Η αναζήτηση του προσφορότερου τρόπου προσέγγισης του θέματος πραγματικά με

προβλημάτισε. Διότι χωρίς εγκωμιασμούς πρέπει να δώσω πειστικά επιχειρήματα σε

τι θα βοηθούσε τον Ευρωπαίο πολίτη η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα

σχολεία της Ενωμένης Ευρώπης.

Είναι γεγονός ότι ζούμε σε μια εποχή που η κατοχύρωση του δικαιώματος του

ατομικού αυτοπροσδιορισμού είναι συνυφασμένη με τον πυρήνα των ανθρωπίνων

δικαιωμάτων. Μετά το κείμενο της Κοπεγχάγης (1990) και τη Σύμβαση-Πλαίσιο του

Συμβουλίου της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (1995) δεν είναι λίγοι

αυτοί που υποστηρίζουν ότι ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλάς, είναι ατομικό

σου δικαίωμα να επιλέγεις το έθνος που θα ανήκεις. Με άλλα λόγια, κάθε

άνθρωπος μπορεί να επιλέξει την ταυτότητά του και κανένας να μην μπορεί να

αντικρούσει την επιλογή του, γιατί αυτός έτσι θέλει να αισθάνεται.

Σίγουρα με τον τρόπο αυτό απαξιώνεται η γλώσσα, σαν κυρίαρχο στοιχείο

ταυτότητας, αλλά είναι αποδεκτό στη βάση του ορισμού ότι τα Έθνη δύνανται να

είναι πολυγλωσσικά και με πολλές γλωσσικές διαλέκτους, διότι απαρτίζονται από

πολλούς λαούς και οι λαοί από φυλές και άτομα, που έχουν κοινή καταγωγή και

κληρονομικές καταβολές.

Η λογική αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον μύθο της Παλαιάς Διαθήκης για

τον Πύργο της Βαβέλ, που εκτός του διδακτικού του περιεχομένου, μιας και ο

Θεός τιμώρησε τη μωροφιλοδοξία εκείνων των ανθρώπων, μας περιγράφει και το

είδος της τιμωρίας, που δεν ήταν άλλη από το να ομιλούν διαφορετικές γλώσσες.

Το αποτέλεσμα της μεταξύ τους ασυνεννοησίας ήταν να σταματήσει το κτίσιμο του

πύργου και να διασκορπιστούν αυτοί στα πέρατα της οικουμένης.

Εύκολα μπορεί να σκεφθεί κάποιος ότι η Ενωμένη Ευρώπη, με την πανσπερμία των

γλωσσών, είναι μια άλλη Βαβέλ. Όμως η αβίαστη αυτή σκέψη είναι επιφανειακή,

διότι δεν λαμβάνει υπόψη τον κοινό πολιτισμό, που είναι ο αδιόρατος ιστός που

κρατά τους λαούς, τις φυλές και τα άτομα ενωμένα, κάτω από την σκέπη του ενός

Έθνους. Και η γλώσσα μεταφέρει πολιτισμό.

Η γλώσσα γενικώς ταξινομεί τον κόσμο, δηλαδή βάζει τάξη στο χάος τής γύρω

πραγματικότητας. Όμως, δεν είναι ένα απλό εργαλείο, όπως θέλουν να

ισχυρίζονται οι τεχνοκράτες. Είναι υπαρξιακό στοιχείο του ομιλούντος, είναι

συστατικό στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου και της φυσιογνωμίας κάθε

φυλής. Μεταφέρει το ήθος, το ύφος και την ιστορία κάθε λαού. Η γλώσσα δεν

είναι απλώς άλλες λέξεις για τα ίδια πράγματα. Αν συνέβαινε αυτό, θα ήταν πολύ

εύκολο να μεταφράσουμε την ποίηση, που είναι η ανώτατη έκφραση της διανόησης,

από μια γλώσσα σε μια άλλη. Απόδειξη ότι η απόδοση ενός ποιήματος είναι

ικανοποιητική, μόνον όταν μεταφράζεται σε μια γλώσσα πλουσιότερη σε νοήματα

και εκφράσεις, ενώ δεν συμβαίνει το αντίστροφο.

Αν εξαιρέσουμε τη σανσκριτική γλώσσα, που αν και ξεχασμένη θεωρείται αρχέτυπο

έκφρασης και σκέψης, η ελληνική είναι η αμέσως επόμενη «περιούσια» γλώσσα

παγκοσμίως. Χάρις σε αυτήν είναι δυνατή η διατύπωση και των πιο λεπτών

εννοιών, με αξιοσημείωτη πλαστικότητα.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι επιστήμες, όπως: η ιατρική, η

αστρονομία, τα μαθηματικά, η φυσική, ακόμα και σήμερα στην εποχή των

ηλεκτρονικών υπολογιστών, αναζητούν σε κάθε τι καινούργιο που ανακαλύπτουν

ελληνικές λέξεις και ορολογίες. Και είναι λογικό, διότι αυτές αποδίδουν

ακριβώς την ουσία της έννοιας.

Χωρίς να θέλω να θεωρηθώ ως ένας γλωσσικός ιμπεριαλιστής ή ένας γλωσσικός

ρατσιστής, η ελληνική γλώσσα δεν είναι απλώς μία από τις 2.700 γλώσσες και

γλωσσικά ιδιώματα, που ομιλούνται σήμερα στον πλανήτη Γη. Είναι μια γλώσσα

ιδιαίτερα φορτισμένη ιστορικά και πολιτισμικά. Ομιλήθηκε επί σαράντα αιώνες,

αδιάσπαστη στον χρόνο και τον χώρο και από το στόμα όσων ήθελαν να μετέλθουν

της Ελληνικής Παιδείας. Διαχρονικά αναπτύχθηκε και εμπλουτίστηκε, καθώς επίσης

και εμβάθυνε σε ανώτερα πνευματικά πεδία, ώστε να καλύψει όλους τους τομείς.

Είναι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε πρώιμα από γίγαντες του πνεύματος, όπως: ο

Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας, ο Πυθαγόρας, ο Δημόκριτος, ο Θουκυδίδης, ο Ισοκράτης,

ο Ασκληπιός, ο Αριστοφάνης, ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης, ο Όμηρος και ων ουκ έστι

αριθμός. Επίσης, δεν είναι τυχαίο που τα τέσσερα Ευαγγέλια γράφτηκαν στην

ελληνική. Δεν είναι τυχαίο ούτε ότι χρησιμοποιήθηκε από ανθρώπους που

καλλιέργησαν τον πολιτισμό και το θέατρο, ως πολιτική έκφραση, που

καλλιέργησαν τον λόγο και τη Δημοκρατία. Τονίζω ότι πολιτική είχαν όλοι οι

λαοί, πολιτικό βίο είχαν μόνο οι Έλληνες.

Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερον ότι η γλώσσα αναπτύσσεται ανάλογα με το μέγεθος

του πολιτισμού. Στο εύλογο ερώτημα ότι υπήρχαν και άλλοι λαοί που είχαν

πολιτισμό, όπως οι Φοίνικες, οι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι, αλλά οι γλώσσες των δύο

πρώτων εξαφανίστηκαν και των Κινέζων έμεινε στα στενά όρια της χώρας τους,

επιβιώνοντας χάριν του υπερπληθυσμού τους, θα απαντήσω πως οι μεν Κινέζοι δεν

ανέδειξαν άλλο φιλόσοφο, παρά μόνο τον Κομφούκιο, οι δε άλλοι δεν συνεισέφεραν

στην ανθρωπότητα κανένα ιδανικό. Αντιθέτως, οι ελληνικές ιδεολογικές

αναζητήσεις δεν ξεπεράστηκαν μέχρι σήμερα από κανέναν ανθρώπινο νου. Ο

ελληνικός πολιτισμός ανέδειξε τις πανανθρώπινες αξίες, που αποτελούν και την

εννοιολογική βάση του δυτικού πολιτισμού, όπως αυτός εκφράζεται:

* πολιτικά από τη Δημοκρατία,

* ιδεολογικά από την ελευθερία,

* φιλοσοφικά από τον ορθό λόγο και

* θρησκευτικά από τον Χριστιανισμό.

Αυτός ο πολιτισμικός ιστός θα είναι και ο συνεκτικός κρίκος της Ενωμένης

Ευρώπης, του οράματος μιας υπερεθνικής δύναμης, πολυεθνικής, πολυγλωσσικής και

πολυπολιτισμικής.

Σε αυτό το τρίπτυχο, συνυπάρχει η δύναμη και η αδυναμία της Ευρώπης. Δηλαδή

στη διαφορετικότητα. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που η πολιτικά και

πολιτισμικά ομοιογενής υπερδύναμη των ΗΠΑ παρακολουθεί με ανησυχία την

ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Φοβούνται τον πολυπολιτισμό.

Απόδειξη των ισχυρισμών μου για τη δυναμική της διαφορετικότητας είναι η ίδια

η φύση. Η ασυμμετρία είναι πηγή ζωής. Οι κοινωνίες που στηρίζουν την πρόοδο

και την ποιότητά τους στη σύνθεση ιδιαιτεροτήτων και στη σύζευξη πολλών

πολιτισμών έχουν πλεονεκτήματα.

Η διαφορετικότητα και η ανομοιογένεια των λαών στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να

συνυπάρχουν στη βάση κοινά αποδεκτών κανόνων, γνωστών και σταθερών. Αυτούς

τους κανόνες επιβάλλεται να τους αναζητήσουμε στηριζόμενοι στις αρχές της

ισοτιμίας, της αλληλεγγύης και της αλληλοκατανόησης. Έναν τέτοιο κανόνα πρέπει

να αναζητήσουμε για την κοινή ευρωπαϊκή γλωσσική πολιτική, που να είναι

δημοκρατικός και να μην κατατάσσει τις γλώσσες σε κυρίαρχες και δευτερεύουσες.

Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στηρίχθηκε πάνω στην κλασική Ελληνική Παιδεία και στον

ενιαίο τρόπο σκέψης.

Στηρίχθηκε πάνω στις κοινές γλωσσικές ρίζες και αυτές έχουν τα ερείσματά τους

στην ελληνική γλώσσα. Εδώ βρίσκεται και το μεγαλείο της γλώσσας αυτής. Δεν

είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι Έλληνες πήραν βραβεία Νόμπελ μόνο στη

λογοτεχνία.

Θεωρώ ότι είναι ώριμο και επιβεβλημένο στα πλαίσια του ευρωπαϊκού πολιτισμού

να διδάσκεται η ελληνική γλώσσα, παράλληλα με τις άλλες γλώσσες στην Ευρώπη.

Σίγουρα υπάρχουν και αδυναμίες, μιας και για να μιλήσει κανείς την ελληνική

γλώσσα πρέπει να κατανοεί περισσότερα από όσα ερμηνεύει. Δεν είναι τυχαίο που

ο Οδυσσέας Ελύτης επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι όταν ο Έλληνας αναφέρεται στις

λέξεις άνεμος, φως, θάλασσα, ουρανός, γη, ταυτόχρονα επικοινωνεί με το

περιβάλλον, με την ύπαρξή του, με τις ρίζες του.

Ο Παναγιώτης Σγουρίδης είναι β’ αντιπρόεδρος στη Βουλή των Ελλήνων.