Η επίσκεψη του Πατριάρχη τελείωσε. Δεν τελείωσε όμως ο αντίκτυπος από όσα

θλιβερά φανέρωσε: την πρόταξη των προσωπικών φιλοδοξιών σε βάρος των

συμφερόντων της Εκκλησίας από τη μια, κι από την άλλη τη χρησιμοποίηση της

Εκκλησίας από την κυβέρνηση, με σκοπό την κάλυψη των όποιων κακών πολιτικών

χειρισμών της.

Και υπό την άποψη αυτή, ας μας επιτραπεί να επισημάνουμε μερικές πικρές

αλήθειες, γνωρίζοντας ότι κάποιοι θα δυσαρεστηθούν.

Η επίσκεψη του Πατριάρχη δεν ήταν καθόλου «ιδιωτική» ­ όπως ισχυρίστηκε το

Φανάρι. Ήταν μια μεθοδευμένη κίνηση σε βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος και του

Αρχιεπισκόπου προσωπικά.

Συνοδικοί και Αρχιεπίσκοπος φοβόντουσαν ­ όχι άδικα ­ ότι η επίσκεψη θα

πυροδοτούσε τις αντιθέσεις ανάμεσα στην Εκκλησία της Ελλάδος και το Φανάρι και

γι’ αυτό δεν την ήθελαν τούτη την ώρα της δοκιμασίας των σχέσεων Εκκλησίας και

Κράτους. Έκριναν ότι η επίλυση των διαφορών μπορούσε να περιμένει μια πιο

κατάλληλη στιγμή.

Το Πατριαρχείο, όμως, στάθμισε τα πράγματα με κριτήριο τα δικά του συμφέροντα.

Είδε ότι ο Αρχιεπίσκοπος είναι πολύ πιο ισχυρός από την κυβέρνηση. Όχι μόνο

γιατί η Εκκλησία έχει την άνεση να περιμένει, ενώ ένα πολιτικό κόμμα, ακόμη

και όταν κυβερνά έχει στενά χρονικά πλαίσια σχεδιασμού και κινήσεων. Αλλά

κυρίως διότι ο μεν Χριστόδουλος έχει μια Ιεραρχία που τον στηρίζει (με την

αντιπολίτευση να έχει περιορισθεί σε 5-6 Ιεράρχες επί συνόλου 80!), ενώ ο

Πρωθυπουργός είναι στη γωνιά του ρινγκ, μαζεύοντας τα χτυπήματα από τις όποιες

ανεπάρκειες των υπουργών του. Το Φανάρι είδε ότι ο κ. Σημίτης στέκει στα πόδια

του μόνο χάρις σε μια συγκυρία πολλών τυχαίων ή μη γεγονότων. Και αποφάσισε να

τον στηρίξει και αυτό, με την οπισθοβουλία ότι ο Χριστόδουλος δεν θα είναι

καθόλου υποχωρητικός συνομιλητής σε έναν επικείμενο θρίαμβό του…

Έστειλε, λοιπόν, το Φανάρι στον Αρχιεπίσκοπο τον ικανότερο Ιεράρχη του, τον

Χαλκηδόνος Ιωακείμ, με την εντολή να παρακαλέσει και να πείσει τον

Αρχιεπίσκοπο, έστω κλαίγοντας και γονυπετών, να αποσπάσει την άδεια για να

έλθει ο Πατριάρχης. Κι ο Χριστόδουλος, θύμα της πεποίθησής του ότι «ο Ιεράρχης

μπορεί να σφάλλει όχι όμως να ψεύδεται», επείσθη. Κι ανέλαβε να πείσει την

Ιερά Σύνοδο, να επιτρέψει την επίσκεψη του Πατριάρχη για αυστηρά «ιδιωτικούς

λόγους»…

Η κυβέρνηση «χρησιμοποίησε» τον Πατριάρχη προκειμένου να πλήξει τη δημόσια

εικόνα του Αρχιεπισκόπου. Το προπαγανδιστικό της επιτελείο κινητοποιήθηκε

αμέσως, προβάλλοντας τον κ. Βαρθολομαίο σαν τον «καλό και σύγχρονο» απέναντι

στον «κακό και αντιδραστικό» κ. Χριστόδουλο. Μας παρουσίασε τον Πατριάρχη να

αδιαφορεί για τις ταυτότητες, να μη νοιάζεται για την παγκοσμιοποίηση, να

παρακάμπτει το Κυπριακό, να μένει ανενόχλητος για όσα απεργάζεται η Τουρκία σε

βάρος της Ελλάδος. Μας έδειξε τον Πατριάρχη να κυκλοφορεί σχεδόν σφυρίζοντας

αμέριμνος μέσα στον σύγχρονο κόσμο, έχοντας στην αγκαλιά του έναν… σιωπηλό

αμνό κι αφήνοντας στα χέρια του κ. Σημίτη όλα μας τα προβλήματα και στη

διάθεση του κ. Σηφουνάκη την… αμνήστευση (φευ) των αμαρτιών μας και δη

εκείνων που τόλμησαν να σηκώσουν τα λάβαρα!

Όλα αυτά τα έκτροπα δείχνουν την έκταση αλλά και το είδος της κρίσης στην

Εκκλησία. Κυρίως, όμως, δείχνουν ότι οι προσωπικές φιλοδοξίες και πικρίες

μπαίνουν πάνω από το αληθώς εκκλησιαστικό φρόνημα. Κι όποιος συνέχιζε ν’

αμφιβάλλει, επείσθη από τις αθλιότητες της «παρασυναγωγής» στη Θήβα.

Το γελοίο της ιστορίας είναι ότι η κυβέρνηση ­ η οποία αν δεν εσκηνοθέτησε

τουλάχιστον ενεθάρρυνε αυτή τη φιέστα, για να πλήξει τον κ. Χριστόδουλο ­

κατάφερε μόνο να εκθέσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ακόμα και στα μάτια των

υποστηρικτών του!

Το ότι η κυβέρνηση δεν αντελήφθη πως καλλιεργώντας αυτό τον διχασμό, έβλαψε

καίρια τα συμφέροντα του Ελληνισμού, είναι από όλους αντιληπτό ­ εκτός,

βέβαια, της ευφυούς Τριάδος Κακλαμάνη – Σηφουνάκη – Σταθόπουλου.

Μένει στην Εκκλησία της Ελλάδος και στον Αρχιεπίσκοπο να ξεπεράσουν τις

αυτονόητες πικρίες και να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα με κριτήριο την

εκκλησιαστική ευθύνη, τον απλό πιστό και τα συμφέροντα του Γένους. Και να

ξεκινήσουν, επιτέλους, έναν υγιή διάλογο εφ’ όλης της ύλης! Το απαιτεί ο

ελληνικός λαός στο σύνολό του.

Ο Σ.Μ. Τζούμας είναι επικοινωνιο-λόγος και μέλος της Επικοινωνίας και

Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.