Περίπου 3.500.000 Έλληνες χαρακτηρίζονται φτωχοί αν συγκριθούν με τα

ευρωπαϊκά εισοδήματα, το 75% των συνταξιούχων παίρνει κύρια σύνταξη κάτω από

130.000 δρχ., ενώ η οικονομική προστασία και στήριξη των ανέργων στη χώρα μας

βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η κίνηση των 53 βουλευτών του ΠΑΣΟΚ για τη θεσμοθέτηση του ελάχιστου

εγγυημένου εισοδήματος στη χώρα μας φέρνει στην επικαιρότητα το μεγάλο ζήτημα

της φτώχειας, τόσο για τους συνταξιούχους όσο και για τους ανέργους.

Η περίοδος της κρίσης του κράτους πρόνοιας χαρακτηρίζεται από την αύξηση του

ποσοστού της απόλυτης φτώχειας, του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων και του

αριθμού των κοινωνικά αποκλεισμένων. Τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής

Ένωσης, του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και του υπουργείου Εργασίας είναι αποκαλυπτικά για το

μέγεθος του προβλήματος:

* Κατά την Ευρωπαϊκή Ένωση στη χώρα μας 2.200.000 άτομα ζουν κάτω από

το όριο της φτώχειας (50% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ), ενώ ο αριθμός αυτός αυξάνεται

στα 3, 5 εκατ. αν συγκριθούν με τα ευρωπαϊκά εισοδήματα.

* Περίπου 1 εκατομμύριο συνταξιούχοι στη χώρα μας ζουν σήμερα με

συντάξεις κάτω των 150.000 δρχ. το μήνα. Συνολικά το 75% των συντάξεων κύριας

ασφάλισης είναι κάτω από τις 130.000 δρχ. το μήνα. Μάλιστα στο ΙΚΑ, τον

μεγαλύτερο ασφαλιστικό φορέα, ο ένας στους δύο βρίσκεται σήμερα στα κατώτατα

όρια συντάξεων, δηλαδή περίπου στις 120.000 δρχ. ενώ χειρότερη είναι η

κατάσταση στο Ταμείο Συντάξεων Αυτοκινητιστών (ΤΣΑ) με τους 9 στους δέκα

συνταξιούχους στα κατώτατα όρια. Το επίπεδο διαβίωσης χιλιάδων συνταξιούχων

στη χώρα μας υπολείπεται αρκετά ακόμη και του επίσημου ορίου φτώχειας το οποίο

αντιστοιχεί στο 50% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

* Στην Ελλάδα το φτωχότερο 10% του πληθυσμού απολαμβάνει το 2,2% του

συνολικού εισοδήματος (2,6% στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και το

πλουσιότερο 10% του πληθυσμού απολαμβάνει το 26,3% του συνολικού εισοδήματος

(24% στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

* Οι άνεργοι στην Ελλάδα είναι οι φτωχότεροι στην Ευρώπη. Έχουν

περιορισμένο επίδομα ανεργίας, μικρό χρονικό διάστημα επιδότησης κ.ά. Το ύψος

του βασικού επιδόματος ανεργίας από την 1.1.2000 ανήλθε στις 3.442 δρχ. ανά

ημέρα και διαμορφώθηκε στο 50% του βασικού μισθού του ανειδίκευτου εργάτη,

παρ’ όλο που η ισχύουσα νομοθεσία ορίζει ότι το επίδομα ανεργίας δεν θα έπρεπε

να είναι κατώτερο των 2/3 του βασικού ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη. Η

σχέση του επιδόματος ανεργίας προς τον κατώτερο μισθό κινείται σε ένα από τα

χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών.

* Οι κοινωνικές δαπάνες από 22,7% του ΑΕΠ το 1990 αυξήθηκαν στο 23,3%

του ΑΕΠ το 1996. Έτσι ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος των κοινωνικών δαπανών την

περίοδο 1990-1996, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκε κατά 3,3 εκατοστιαίες μονάδες,

στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 0,6 εκατοστιαίες μονάδες με αποτέλεσμα η χώρα μας το

1996 (23,3% του ΑΕΠ) να απέχει κατά 5,4 εκατοστιαίες μονάδες του μέσου

ευρωπαϊκού επιπέδου (28,7% του ΑΕΠ) κοινωνικών δαπανών, κατέχοντας έτσι την

δωδέκατη θέση μεταξύ των 15 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ισχύει από το ’61 στη Γερμανία…

Ας δούμε όμως τι είναι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ένα κεφάλαιο που

σχεδιάζει να ανοίξει η κυβέρνηση το 2001 και έχει απασχολήσει και στο παρελθόν

το αρμόδιο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

«Η ύπαρξη του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος συνδέει την πρόνοια με την

εργασία εκπροσωπώντας τις περισσότερο ενεργητικές πολιτικές. Το ελάχιστο

εγγυημένο εισόδημα δεν στοχεύει να υποκαταστήσει ούτε τον κατώτατο μισθό ούτε

και την κατώτατη σύνταξη. Το κράτος παρεμβαίνει μέσω του εγγυημένου

εισοδήματος για να πετύχει την οικονομική υποστήριξη των φτωχών και την

επανένταξή τους μέσα στην κοινωνία. Ο θεσμός αυτός είναι διαδεδομένος στην

Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι πρώτες μορφές του μέτρου εμφανίστηκαν το 1961 στη

Γερμανία, το 1974 στο Βέλγιο και τη Δανία, το 1988 στη Γαλλία, το 1996 στην

Πορτογαλία κ.α. Τα κριτήρια στη βάση των οποίων χορηγείται το εγγυημένο

εισόδημα διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα αλλά στηρίζονται κυρίως στην

ηλικία, στο μέγεθος του νοικοκυριού, στο εισόδημα, στον τόπο διαμονής κ.α.