|
|
«… αναμφιβόλως, πρέπει να βάλουμε στο Σύνταγμα ό,τι περισσότερο μπορούμε».
Κ. Μητσοτάκης
(στην Επιτροπή Αναθεωρήσεως του Συντάγματος, 13.9.2000)
Μετά το Συμβούλιο της Επικρατείας, θα αναφερθώ στα «διαπλεκόμενα» και το πώς ο
πολιτικός μας κόσμος τα αντιμετωπίζει με την υπό συζήτηση αναθεώρηση του
Συντάγματος.
Χάρη στα διαπλεκόμενα, η αναθεώρηση του Συντάγματος πέτυχε, μέσα σε λίγες μόνο
μέρες, αυτό που δεν είχε κατορθώσει τα πέντε τελευταία χρόνια: βρέθηκε στο
επίκεντρο του ειδησεογραφικού ενδιαφέροντος. Διότι, με αφορμή την τροποποίηση
των άρθρων 14 και 15 του Συντάγματος για τον Τύπο και τη ραδιοτηλεόραση,
κυβέρνηση και αντιπολίτευση αναζήτησαν θεσμικές απαντήσεις σε ένα μείζον θέμα:
τις ιδιωτικές εξουσίες και την επιρροή που αυτές ασκούν στη λειτουργία του
πολιτεύματος.
Με διαφαινόμενη τη συμφωνία των δύο μεγάλων κομμάτων, την αμηχανία του
Συνασπισμού και τις καταγγελίες του ΚΚΕ για υποκρισία, η Επιτροπή Αναθεωρήσεως
του Συντάγματος κατέληξε σε δύο νέες διατάξεις, η οριστική διατύπωση των
οποίων, όπως άλλωστε και των υπόλοιπων καινούργιων, θα γίνει από Ολομέλεια της
Βουλής τους προσεχείς μήνες.
Η πρώτη και πιο συζητημένη από τις διατάξεις αυτές αναφέρεται στο ιδιοκτησιακό
καθεστώς, την οικονομική κατάσταση και τη χρηματοδότηση του Τύπου και των
ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης.
Η πρόταση της προηγούμενης Βουλής ήταν λακωνική: ως σκοπός της αναθεώρησης της
παραγράφου 9 του άρθρου 14 καθορίσθηκε περίπου ομόφωνα «να καταστούν
υποχρεωτικές εκ του Συντάγματος οι εγγυήσεις διαφάνειας και πολυφωνίας στα
μέσα ενημέρωσης». Όσο για την εισήγηση Βενιζέλου, ήταν και αυτή λιγόλογη:
ανέθετε στον κοινό νομοθέτη να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να αποτρέψει «τη
συγκέντρωση του ελέγχου περισσότερων μέσων ενημέρωσης της αυτής ή άλλης
μορφής».
Ακολούθησε, στην Επιτροπή Αναθεωρήσεως του Συντάγματος και διά του Τύπου, μια
πλειοδοσία προτάσεων, που απέβλεπαν στο να περιλάβει το ίδιο το Σύνταγμα τις
αναγκαίες απαγορεύσεις, ώστε ο νόμος να μην έχει περιθώρια υπεκφυγών.
Σύμφωνα με την προσωρινή διατύπωσή της, στη διαμόρφωση της οποίας συνέβαλε
άμεσα και η Νέα Δημοκρατία, η νέα διάταξη της παραγράφου 9, από τη μια,
απαγορεύει κατ’ αρχήν τον έλεγχο περισσότερων μέσων ενημέρωσης «της αυτής ή
άλλης μορφής» από ένα και το αυτό πρόσωπο και, από την άλλη, επαναλαμβάνει
επεκτείνοντάς το μάλιστα και στον Τύπο το ασυμβίβαστο ανάμεσα στην ιδιότητα
του ιδιοκτήτη, εταίρου, μετόχου κ.λπ. μέσου ενημέρωσης και σε εκείνην του
εργολάβου ή προμηθευτή του Δημοσίου. Περαιτέρω ορίζει ότι το ασυμβίμβαστο αυτό
«καταλαμβάνει και κάθε είδους παρένθετα πρόσωπα, όπως συζύγους, συγγενείς,
οικονομικά εξαρτημένα άτομα ή εταιρείες χαρτοφυλακίου». Τέλος, διευκρινίζει
ότι, για να αποτραπούν τυχόν «καταστρατηγήσεις», ο νόμος θα προβλέψει κυρώσεις
και εγγυήσεις. Στις τελευταίες αυτές ρυθμίσεις πολλοί είδαν το σημαντικότερο
πλήγμα κατά της διαπλοκής.
Δεν θα σχολιάσω ούτε τις ατέλειες ούτε τις υπερβολές της διάταξης αυτής. Όπως
ορθά επισημάνθηκε, οι συντάκτες της φαίνεται πως ξέχασαν ότι η συγγένεια δεν
είναι απαραιτήτως και ένδειξη οικονομικής εξάρτησης, και ότι μέτοχος είναι και
ο μικρομέτοχος που δεν έχει την παραμικρή σχέση με ισχυρούς οικονομικούς
παράγοντες. Σε ειδικότερους από εμένα ανήκει να πουν πώς, σε άλλες έννομες
τάξεις, είτε με τις γενικές διατάξεις για την προστασία του ανταγωνισμού είτε
μέσω της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, κατέστη δυνατό να
περιορισθεί η αθέμιτη επιρροή κολοσσών όπως η Microsoft, η Boeing και,
παλαιότερα, η ΑΤ&Τ.
Σε ό,τι με αφορά, εν τούτοις, δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι από τη δυσανάλογα
μακροσκελή διάταξη, που υιοθέτησε τελικά η Επιτροπή, λείπει η μόνη κύρωση που
θα μπορούσε να καταστήσει αποτελεσματική την εφαρμογή της νέας ρύθμισης στο
μέλλον, η μόνη που η ένταξή της στο Σύνταγμα θα ήταν ως εκ τούτου
δικαιολογημένη. Η πρόβλεψη δηλαδή, κατ’ αναλογία προς την ισχύουσα διάταξη της
παραγράφου 4 του άρθρου 57 Σ. για τα ασυμβίβαστα των βουλευτών, ότι οι
συμβάσεις δημόσιων έργων και προμηθειών που θα συνήπταν οι ιδιοκτήτες μέσων
ενημέρωσης παρά τη σχετική απαγόρευση θα είναι άκυρες.
Η έλλειψη ακριβώς μιας τέτοιας διάταξης είναι αυτή που κατέστησε τον ν.
2328/1995 διάτρητο. Διότι, αν και η σχετική παράλειψη είχε επισημανθεί ευθύς
εξ αρχής στον αρμόδιο υπουργό, ο νόμος αυτός απέφυγε να ορίσει ότι, σε
περίπτωση ανάληψης δημόσιων έργων ή προμηθειών από ιδιοκτήτες μέσων
ενημέρωσης, οι σχετικές συμβάσεις θα είναι άκυρες. Προέβλεψε μόνον ότι, στην
περίπτωση αυτή, θα ανακαλείται η άδεια του σταθμού που ανήκει στον παραβάτη.
Ωστόσο, αν σκεφτεί κανείς ότι, με ευθύνη του υπουργείου Τύπου (και όχι του
Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, όπως συνήθως λέγεται), καμιά κανονική
άδεια τηλεοπτικού καναλιού δεν έχει ακόμη χορηγηθεί αν και έχουν περάσει
πάνω από τρία χρόνια από την προκήρυξη των συχνοτήτων αντιλαμβάνεται γιατί η
νομοθετική αυτή απαγόρευση της διαπλοκής παραμένει στα χαρτιά.
Διότι είναι προδήλως αδύνατο να ανακληθεί μια άδεια που ποτέ δεν δόθηκε.
Κακώς, λοιπόν, υποστηρίζεται ότι νόμοι υπάρχουν και ότι αρκεί αυτοί να
εφαρμοσθούν. Υπάρχουν κακοί νόμοι, που δεν μπορούν να εφαρμοσθούν.
Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διατύπωση που προτείνει για το αμέσως επόμενο άρθρο
του Συντάγματος ο κ. Βενιζέλος, δηλαδή για το άρθρο 15, η προηγούμενη άδεια
για τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς δεν θα είναι πλέον κατά το Σύνταγμα
υποχρεωτική, αλλά δυνητική. Και τούτο με τη σκέψη ότι δεν θα πρέπει η σχετική
ρύθμιση να ξεπερασθεί «από τα πράγματα, μετά από λίγο» μια και, πάντοτε κατά
τον εισηγητή της πλειοψηφίας, η διάχυση της ραδιοτηλεόρασης ενδέχεται πολύ
σύντομα να είναι «τόσο παγκόσμια», ώστε να μην απαιτούνται πλέον άδειες (!).
Για το μέγεθος τού υπό εκκόλαψη νέου αυτού θεσμικού ανοσιουργήματος, αρκεί να
αναλογισθεί κανείς το θράσος ενός επιχειρηματία που θα μπορεί αύριο να ιδρύσει
ελεύθερα τηλεοπτικό σταθμό στην Ελλάδα και να εκπέμψει οτιδήποτε χωρίς άδεια.
Η δεύτερη κρίσιμη για το θέμα μας διάταξη είναι η νέα παράγραφος 2 του άρθρου
15 Σ. Με αυτήν, ο άμεσος έλεγχος του κράτους στη ραδιοφωνία και την τηλεόραση
διατηρείται και ανατίθεται στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, μόνο αρμόδιο,
όπως ορίζεται, να επιβάλλει τις εκάστοτε προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις.
Το επίμαχο ζήτημα της συγκρότησης του ΕΣΡ αφέθηκε να συζητηθεί με το νέο άρθρο
101Α του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται σε όλες τις ανεξάρτητες διοικητικές
αρχές και ορίζει ότι τα μέλη τους, άρα και τα μέλη του ΕΣΡ, διορίζονται με
σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας διαρκούς επιτροπής της Βουλής, η οποία διατυπώνεται
με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 των παρόντων μελών της.
Η στενή διαπλοκή πολιτικής και οικονομικής εξουσίας δεν είναι βεβαίως μόνον
ελληνικό φαινόμενο. Σε όλες τις ελεύθερες οικονομίες οι ισχυροί
επιχειρηματικοί όμιλοι επιδιώκουν να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις προς
ίδιον όφελος. Στην Ελλάδα, εν τούτοις, το φαινόμενο έχει λάβει δυσανάλογα
μεγάλες διαστάσεις για πολλούς λόγους, από τους οποίους θα ξεχώριζα δύο, έναν
παραδοσιακό και έναν νεώτερο: την υπερδιόγκωση του κράτους και του δημόσιου
τομέα, από τη μια, και την ανεξέλεγκτη, την «άγρια» ανάπτυξη της ιδιωτικής
ραδιοτηλεόρασης, από την άλλη.
Δεν είναι ασφαλώς της στιγμής να εγκύψει κανείς περισσότερο στα βαθύτερα αίτια
του ζητήματος, ούτε να αναλύσει τους κινδύνους που εγκυμονεί η παράτασή του.
Εδώ προσήκει να τονισθεί μόνο το αυτονόητο: χωρίς πολιτική βούληση, χωρίς
διάρκεια, συνέπεια και γνώση, το πρόβλημα θα παραμένει, όσες συνταγματικές
διατάξεις και αν κατά καιρούς θεσπίζονται για την δήθεν επίλυσή του.
Διότι, μόνο με διακηρύξεις και εξορκισμούς, κανένα Σύνταγμα δεν πείθει. Για
παράδειγμα, μόνον καγχασμό θα προκαλέσει στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες
η εξαγγελλόμενη αναβάθμιση του ΕΣΡ σε συνταγματικό θεσμό όταν, τη στιγμή
ακριβώς που συζητείται το σχετικό άρθρο στην Επιτροπή Αναθεωρήσεως του
Συντάγματος, ο αρμόδιος υπουργός εν προκειμένω ο κ. Δ. Ρέππας εξαγγέλλει τα
εκ διαμέτρου αντίθετα για τη σύνθεση του οργάνου με το υπό κατάρτιση
νομοσχέδιό του.
Η εμπειρία άλλων χωρών, με διαπλεκόμενα πολύ ισχυρότερα από τα δικά μας,
διδάσκει ότι ακόμη και ο πιο ριψοκίνδυνος επιχειρηματίας δεν τολμά να παραβεί
τον αυστηρό νόμο, τον νόμο δίχως «παράθυρα» και «τρύπες», όταν αυτός
εφαρμόζεται με συνέπεια και συνέχεια. Και ότι κανένας σοβαρός έλεγχος δεν
μπορεί να υπάρξει, καμιά ρύθμιση να εφαρμοσθεί, όταν πολιτικοί που ανήκουν στο
ίδιο κόμμα και στην ίδια κυβέρνηση δίνουν τόσο αλλοπρόσαλλα δείγματα γραφής
όσο τα παραπάνω. Διότι είναι αδιανόητο, από τη μια, ο εισηγητής της
πλειοψηφίας να μιλά για ανάδειξη των μελών του ΕΣΡ από τη Βουλή, με αυξημένη
μάλιστα πλειοψηφία και, από την άλλη, ο αρμόδιος υπουργός να υποστηρίζει ότι
τα μέλη του ΕΣΡ θα επιλέγονται από κατάλογο που θα καταρτίζει ο ίδιος.
Ας υπάρξει, λοιπόν, στοιχειώδης σοβαρότητα. Διότι η Ιστορία διδάσκει ότι το
Σύνταγμα εκδικείται όταν χρησιμοποιείται μόνον ως άλλοθι.
Αντί υστερογράφου: ανταπάντηση στον κ. Ευ. Βενιζέλο
1.Στην απάντησή του στο προηγούμενο άρθρο μου στα «ΝΕΑ», ο κ. Ευ.
Βενιζέλος με κατηγορεί ότι χρησιμοποιώ «τρομοκρατικό» τίτλο, ότι η μέθοδός μου
είναι «δημαγωγική» και «σκανδαλολογική», ότι το ύφος μου «προσβλητικό» και
«προπετές», και ότι «παραποιώ» και «διαστρέφω» εν γνώσει και καθ’ υποτροπήν τα
δεδομένα του προβλήματος, «παραπληροφορώντας» τους αναγνώστες των «ΝΕΩΝ» και
μάλιστα «εν ψυχρώ». Όλα αυτά δε, χωρίς εγώ να έχω χρησιμοποιήσει τον παραμικρό
προσωπικό χαρακτηρισμό εις βάρος του.
2.Το «πάθος» στις επιστημονικές συζητήσεις δεν είναι μόνον ανεκτό.
Είναι και ευκταίο. Διότι δίνει χρώμα στον διάλογο, τον ζωντανεύει. Δεν
συμβαίνει το ίδιο με την εμπάθεια. Διότι, πέρα από έλλειψη επιχειρημάτων, η
εμπάθεια προδίδει επιστημονική ανεπάρκεια και ανασφάλεια, η οποία ως γνωστόν
αποκλείει κάθε απόπειρα για σοβαρή ανταλλαγή απόψεων.
3.Παρά ταύτα, για να μην πλανώνται ψευδείς εντυπώσεις, θα αντιμετωπίσω
τις απανωτές υπεκφυγές του κ. Βενιζέλου, υποβάλλοντάς του μερικά ερωτήματα:
Πρώτον, ως πολιτικός, πιστεύει ειλικρινά ότι, με απόφαση ας πούμε του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Καβάλας ή έστω του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, θα
μπορούσε ποτέ να σταματήσει ή έστω να ανασταλεί προσωρινά η κατασκευή της νέας
Εγνατίας στο δέλτα του Νέστου για να προστατευθεί η άγρια πανίδα;
Δεύτερον, ως δημοσιολόγος, ποιο νομίζει ότι είναι το νόημα της προσθήκης της
λέξης «νόμος» στη νέα παράγραφο 3 του άρθρου 24 Σ., αν με τη λέξη αυτή
νοείται, όπως ο ίδιος διατείνεται, ο ουσιαστικός νόμος; Άραγε δεν γνωρίζει
ότι, από καταβολής δημοσίου δικαίου στη χώρα μας, δεν αμφισβητείται από
κανέναν ότι οι ρυθμίσεις για τις χρήσεις γης και για τους όρους δόμησης
θεωρούνται κανονιστικές, δηλαδή ουσιαστικός νόμος;
Τέλος και κυρίως, ως δικηγόρος, για ποιον διαβολικό λόγο ο κ. Βενιζέλος φρονεί
ότι η απ’ ευθείας προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας θα ήταν κάτω από
οποιεσδήποτε συνθήκες «επικίνδυνη» και «ατελέσφορη» για τον πολίτη;
Ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών.