Λόγια επετειακά για το «Όχι» θα ακουστούν από αύριο. Τα παλιά εκείνα

γεγονότα, τυλιγμένα σε αναμνήσεις και αφηγήσεις, θα περιμένουν κι αυτή τη φορά

τις λέξεις που προορίζονται να αποδώσουν τιμές. Μάταια όμως.

Χρόνο με χρόνο οι λέξεις διστάζουν, κομπιάζουν οι πολιτικοί και οι δάσκαλοι να

σκαρφαλώσουν εκεί πάνω, στις απότομες πλαγιές. Σαν να ντρέπονται να

χρησιμοποιήσουν φράσεις που ν’ αντιστοιχούν στις περιστάσεις, ή μπορεί και να

φοβούνται πιο πολύ τον κίνδυνο του στόμφου απ’ αυτόν της ατονίας. Καλύτερα να

προκαλείς υπνηλία, παρά υποψίες. Γιατί πώς να βγει από τα στόματα των

σύγχρονων ομιλητών αυτό που δυσφημίστηκε και καταδικάστηκε σαν εθνική

μεγαλαυχία και έπαρση;

Είναι δύσκολο να μιλήσουν για την αυταπάρνηση που δεν λογαριάζει τις κακουχίες

­ να αμέσως μια λέξη που ακούστηκε τόσες φορές και μοιραία ξέπεσε. Κακουχίες:

πείνα δηλαδή, κρύο, δίψα και ορατή απειλή του θανάτου. Μια και όλα αυτά έπαψαν

να υπάρχουν, μοιάζει άσκοπο να ψάχνει κανείς για τη μυστήρια ψυχή εκείνων που

τα άντεξαν. Η ψυχή τους ανήκε στην εποχή τους. Είναι πάντα βολικό αυτό.

Από φόβο λοιπόν μήπως φανεί πως γλιστρούν σε εθνικιστική ρητορεία, πολλοί από

τους αγορητές της επετείου θα αποφύγουν να υψώσουν τον λόγο τους. Την ίδια

στιγμή στα διπλανά προαύλια, αίθουσες και σε κάμποσες εκκλησίες, άλλοι θα

πανηγυρίσουν γι’ αυτήν την παραχώρηση και ανεμπόδιστοι πλέον θα αναλάβουν να

πλέξουν αυτοί το εγκώμιο των ηρωικών ημερών. Μπορεί ο λόγος των δεύτερων να

ηχήσει κούφιος. Από την άλλη πλευρά όμως ο λόγος των πρώτων θα παραμένει

απελπιστικά μικρός.

Τι προτείνετε δηλαδή, μια ισχυρή δόση μεγαλείου; θα ρωτήσουν ειρωνικά οι κατ’

επάγγελμα προσγειωμένοι, αυτοί που αναλύουν συνεχώς τις «συνθήκες» και ποτέ

τις «πράξεις». Αν εννοούν πως το μέλλον της Ελλάδας είναι η αδιάκοπη

προσαρμογή (πρώτα στο ένα, μετά στο άλλο, αργότερα σε κάτι ακόμη), τότε το όχι

που πρέπει να πούμε είναι σ’ αυτήν ακριβώς την πορεία προς τις βαρετές

πεδιάδες. Για τους μεσόκοπους, ασφαλώς, δεν είναι κι άσχημα. Για τους

νεώτερους όμως είναι σαν τα πέλματα να ανεβαίνουν στο κεφάλι τους.

Κανένας νέος δεν θα παρακινηθεί σε τίποτα ακούγοντας να του εξηγούν το πώς το

ένα «πακέτο» θα το διαδεχτεί ένα άλλο, ούτε το πώς θα του δοθούν ευκαιρίες με

κωδικό αριθμό. Ας θυμηθούμε την προειδοποίηση του Ζ. Σορέλ, που έβλεπε στην

εποχή του τη νεολαία να πιέζεται από την αφόρητη πεζότητα των δημοκρατικών

υποσχέσεων. Κουρασμένοι οι νέοι αναζητούσαν καταφύγιο στον αναρχισμό κι από

εκεί στον επαναστατικό συνδικαλισμό, μόνο και μόνο για να αισθανθούν πως κάτι

σημαντικό πιθανόν να συμβεί και πως αν συμβεί, θα οφείλεται στη δική τους

έγερση.

Η σκοτεινή αυτή διέξοδος λείπει σήμερα. Προσφέρονται όμως οι πειρασμοί της

παράβασης και της ταραχής, η απεγνωσμένη βία που δεν θέλει παρά να καταστρέψει

εκείνο που οποιοσδήποτε άλλος θα ήθελε να χτίσει. Δεν είναι ακόμη σε έξαρση η

τυφλή αυτή ορμή στη χώρα μας. Αλλά αν συνεχιστεί η αριθμολογία και οι

προτροπές να εφοδιαστούν με προσόντα οι υποψήφιοι αγωνιστές για έναν αγώνα μες

στα βαλτόνερα, τότε τα ίδια θα εμφανιστούν κι εδώ. Αφού πρώτα χασμουρηθεί δέκα

φορές η πλήξη, θα τρίξει τα δόντια της και θα γίνει οργή.

Δεν φαίνεται πλέον καθαρά; Τα ξεσπάσματα πληθαίνουν, ανεβαίνει η ένταση.

Κηδεμόνες, ψυχολόγοι και ιερείς την παρακολουθούν και τη μετράνε. Οι

περισσότεροι δεν έχουν ακόμη καταλήξει αν η ανάγκη που την κατευθύνει είναι

κοινωνική, υπερβατική ή υπερφυσική. Ορισμένοι ανοίγουν τα γνωστά κιτάπια για

να βρουν πως φταίει η ανεργία, η οικογένεια κτλ. Τέλος, κάποιοι γλείφοντας τα

χείλη τους παραμονεύουν τις εφηβικές στρατιές. Γι’ αυτούς δεν είναι παρά μια

λεία λαχταριστή, ένα ποίμνιο που οδεύει στη θρησκευτικο-πολιτική σφαγή. Στην

περίπτωση αυτή το μόνο που θ’ άξιζε να μάθουμε, είναι αν θα ‘βγαινε απ’ τα

λαρύγγια των θυμάτων μία κραυγή τουλάχιστον.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.