Ενα απόγευμα καθώς περπατούσα με τον πατέρα μου στο πατρικό μας σπίτι, βρήκε

το κουράγιο να μου εκμυστηρευτεί το όνειρό του… Ήταν ασυνήθιστο γι’ αυτόν

και μου προκάλεσε έκπληξη. Δεν ήταν απ’ αυτούς που έλεγαν πολλά σε μένα, γι’

αυτό τον άκουσα προσεκτικά. «Ντιεγκίτο, ξέρεις τι σκεφτόμουν χθες βράδυ; Πως

θα ήταν ωραίο να έπαιζες με τη φανέλα της Μπόκα μία ημέρα. Εσύ στην Μπομπονέρα

(το στάδιο της Μπόκα) και εμείς από την εξέδρα να σε χειροκροτάμε». Σωστά… Η

Μπόκα ήταν μία δελεαστική προοπτική, αλλά… ήταν απένταρη. Δεν είχε καθόλου

ρευστό!

Ένας ρεπόρτερ της εφημερίδας «Κρόνικα», ο Φρανκονιέρι μού τηλεφώνησε. «Γεια

σου Ντιέγκο. Ώστε έχεις συμφωνήσει με τη Ρίβερ, έτσι;». Ήθελε να με παγιδεύσει

για να γράψει ιστορίες. Έτσι, τον άφησα να μιλήσει για λίγο και μετά του είπα:

«Όχι, δεν πρόκειται να πάω στη Ρίβερ, γιατί έχω στην άλλη γραμμή την Μπόκα

Τζούνιορς». Δεν ξέρω πως μου ήρθε να το πω αυτό εκείνη τη στιγμή. Είναι απ’

αυτές τις ιδέες που σου έρχονται ξαφνικά.

Ήταν μία παράξενη κατάσταση. Η Ρίβερ είχε όλα τα χρήματα, αλλά δεν με

ενθουσίαζε. Αντίθετα, τα ταμεία της Μπόκα ήταν άδεια, αλλά μου προκαλούσε ένα

απεριόριστο πάθος.

Αυτό που συνέβη ήταν να αλλάξω ουσιαστικά τρόπο ζωής. Ήμουν, ήδη, διάσημος,

αλλά ποτέ δεν περίμενα πως φορώντας τη φανέλα της Μπόκα θα άλλαζε τόσο πολύ η

ζωή μου.

«ΠΟΥΛΙ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ»

Στο τελευταίο του επίσημο παιχνίδι (δεξιά) ο Ντιέγκο Μαραντόνα φορούσε τη

φανέλα της αγαπημένης του Μπόκα Τζούνιορς. Δίπλα, ο Ντιέγκο Μαραντόνα σκοράρει

με απευθείας κτύπημα φάουλ σε ένα από τα πρώτα του ματς με τα χρώματα της Μπόκα

Πραγματοποίησα το επίσημο ντεμπούτο μου δύο ημέρες μετά την υπογραφή του νέου

συμβολαίου. Ήταν Κυριακή και παίζαμε στην Μπομπονέρα εναντίον της Ταγιέρες από

την Κόρντομπα. Εκείνη την ημέρα η Μπομπονέρα ήταν το κάτι άλλο.

Οι φίλαθλοι τραγουδούσαν «Σε θέλει η Μπαρτσελόνα, σε θέλει και η Ρίβερ Πλέιτ,

ο Μαραντόνα, όμως, παίζει για την Μπόκα, γιατί είναι πουλί του ποταμού».

Είχα εντυπωσιαστεί απ’ όλο αυτόν τον κόσμο που είχε έρθει να δει ειδικά εμένα.

Ίσως αισθάνθηκα και λίγο ντροπή που είδα το πρόσωπό μου στα γραφεία του

συλλόγου.

Ακολούθησε το παιχνίδι με τη Νιούελς, στο οποίο κέρδισα ένα πέναλτι. Φέραμε

ισοπαλία 2-2. Την επόμενη Κυριακή είχαμε ντέρμπι με την Ιντεπεντιέντε. Ήταν

πραγματικά πολύ σημαντικό για μένα. Είχα πείσει τον προπονητή μας τον

Μαρτσολίνι να χρησιμοποιήσει τον Ρουτζιέρι στη βασική ενδεκάδα. Μετά ρώτησα

τους παλαιότερους, τον Μπρίντιζι, τον Μούτζο και τον Περνέα. «Ειλικρινά, δεν

αισθάνεστε καλύτερα όταν έχετε κοντά σας τον πιτσιρικά»; Και μου

απάντησαν:«Φυσικά, Ντιέγκο. Έχεις δίκιο».

Ο Ρουτζιέρι έπαιξε τελικά εναντίον της Ιντεπεντιέντε στην Αβαγιανέδα και

κερδίσαμε 2-0 από ένα γκολ δικό μου και ένα του… πιτσιρικά.

Τα παιχνίδια που ακολούθησαν ήταν σκληρά. Τα παλεύαμε, όμως, όλα, άλλα

χάνοντας και άλλα κερδίζοντας. Σε ένα ματς εναντίον της Φερό, σε τάκλιν που

δέχτηκα από τον Κάρλος Αρεγκούι, πήδηξα τόσο ψηλά όσο ο Μάικλ Τζόρνταν.

Υπάρχει, άλλωστε, αυτή η φωτογραφία.

Η Σαν Λορέντζο είναι η αιώνια εχθρός της Μπόκα. Ωστόσο, ποτέ δεν κατάφερε να

κερδίσει όσο έπαιζα εγώ με την Μπόκα. Και αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος για να

με αγαπήσουν οι οπαδοί της Μπόκα, οι Los Cuervos. Είναι οι καλύτεροι φίλαθλοι

για μένα στην Αργεντινή. Φτιάχνουν καταπληκτικά στιχάκια, ενώ δείχνουν

πραγματικά πως διασκεδάζουν.

Τους αγαπώ και είμαι ικανοποιημένος που έπαιξα γι’ αυτούς.

Το πρωτάθλημα, όμως, συνεχιζόταν. Ακόμη μία νίκη εναντίον της Νιούελς και

τέσσερις ισοπαλίες στη σειρά, εκ των οποίων η μία με τη Ρίβερ στο Μονουμεντάλ,

με γκολ που πέτυχα εγώ, αφήνοντας «αγάλματα» τον Φιγιόλ και τον Ταραντίνι.

Μετά ήρθε το ματς με την Κολόν. Ένα εκπληκτικό ματς. Ήταν 26 Ιουλίου.

Κινδύνευε να υποβιβαστεί και εμείς πηγαίναμε για την κατάκτηση του τίτλου.

Ήταν μία πραγματική μάχη. Όπως και το παιχνίδι με τη Φερό. Ήταν καλύτερη από

εμάς, αλλά οι δύο βαθμοί πήγαν στην Μπόκα!

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΠΕΝΑΛΤΙ ΚΑΙ Η ΛΥΤΡΩΣΗ

Ένα από τα πιο σπουδαία γκολ του Μαραντόνα, στον αγώνα της Μπόκα με τη Ρίβερ

Πλέιτ, έχοντας αντιπάλους τους σπουδαίους Ταραντίνι και Φιγιόλ

Πιστεύαμε πως βρισκόμασταν κοντά στην κατάκτηση του τίτλου, όταν ταξιδέψαμε

στο Ροζάριο. Παίζαμε στο στάδιο Gigante de Arrogito εναντίον της Σεντράλ και

χρειαζόμασταν μία ισοπαλία για τον τίτλο. Ήταν Κυριακή 9 Αυγούστου. Θυμάμαι

είχα τον τίτλο στα πόδια μου και τον έδιωξα. Αστόχησα σε πέναλτι και χάσαμε

την ευκαιρία να κερδίσουμε από εκείνο το παιχνίδι τον τίτλο. Ακόμη δεν μπορώ

να συγχωρήσω τον εαυτό μου γι’ αυτό το χαμένο πέναλτι. Η πίκρα στα πρόσωπα των

οπαδών της Μπόκα ήταν μία συγκλονιστική εικόνα.

Χάσαμε 1-0, αλλά διατηρηθήκαμε στην πρώτη θέση έχοντας μία ακόμη ευκαιρία για

την κατάκτηση του τίτλου στο ματς με τη Ρασίνγκ, στην Μπομπονέρα.

Ήρθαμε ισόπαλοι 1-1 και κατακτήσαμε το πρωτάθλημα.

Το γκολ το σημείωσα εγώ με κτύπημα πέναλτι. Την άλλη ημέρα έγραφε η «Ελ

Γκράφικο»: «Σε ευχαριστώ ζωή που μου έδωσες τόσα πολλά».

Πρωτάθλημα με την Μπόκα. Κάτι το πρωτόγνωρο. Ξέρετε πότε κατάλαβα ακριβώς τι

είχαμε πετύχει; Έναν μήνα αργότερα όταν η γιαγιά μου εισήχθη στην κλινική

Γκουέμες για μερικές ημέρες. Εγώ και η Κλαούντια πήγαμε να τη δούμε και όταν

με αντελήφθησαν στο πάρκινγκ, έσπευσαν πολλοί να με αγκαλιάσουν. Άλλοι

έκλαιγαν, άλλοι μου έδιναν συγχαρητήρια και με ευχαριστούσαν για την ευτυχία

που τους είχα δώσει. Είχα συγκινηθεί πάρα πολύ. Θυμάμαι το πρόσωπο του Αντόνιο

Λάμπατ. Δεν τον έχω δει από τότε, αλλά για μένα εκπροσωπεί τα πρόσωπα όλων των

οπαδών της Μπόκα. Θυμάμαι ακόμη που μου έλεγαν για το χαμένο πέναλτι πως

μπορεί να συμβεί στον καθένα. Ευχαριστώ τον Θεό που μπόρεσα και τους το

ξεπλήρωσα αυτό το πέναλτι.

ΕΓΩ ΚΑΙ Ο ΚΕΜΠΕΣ

Στο ντεμπούτο του με την Μπόκα ο Μαραντόνα πέτυχε δύο γκολ εναντίον της

Ταγιέρες ντε Κόρντομπα

Στο μεταξύ, η Ρίβερ, μετά το ναυάγιο της μεταγραφής μου, προσπαθούσε να βρει

έναν άλλο παίκτη μεγάλης κλάσης. Και τότε ήταν που έφερε πίσω στην Αργεντινή

τον Μάριο Κέμπες. Το γεγονός αυτό με έκανε πολύ υπερήφανο. Πάντα εκτιμούσα τον

Κέμπες και αισθάνθηκα πολύ σημαντικός, αφού στην Αργεντινή με παρομοίαζαν με

αυτόν.

Ήταν πολύ ταλαντούχος. Πάντα τον έφερνα ως παράδειγμα στον Πασαρέλα, όταν ο

τελευταίος επέμενε να μην καλεί στην εθνική παίκτες με μακριά μαλλιά. Με τη

λογική του Πασαρέλα, ο Κέμπες δεν θα είχε παίξει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του

1978.

Εκείνο το πρωτάθλημα ήταν εξοντωτικό για μένα. Παίζαμε χιλιάδες παιχνίδια κάθε

εβδομάδα. Μετά το τέλος των αγώνων, οι φίλαθλοι δεν συζητούσαν τίποτε άλλο

παρά μόνο για τη μεταγραφή μου στην Μπαρτσελόνα και τη μάχη της Μπόκα να με

κρατήσει στην Αργεντινή.

Ο μόνος τρόπος που υπήρχε για να γεμίσει τα ταμεία της η Μπόκα και να με

κρατήσει κοντά της, ήταν να δίνει συνεχή φιλικά παιχνίδια για να με

επιδεικνύει! Έτσι, μία ημέρα πήγαμε στο Μεξικό για να παίξουμε με μία ομάδα τη

Νέζα (φυσικά, ούτε λόγος για διακοπές.) Από το Μεξικό πήγαμε στην Ισπανία να

παίξουμε τη Σαραγόσα και από εκεί κατευθείαν στο Παρίσι. Τότε δεν γνώριζα

ακόμη το Παρίσι.

Ήταν η πρώτη μου φορά στη γαλλική πρωτεύουσα, για την οποία είχα ακούσει τόσα

πράγματα. Λάτρεψα το μέρος. Ειδικά μία ημέρα όταν είχαμε πάει στο Λίντο. Με

άφησαν να περάσω και ας μην φορούσα γραβάτα. Δεν ήξερα πως δεν μπορούσες να

μπεις σε καμπαρέ αν δεν φορούσες γραβάτα. Στο Παρίσι κερδίσαμε την Παρί Σεν

Ζερμέν 3-1 στο Παρκ ντε Πρενς. Αλλά κανείς δεν συζητούσε για ποδόσφαιρο. Όλοι

μιλούσαν για τη μεταγραφή μου.

Ύστερα από μία ήττα με 1-0 από την Ινστιτούτο στην Μπομπονέρα, ήρθε στα

αποδυτήρια ο διευθύνων σύμβουλος της Μπόκα, ο Πάμπλο Αμπαταντζέλο και άρχισε

να λέει άσχημα πράγματα για τους παίκτες και για μένα. Έτσι, ως απάντηση πήγα

στην εκπομπή «60 λεπτά» και είπα πως μόνο ένας ηλίθιος θα έκανε τέτοια σχόλια.

Ήθελαν να κόψουν την εκπομπή στον αέρα.

Στα μέσα του Οκτωβρίου του 1981 προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο του Αμπιτζάν,

στην Ακτή του Ελεφαντόδοντος, έπειτα από ένα πέρασμα από το Ντακάρ. Ποτέ δεν

έχω ξαναδεί αυτό που είδα εκεί σε όλη μου την καριέρα. Είχαν μαζευτεί χιλιάδες

μικροί μαύροι και αφού έσπασαν τον αστυνομικό κλοιό μου φώναζαν «Ντιέγκο,

Ντιέγκο». Και λίγο αργότερα, όταν πήγαμε να φάμε στο ξενοδοχείο, περίπου

είκοσι απ’ αυτούς ήρθαν σε μένα και άρχισαν να με επευφημούν. Ένας, μάλιστα,

με αποκάλεσε «Pelusa» (χνούδι) που ήταν το παρατσούκλι μου στην Αργεντινή.

ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΦΥΓΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ

Στιγμιότυπο από το ματς της Μπόκα στην Ακτή Ελεφαντοστού τον Οκτώβριο του

1981. Εκατοντάδες παιδιά αποθέωσαν τον Ντιεγκίτο όταν έφτασε στο αεροδρόμιο

του Αμπιτζάν

Εκείνη την περίοδο το θέμα ήταν αν θα έμενα στην Μπόκα ή θα πήγαινα σε άλλη

ομάδα.

Ήταν πολύ άσχημη η οικονομική κατάσταση στην Αργεντινή και οι προσφορές από το

εξωτερικό έρχονταν η μία μετά την άλλη αυξάνοντας την πίεση. Μου έδιναν έξι

εκατ. δολάρια, που τότε βέβαια ήταν μία περιουσία, αλλά σήμερα στο 2000 δεν

αγοράζεις ούτε έναν καλό αμυντικό. Έχασα πάρα πολλά χρήματα. Σε μία συνέντευξη

Τύπου ρωτήθηκε ο πρόεδρος, Ντομίνγκο Κοριλιάνο, τι πρόκειται να γίνει με τον

Ντιέγκο. Και εκείνος απάντησε: «Θα κάνουμε το καλύτερο δυνατό για να μείνει

στην Αργεντινή». Έτσι, σηκώθηκα από την καρέκλα μου και άρχισα να φωνάζω:

Κοριλιάνο, Κοριλιάνο. Ήξερα, όμως, ότι θα ήταν δύσκολο, πολύ δύσκολο να με

κρατήσουν. Ήθελα να παίξω στο Κόπα Λιμπερταδόρες. Τη μεγαλύτερη διοργάνωση της

Λατινικής Αμερικής. Ήθελα να κερδίσω αυτόν τον τίτλο που δεν είναι όπως ένα

πρωτάθλημα… Γι’ αυτό είχα πει κάτι τότε που ακόμη πιστεύω. Μόνο τα ονόματα

έχουν αλλάξει. «Με εκνευρίζουν τα όσα συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο. Αυτοί που

διοικούν είναι οι παράγοντες, οι οποίοι διώχνουν τους παίκτες στο εξωτερικό

για τα χρήματα.

Γι’ αυτό έφυγαν όλοι οι σπουδαίοι παίκτες από την Αργεντινή». Αυτά τα είπα το

1982.

Για να είμαι ειλικρινής, άρχισα να σκέφτομαι πως οι ξένοι με αγαπούν

περισσότερο απ’ όσο οι συμπατριώτες μου. Παίξαμε φιλικά παιχνίδια με τη

Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γερμανία, στο γήπεδο της Ρίβερ, πριν από

το Μουντιάλ και με έκαναν να νιώθω παράξενα. Ήταν η πρώτη μου απογοήτευση από

τον κόσμο. Με αποδοκίμαζαν και μου σφύριζαν συνέχεια. Δεν μπορούσα να το

πιστέψω. Δεν είχα κάνει διακοπές για χρόνια. Πήγαινα κατευθείαν από την Μπόκα

στην εθνική ομάδα, χωρίς καμία διακοπή. Δεν είχα παίξει καλά. Αυτό ήταν

αλήθεια. Αλλά ο Μαραντόνα δεν έχει δικαίωμα να μην παίξει καλά σε ένα

παιχνίδι;

(c) 2000, Diego Armando Maradona from «Yo Soy El Diego».