Δεν πρόλαβε να σκάσει μύτη το αίσιον και ευτυχές ­ κι όλες οι τηλεοράσεις

άρχισαν σύσσωμες να παραληρούν για το euro. Αυτό τώρα μπαίνει, λέει, στη ζωή

μας δυναμικά, με κέφι, με μπρίο. Μπαίνει αεράτο, αγάπη μου. Λουσάτο,

κοσμοπολίτικο, με ένα λουκ πιο αστραφτερό, μες στα χρυσάφια και τα ασήμια.

Καμία σχέση με την καραβλαχάρα τη δραχμή. Τη δραχμή που έσερνε αυτή την

εξαθλίωση, τη μιζέρια, αυτή τη μουντίλα, αυτό το άθλιο το θέαμα. Τώρα το θέαμα

έγινε υπερθέαμα.

Γκραν φινάλε σε επιθεώρηση! Όλος ο θίασος επί σκηνής! Ο Έλλην ξεσπαθώνει –

ξεσπαθώνει σε χορογραφίες Φώτη Μεταξόπουλου. Σου λέει, δεν είμαι πια

Βαλκάνιος. Δεν είμαι πια αυτό το μικρομεσαίο, αυτό το ημίμαυρο, το ημίκοντο,

το ημίπαλτο, το πέντε κρίκοι ένα τάλιρο, για περάστε, παρακαλώ! Τώρα είμαι

ψηλός, ξανθός και παίζω τένις!

Είδα στα δελτία ειδήσεων και το «Euro-χωριό»! Εκεί που κατασκευάζονται τα

καινούργια νομίσματα. Τι πλάνο κι αυτό! Τι πανδαισία! Στο εργοστάσιο, μέσα από

κάτι χοάνες, έρεε το χρήμα άφθονο. Πλούσιο πράγμα, μπουγιόζικο. Γέμισε

ευρωλεφτό η μικρή μου οθόνη!

Κι όπως σκάγανε τα euroφραγκοδίφραγκα στον τσίγκο, ένας ήχος ονειρεμένος!

Γκλαν γκλαν. Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα της εκκλησίας, γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι

της ερημίας. Γκαρσόν, σε παρακαλώ, ένα euro κι έναν Σολωμό στα τέσσερα.

Μετά την είδηση, οι ρεπόρτερ πήραν τα ματσούκια και ξεχύθηκαν στους δρόμους.

Μπήκανε πρώτα στο μαγαζί και συλλάβανε τον καταστηματάρχη.

­ Ξέρετε ότι πλέον τις τιμές θα πρέπει να τις αναγράφετε και σε euro;

Τη συγκεκριμένη στιγμή, τον είδα εγώ τον άνθρωπο. Τον ψυχολόγησα. Το πρόσεξα

το μάτι το σατέν που γυαλίζει. Γιορτές μπήκαν, γιορτές βγήκαν, τζίρος μηδέν,

κρανίου τόπος το μαγαζί. Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη περπατούσε η ταμίας

μονάχη. Άγιες μέρες, δυο άτομα, όλα κι όλα, πάτησαν το πόδι τους. Ένας να

αγοράσει ένα μπρελόκ, ο δεύτερος να ρωτήσει πού είναι το ΙΚΑ. Έτσι τον

πετύχανε τον έμπορο τα κανάλια. Άλλη καΐλα δεν είχε τη συγκεκριμένη στιγμή

παρά πως θα γράψει το euro. ΠΟΥ θα το γράψει τον απασχολούσε πολύ περισσότερο.

Σε ποιο συγκεκριμένο σημείο του σώματός του. Δηλαδή αυτό ήταν το πρόβλημά του;

Από εκεί που ΔΕΝ πουλάει σε δραχμές, τώρα πως ΔΕΝ θα πουλάει και σε euro;

­ Το ξέρετε; επέμενε ο ρεπόρτερ ­ γιατί αυτοί είναι κι ανάγωγοι.

­ Το ξέρουμε, είπε ο καταστηματάρχης με το βλέμμα του να σιχτιρίζει αισιόδοξα

το μέλλον.

­ Είστε έτοιμος για αυτή την αλλαγή;

­ Βεβαίως.

­ Και τις ισοτιμίες τις γνωρίζετε;

­ Τις γνωρίζουμε, όχι τις γνωρίζουμε ακριβώς, αλλά γενικώς τις γνωρίζουμε,

ειδικώς δεν τις πολυγνωρίζουμε, αλλά πού θα πάει θα τις γνωρίσουμε, σε

λεπτομέρειες δεν τις γνωρίζουμε, γι’ αυτό έχουμε και το μπλε κομπιουτεράκι.

­ Πού το έχετε το κομπιουτεράκι;

­ Εδώ στο πρώτο συρτάρι.

Σκύβει, ανοίγει το πρώτο το συρτάρι. Πουθενά το κομπιουτεράκι.

­ Θα το έβαλα στο δεύτερο.

Ανοίγει το δεύτερο, πουθενά το κομπιουτεράκι. Μπαίνει στην παράνοια ο

άνθρωπος. Στα κακά του καθουμένου, διεισδύει στην τρέλα, στην κόλαση, στη ζώνη

του λυκόφωτος, στην παράκρουση μέσα βυθίζεται.

Ξέρεις τι είναι να ‘χεις χάσει κομπιουτεράκι, με μια κάμερα μες στη μούρη σου;

Να σου κάνουν κοντινό στα οπίσθια, καθώς ψάχνεις το μηχάνημα; Να μην αγχωθείς

δηλαδή; Να ξεφτιλιστείς στο πανελλήνιο, οικογενειάρχης άνθρωπος;

Αφού το στρες μού το μετέδωσε κι εμένα. Μου ‘ρχόταν να κάνω κατάδυση μέσα στη

συσκευή. Να πέσω στα τέσσερα και να αρχίσω να ψάχνω για του χριστιανού το

κομπιουτεράκι. Τέλος πάντων, κάποτε τον λυπήθηκε ο Ύψιστος, το βρήκε, το

μοστράρισε και τον αφήσανε ήσυχο στην καντίφλα του.

Κι αυτός κάτι βρήκε. Αυτός, σαραντάρης άνθρωπος ήτανε, κάτι κατάλαβε. Εγώ την

άλλη σκέφτομαι. Την τρίτη ηλικία. Τη γριά γυναίκα. Που θα της έρθει η σύνταξη

σε euro και θα τη μαζεύουνε τα 166 πριν της ώρας της.

Διότι εκεί που έχει συνηθίσει το μάτι της το ιλιγγιώδες ποσόν των 80.000, θα

διαβάζει το αντίστοιχο 236 σε euro. Θα της περάσει από το μυαλό ότι της

δίνουνε μηνιαίως 236 δραχμές κι ότι τις κόψανε τις υπόλοιπες 79.764. Πολύ

θέλει ο άνθρωπος να το πάθει το έμφραγμα; Πολύ θέλει να κλάψουνε μανούλες; Να

κλάψουνε γριούλες;

Κι εγώ θα κλάψω. Ό,τι και να πεις, ένα δάκρυ θα κυλήσει. Όχι γιατί είναι κακό

το ενιαίο νόμισμα. Όχι, γιατί αγνοώ ότι θα μου διευκολύνει τη ζωή.

Αλλά να… Καμιά φορά, καμιά νύχτα, θα θυμάμαι τη δραχμή. Τη δραχμούλα, των

παιδικών μου χρόνων. Τη μικροκαμωμένη, την περιφρονημένη, την ασήμαντη. Τη

δραχμούλα που όμως είχε τον δικό της μύθο. Κουβαλούσε τη δική της ιστορία.

Κανάκευε τις δικές μου μνήμες. Και τώρα που φεύγει, τις παίρνει μαζί της.

Σαν απόηχο θυμάμαι τη γιαγιά να τραγουδάει:

­ Της μιας δραχμής τα γιασεμιά…

Τώρα; Τι θα τραγουδάμε τώρα, καθώς καθαρίζουμε πατάτες;

­ Του ενός euro τα γιασεμιά;