Οι προτάσεις για την αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος οδήγησαν σε

έντονη αντιπαράθεση απόψεων. Από τη μία πλευρά η κυβέρνηση, με τη σύμφωνη

γνώμη της αξιωματικής αντιπολίτευσης:

Τοποθετεί σε ισότιμη βάση το δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος με το

δικαίωμα στην ποιότητα ζωής. Εισάγει το δικαίωμα στην κατοικία και τις

αναγκαίες υποδομές που πρέπει να διασφαλίζει ο σχεδιασμός ώστε να διατηρείται

πάντα θετικό το συνολικό περιβαλλοντικό ισοζύγιο. Προσδιορίζει ότι οι χρήσεις

γης και οι όροι δόμησης ορίζονται έτσι με βάση τον νόμο ώστε να λαμβάνονται

υπόψη όλα τα σχετικά δεδομένα με βάση τους κανόνες της επιστήμης (τελική

επεξεργασία). Προσδιορίζει ότι με νόμο θα ορίζεται η «έννοια» του δάσους,

επιτρέποντας αλλαγή χρήσης μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Από την άλλη

πλευρά ανέκυψε θύελλα αντιδράσεων: «Απειλή του περιβάλλοντος και κίνδυνος για

το κράτος δικαίου» (Δεκλερής), «Υποβάθμιση του Συμβουλίου της Επικρατείας

(ΣτΕ) και αλλοίωση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών» (Καραμανώφ),

«Επικίνδυνη αναθεώρηση» (Αλιβιζάτος), «Βιασμός του δασικού περιβάλλοντος»

(Δίκτυο Κινήσεων για την Προστασία του Περιβάλλοντος) κ.ά.

Αιχμή της κριτικής αυτής αποτελεί η πεποίθηση ότι εσφαλμένα εξισώνεται το

δικαίωμα στη φύση με το δικαίωμα στην ποιότητα ζωής και αναιρείται η νομολογία

του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, η

οποία θεωρείται ότι ήταν το βασικό οχυρό ανάσχεσης των αντισυνταγματικών

ενεργειών της Διοίκησης. Τέλος, υποστηρίζεται από ορισμένους ότι οι νέες

προτάσεις καλύπτουν το διαπλεκόμενο πολιτικό σύστημα με τα οικονομικά

συμφέροντα που επιζητούν την αξιοποίηση και ανοικοδόμηση των δασών για

τουριστική χρήση, για β’ κατοικία κ.ά. Το πρόβλημα της υποβάθμισης του

περιβάλλοντος στη χώρα μας είναι αποτέλεσμα της κυριαρχίας της αξιοποίησης της

ατομικής ιδιοκτησίας στη γη εις βάρος του δημόσιου χώρου. Ευθύνη γι’ αυτό

έχουν τόσο ισχυρά συμφέροντα όσο και ομάδες μικροϊδιοκτητών που ωφελούνται από

την έλλειψη ορθολογικών χωρικών ρυθμίσεων από το Κράτος και την Τοπική

Αυτοδιοίκηση.

Τα σύνθετα αυτά προβλήματα δεν μπορεί να επιλυθούν μόνο με συνταγματικές και

νομοθετικές ρυθμίσεις, όσο καλές αυτές και αν είναι. Ούτε βεβαίως το

περιβάλλον μπορεί να προστατευθεί μόνο με ένδικα μέσα προσφυγής στη ικαιοσύνη.

Στην παρελθούσα δεκαπενταετία το ΣτΕ (Ε’ Τμήμα) λειτούργησε διττά: Αφενός

συνέβαλε καθοριστικά στην προστασία ορισμένων ευαίσθητων οικοσυστημάτων (δάση,

βιότοποι κ.ά.) που κινδύνευαν από διάφορες πιέσεις και λανθασμένες ενέργειες

της Διοίκησης. Αφετέρου, με νομολογιακές υπερβολές, αδικαιολόγητες

καθυστερήσεις και υπερβάλλοντα ζήλο των δικαστών για το φυσικό περιβάλλον,

στηριζόμενοι συχνά σε μια φορμαλιστική αντίληψη για το περιβάλλον, άφησαν σε

πολλές περιπτώσεις αρρύθμιστες καταστάσεις που οδήγησαν σε αρνητικές συνέπειες

και για το περιβάλλον και για τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Το ΣτΕ καθιερώθηκε επίσης ως καταφύγιο των αντιστάσεων κατά της υποβάθμισης

του φυσικού περιβάλλοντος, από πλευράς περιβαλλοντικών οργανώσεων,

επιστημονικών συλλόγων κ.ά. Ωστόσο, η προσφυγή κατά κύριο λόγο σε ένδικα μέσα

(ακυρώσεις και αναστολές Π.Δ.) υποδηλώνει ορισμένες φορές την αδυναμία του

περιβαλλοντικού κινήματος να παρέμβει ενεργητικά στο στάδιο της διαμόρφωσης

της πολιτικής.

Με την επικείμενη αναθεώρηση τίθενται κατά τη γνώμη μας τέσσερα ερωτήματα:

1. Γιατί περιλαμβάνονται διατάξεις μόνο για τα δάση και δεν γίνεται

καμία αναφορά στους υδάτινους πόρους, το έδαφος, τη βιοποικιλότητα, τα

οικοσυστήματα;

2. Γιατί στην εξειδικευμένη αναφορά για τις χρήσεις γης και τους όρους

δόμησης, έχει λόγο η επιστήμη, ενώ δεν έχει για την έννοια του δάσους, την

οποία ορίζει ο εκάστοτε υπουργός Γεωργίας με νόμο;

3. Γιατί γίνεται αναφορά μόνο στο δικαίωμα στην προστασία του

περιβάλλοντος, στο δικαίωμα στην ποιότητα ζωής και στο δικαίωμα στην κατοικία

και όχι στα δικαιώματα ισότιμης πρόσβασης στις υποδομές, ισόρροπης χωρικής

ανάπτυξης και αειφόρου ανάπτυξης;

4. Πώς θα εξασφαλιστεί ο έλεγχος της ενισχυόμενης εκτελεστικής εξουσίας

σε σχέση με τη διαμόρφωση και υλοποίηση χωροταξικής / πολεοδομικής και

περιβαλλοντικής πολιτικής;

Στο τελευταίο ερώτημα (που θα επανέλθουμε σε άλλο άρθρο) η απάντηση είναι

σύνθετη. Η αναβαθμισμένη δικαστική εξουσία έχει σίγουρα έναν καθοριστικό ρόλο

αλλά δεν είναι το μόνο αντίβαρο. Απαιτούνται παράλληλα νέες μορφές ουσιαστικής

δημοκρατικής συμμετοχής και διαπραγμάτευσης, ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και

νέες δομές διακυβέρνησης που θα επιτρέπουν τον διάλογο και τον έλεγχο της

εξουσίας, ώστε θεσμικά να υπερβούμε τα αδιαφανή διαπλεκόμενα συμφέροντα και

την ανεξέλεγκτη πελατειακή πολιτική.

Ο Παναγιώτης Γετίμης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.