Υπάρχουν κάτι ειδήσεις, στα «ψιλά» των εφημερίδων, που βρίσκουν τρόπο να

δραπετεύσουν από την κατασκευασμένη ιεράρχηση της «πρώτης είδησης». Αν και

«μικρές» οι ειδήσεις αυτές φανερώνουν μεγάλες αλήθειες για την ατομική και

συλλογική μας ύπαρξη.

Η μικρή ιστορία που ακολουθεί και ανασύρθηκε από τα ψιλά των εφημερίδων έχει

ως εξής: Ουάσιγκτον. Ο κύριος Μπομπ Νας και η κυρία Τζάνις Κίρνεϊ είναι

μαύροι. Βρίσκονται με το αυτοκίνητό τους στον δρόμο ενός αριστοκρατικού

προαστίου. Η αστυνομία τούς σταματά. Δεν γνωρίζει ότι οι δύο μαύροι εκτός από

μαύροι τυχαίνει να είναι και υπάλληλοι του Λευκού Οίκου. Ελέγχει τα χαρτιά

τους. Προτού καλά καλά πάρουν τα στοιχεία τους, οι αστυνομικοί τούς βγάζουν

βίαια έξω από το αυτοκίνητο, τους σημαδεύουν με το όπλο τους και τους βάζουν

χειροπέδες. Το ζεύγος των μαύρων υφίσταται ψυχολογικό σοκ.

Το ακριβό αυτοκίνητό τους «δεν θα μπορούσε παρά να είναι κλεμμένο», είπαν

αργότερα οι αστυνομικοί για να δικαιολογήσουν την πράξη τους. Άλλο είναι να

βλέπεις έναν μαύρο σε γκέτο του Χάρλεμ, εκεί δεν εκπλήσσει, δεν σαστίζει,

είναι η φυσική του θέση, και άλλο είναι να τον βλέπεις με ακριβό

αυτοκίνητο, να οδηγεί σε αριστοκρατικό προάστιο της Ουάσιγκτον. Θα σταθώ σε

αυτή τη φράση, και στην τηλεόραση που μοιάζει εξαίσια και αποτελεσματικά να

την υπερασπίζεται. «Η φυσική του θέση». Η τηλεόραση μάς υποδεικνύει τη

φυσική θέση των πραγμάτων. Πώς είναι και πώς θα όφειλαν να είναι τα πράγματα.

Οι δύο τάξεις, οι δύο κατηγορίες πραγμάτων ταυτίζονται εκπληκτικά. Αυτό που

ισχύει αναγορεύεται σε κανόνα. Αυτό που είναι, οφείλει και να είναι.

Αν διάλεξα τη μικρή ιστορία των δύο μαύρων δεν είναι για να επισημανθεί το

αυτονόητο, ότι δηλαδή υπάρχει ένα στερεότυπο του εγκληματία. Είναι μια

θεμελιακή διαπίστωση που ξεκάθαρα προκύπτει από τα δεδομένα όλων των

ερευνητικών προγραμμάτων, πως χαρακτηριστικά γνωρίσματα όπως το να είσαι

μαύρος στην Αμερική ή Αλβανός στην Ελλάδα, ή εν γένει η ανεργία, η φτώχεια, η

νεαρή ηλικία, είναι γνωρίσματα που καθιστούν ύποπτο το άτομο που τα έχει,

καθώς ανταποκρίνονται στο στερεότυπο του επικίνδυνου εγκληματία. Κινητοποιούν

πιο γρήγορες και πιο έντονες παρεμβάσεις από τις καταδιωκτικές αρχές. Παρότι

στις μέρες μας οι δυνάμει εγκληματίες δεν ανήκουν σε συγκεκριμένες ομάδες

«υψηλού» κινδύνου, αλλά λίγο πολύ σε όλες τις ομάδες, το στερεότυπο του

«επικίνδυνου εγκληματία» εξακολουθεί να εστιάζεται επιλεκτικά στις «μη

προνομιούχες» ομάδες.

Αν όμως διάλεξα να αφηγηθώ την «κοινότοπη» ιστορία του κυρίου Μπομπ Νας και

της κυρίας Τζάνις Κίρνεϊ είναι για να απεικονίσω αυτό που στα μάτια μου

προβάλλει σαν μία πολύ εύγλωττη «μεταφορά» τού «τι τελικά κάνει η

τηλεόραση». Έχω την αίσθηση ότι οι αστυνομικοί που συνέλαβαν τους δύο

μαύρους αποτελούν μια ζωντανή μεταφορά της λειτουργίας της τηλεόρασης. Η

τηλεόραση περιφρουρεί μια τάξη των πραγμάτων, κατασκευασμένη έτσι ώστε

να εμφανίζεται ως φυσική. Στη «φυσική» αυτή (ή αφύσικη) τάξη πραγμάτων, ο

ξένος είναι απαραίτητος. Και αν δεν υπήρχε οφείλαμε να τον επινοήσουμε. Οι

έρευνες όπως εκείνες του Gerbner ή του Fiske είναι αποκαλυπτικές. Φανερώνουν

την κοινωνική διαστρωμάτωση της προβαλλόμενης στην τηλεόραση βίας. Οι

μειονότητες, οι περιθωριακοί, έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να

εμφανισθούν ως, αδικαιολόγητα, βίαια άτομα. Οι προνομιούχοι, οι κοινωνικά

αποδεκτοί, συνήθως εμφανίζονται ως θύματα, αλλά και στην περίπτωση που θα

εμφανισθούν ως δράστες εγκλημάτων τότε η πράξη τους είναι συνήθως

παρακινούμενη από ευγενή ελατήρια ή έστω από την ψυχοπαθολογία.

Δεν είναι να απορείς. Η τηλεόραση επαναλαμβάνει μια παλιά ιστορία. Μας

μαθαίνει ότι το Κακό έρχεται πάντα απ’ έξω. Στην καρδιά του «κακού» πρέπει να

φωλιάζει πάντα το «άλλο», το «ξένο». Όταν ο τρόμος της σύφιλης κατέκλυζε την

Ευρώπη του 16ου αιώνα, οι Μοσχοβίτες μιλούσαν για το «πολωνέζικο κακό», οι

Πολωνοί για το «γερμανικό κακό» και οι Γερμανοί για το «γαλλικό κακό».

Σήμερα ο «άλλος» εξακολουθεί να επιστρατεύεται για να κατευνάσει την απειλή

κάθε λογής δυστυχίας και απελπισίας. Ο «άλλος» ως ύποπτος ενσαρκώνει όλα τα

δεινά των ομολογουμένων, και κυρίως ανομολόγητων, δεινών μας.

Έτσι, το κακό αποκτά πηγή. Εστιάζεται. Παύει να είναι έωλο. Η τηλεόραση βοηθά

στον πολύτιμο αυτό «εστιασμό». Και ορισμένες ειδήσεις στα «ψιλά» των

εφημερίδων βοηθούν να συλλογισθούμε την αιρετική δύναμη της μικρής είδησης,

αλλά και του περιθωρίου.

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.