντάδων χιλιάδων ηλικιωμένων. Μπορούν σήμερα τα
ΚΑΠΗ, με τον τρόπο που λειτουργούν, να στηρίξουν και να ανακουφίσουν τους
υπερηλίκους; Το ερώτημα αυτό απασχολεί πολλούς μελετητές και κοινωνικούς
φορείς, αλλά και το υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, στο οποίο συνεστήθη ήδη μια
επιτροπή, στο πλαίσιο του Εθνικού Συμβουλίου Κοινωνικής Φροντίδας, προκειμένου
να επεξεργασθεί και να προτείνει εντός οκταμήνου μέτρα και προτάσεις
ουσιαστικής στήριξης των ηλικιωμένων.
Μελέτες για βελτιώσεις
Ό,τι καλύτερο έχει υπάρξει έως σήμερα για την τρίτη ηλικία, είναι σίγουρα τα
ΚΑΠΗ, αλλά προβληματισμοί δεν παύουν να υπάρχουν για την αξιοποίηση των
διατιθέμενων πόρων και τη συνεχή βελτίωση του εύρους και της ποιότητας των
ιατροκοινωνικών παροχών. Στο πλαίσιο αυτό, η Διεύθυνση Προστασίας Υπερηλίκων
του υπουργείου Υγείας αποφάσισε τη διεξαγωγή μελέτης για τη βελτίωση και
ποιοτική αναβάθμιση του ρόλου και των παρεχόμενων υπηρεσιών από τα ΚΑΠΗ. Τη
μελέτη ανέλαβε ο Τομέας Οικονομικών της Υγείας της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών
με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή Οικονομικών της Υγείας κ. Γιάννη
Κυριόπουλο.
Οι επιστημονικοί συνεργάτες του Τομέα Οικονομικών της Υγείας, της Υγειονομικής
Σχολής Αθηνών, επεξεργάζονται αυτή την περίοδο το υλικό που συγκεντρώθηκε (από
τις 15 Ιουνίου έως και τις 28 Οκτωβρίου του 2000) από 231 ΚΑΠΗ της χώρας. Το
ερωτηματολόγιο στάλθηκε και στα 370 αλλά συμπληρώθηκε από τα 231, με βαθμό
ανταπόκρισης 62,4%. Το υλικό είναι ογκώδες και εντυπωσιακό και οδηγεί τους
μελετητές του στο πρώτο γενικό συμπέρασμα, ότι τα ΚΑΠΗ «με πολύ χαμηλό κόστος
και με πολύ μικρή υποδομή υλικοτεχνική αλλά και όσον αφορά στο ανθρώπινο
δυναμικό τους παράγουν πολύ σοβαρό έργο τόσο σε κοινωνικό όσο και σε
υγειονομικό επίπεδο». Στη μελέτη επισημαίνεται η αναγκαιότητα στήριξης του
θεσμού, αλλά και μετεξέλιξης και ποιοτικής αναβάθμισής του ώστε να μπορέσουν
τα ΚΑΠΗ να μετατραπούν σε «σύγχρονα ιατροκοινωνικά κέντρα με στόχο την παροχή
ολοκληρωμένης ιατρικής και κοινωνικής φροντίδας, καθώς και της πληρέστερης
βοήθειας στο σπίτι στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας…».
Έχασε τη γυναίκα του, βρήκε όμως φίλους που τον στήριξαν
Η ιδέα έχει δοκιμασθεί και έχει αντέξει, παρά τα προβλήματα που κατά καιρούς
αναφύονται ή αναδύονται στην επιφάνεια. «Ποτέ δεν εξέπνευσε ούτε καν γέρασε»!
Το ΚΑΠΗ της γειτονιάς είναι φάρος, προοπτική και ελπίδα στη ζωή δεκάδων
χιλιάδων ηλικιωμένων στη χώρα μας. Για πολλούς είναι λόγος ύπαρξης, σημείο
εκκίνησης και αναφοράς, σκοπός για το «ταξίδι» της ημέρας, λόγος για να
σηκωθούν από το κρεβάτι, να πλυθούν, να φροντίσουν τον εαυτό τους, να βγουν
έξω από το σπίτι. Είναι λόγος για να μην αφήνονται στο γήρας και σε όσα το
γήρας φέρνει την απομόνωση, την αποξένωση, την αυτολύπηση, τον θάνατο…
Έργο που δεν φαίνεται
Το πραγματικό έργο ενός Κέντρου Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων είναι εκείνο
που δεν φαίνεται και στατιστικά δεν καταγράφεται! «Και επειδή δεν
καταγράφεται, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να προσμετρήσουμε και την αξία του»,
επισημαίνει η Άννα Αμηρά. Που για να γίνει κατανοητή, αφηγείται ένα πρόσφατο
περιστατικό που πολύ τη συγκίνησε. Το ΚΑΠΗ της γειτονιάς του επισκέφθηκε
κάποιο πρωινό ένας ηλικιωμένος. Βίωνε βαρύ πένθος, πρόσφατα είχε χάσει τη
γυναίκα του. Δεν ήταν μέλος ούτε σκόπευε να γίνει. Και ήταν πολύ απλό αυτό που
γύρεψε από τον κοινωνικό λειτουργό. «Να με βοηθήσετε να βρω ένα καλό
γηροκομείο», του είπε. «Έχω σπίτι, έχω παιδιά, αλλά δίχως εκείνη δεν μπορώ να
τα βγάλω πέρα. Και δεν θέλω να επιβαρύνω τα παιδιά μου που έχουν δουλειές και
δικά τους παιδιά, με τη δική μου φροντίδα…».
Περνούσε κάθε ημέρα
«Εντάξει», του είπε ο κοινωνικός λειτουργός. «Θα ψάξουμε να βρούμε ένα καλό
γηροκομείο. Αλλά είναι πολύ δύσκολο και θέλει χρόνο. Γι’ αυτό θα σας
παρακαλέσω να περνάτε κάθε ημέρα από εδώ, γιατί μπορεί κάποια στιγμή να έχω
κάτι να σας πω, να μη σας βρίσκω και να χάσετε την ευκαιρία! Και αφού κάνατε
τον μεγάλο κόπο, ελάτε να σας γνωρίσω τους υπόλοιπους και να πιείτε ένα
καφεδάκι…».
Ούτε κρύο ούτε ζέστη τού έκανε, αλλά δεν αντέδρασε, αφέθηκε να τον συστήσει
στους υπόλοιπους, ήπιε το καφεδάκι του και άρχισε να περνά κάθε ημέρα από το
ΚΑΠΗ, ρωτώντας κάθε φορά τον κοινωνικό λειτουργό μήπως βρέθηκε εκείνη η θέση
στο γηροκομείο… «Μη βιάζεσαι», του έλεγε εκείνος, «αυτά τα πράγματα θέλουν
χρόνο». Και για να καλμάρει την αγωνία του, πήγαν μαζί και επισκέφθηκαν κάνα
δύο γηροκομεία και υπέβαλαν αιτήσεις. Πέρασε ένας μήνας, άρχισε να κυλάει και
ο δεύτερος και κάποια ημέρα ο ηλικιωμένος μπήκε στο ΚΑΠΗ και δεν ρώτησε αν
βρέθηκε θέση στο γηροκομείο. Δεν ξαναρώτησε ούτε την επομένη ούτε τη
μεθεπομένη. Μέχρι που τον τσίγκλησε ο κοινωνικός λειτουργός: «Να συνεχίσω να
ψάχνω για τη θέση στο γηροκομείο;». «Όχι», απάντησε εκείνος, «βρήκα τον τρόπο
να επιβιώνω μόνος και να φροντίζω το σπίτι και τον εαυτό μου! Βρήκα και
φίλους…». Είχε αποκτήσει ξανά νόημα η ζωή του και εκείνος λόγο ύπαρξης…