Ο Πλάτων Μονοκρούσος είναι Επικεφαλής της Διεύθυνσης Μελετών της EFG Eurobank

Ergasias

To ήδη αρνητικό κλίμα για το ευρώ επιβαρύνθηκε περαιτέρω την τρέχουσα εβδομάδα

εν μέσω αντιφατικών δηλώσεων Ευρωπαίων αξιωματούχων, ασθενέστερων από τα

αναμενόμενα οικονομικών στοιχείων από την ευρωζώνη και αυξανόμενων ενδείξεων

ότι οι ΗΠΑ δεν θα ήταν διατεθειμένες να συμμετάσχουν σε κάποια ουσιαστική

πρωτοβουλία στήριξης του κοινού νομίσματος στο G7 το Σαββατοκύριακο. Το

λάκτισμα για την νέα πτώση του ευρώ προς τα νέα ιστορικά χαμηλά των 84,40

σεντς και 90,05 γιεν την Τετάρτη δόθηκε από τη νέα πτώση (τρίτη κατά σειρά)

του δείκτη επιχειρηματικής εμπιστοσύνης της Γερμανίας (ifo) κατά τον μήνα

Αύγουστο, η οποία έθεσε σε νέα αμφισβήτηση τις προοπτικές οικονομικής

ανάπτυξης της ευρωζώνης.

Να σημειωθεί ότι ο δείκτης ifo καλύπτει τους τομείς βιομηχανικής παραγωγής,

λιανικού εμπορίου και οικοδομικής δραστηριότητας και αποτελεί τον πλέον

αξιόπιστο (leading indicator) της οικονομικής ανάπτυξης της Γερμανίας και

συνεπώς της ευρωζώνης.

Και ενώ η τάση του ευρώ παραμένει σαφώς καθοδική βραχυπρόθεσμα, καθώς η

πιθανότητα παρέμβασης στις αγορές συναλλάγματος θεωρείται προς το παρόν μικρή,

είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τα αίτια της παρατεταμένης αυτής πτώσης. Εκείνο

που διαφαίνεται καθαρά από τις πρόσφατες εξελίξεις στις διεθνείς αγορές

συναλλάγματος είναι το γεγονός ότι η μεγάλη πτώση του ευρώ (σε αντίθεση π.χ.

με την περίπτωση της στερλίνας) δεν σχετίζεται με την πορεία των διαφορικών

επιτοκίων και αποδόσεων του νομίσματος σε σχέση με αυτών του δολαρίου.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα διαφορικά αυτά βρίσκονται στα χαμηλότερα

επίπεδα των τελευταίων δύο ετών (περίπου 50 μονάδες βάσης για τα δεκαετή

ομόλογα), παράγοντας ο οποίος είναι θετικός για το ευρώ.

Αντιθέτως, τα διαφορικά των τρεχουσών (και προβλεπόμενων) ρυθμών ανάπτυξης

μεταξύ ζώνης ευρώ-ΗΠΑ και τα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία που υποστηρίζουν το

λεγόμενο soft-landing σενάριο για την αμερικανική οικονομία βρίσκονται πίσω

από την μεγάλη αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου. Με άλλα λόγια, τα

οικονομικά στοιχεία από τις ΗΠΑ και όχι αυτά από την ευρωζώνη φαίνεται να

έχουν αποτελέσει (και να συνεχίζουν να αποτελούν) τον σημαντικότερο παράγοντα

που επηρεάζει την ισοτιμία ευρω-δολαρίου.

Πράγματι, η ξαφνική άνοδος του ευρώ στις αρχές Ιουνίου προς τα επίπεδα των 97

σεντς πραγματοποιήθηκε εν μέσω ανησυχιών για το ενδεχόμενο κάποιας «ανώμαλης»

επιβράδυνσης της οικονομίας των ΗΠΑ και αυξανόμενων προσδοκιών για

ισχυρότερους από τους προβλεπόμενους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στην ζώνη

ευρώ.

Τα ανωτέρω συγκλίνουν στην άποψη ότι απαραίτητη προϋπόθεση για κάποια

διατηρήσιμη ανάκαμψη του ευρω έναντι του δολαρίου είναι η δημιουργία πειστικών

ενδείξεων που να επιβεβαιώνουν ότι η οικονομία των ΗΠΑ απομακρύνεται από την

τρέχουσα, ιδιαίτερα ευνοϊκή συγκυρία συνδυασμού υψηλών ρυθμών ανάπτυξης με

σχετικά συγκρατημένες πληθωριστικές πιέσεις.

Προς το παρόν όμως όλα τα στοιχεία επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η τεχνολογική

πρόοδος και η ελαστικότητα της αγοράς εργασίας στις ΗΠΑ έχουν συμβάλει στην

άνοδο του δυνητικού ΑΕΠ της αμερικανικής οικονομίας (της ικανότητας δηλαδή της

οικονομίας να αναπτύσσεται με γοργότερους ρυθμούς χωρίς την όξυνση των

πληθωριστικών πιέσεων). Ο ρυθμός αυτός αύξησης του ΑΕΠ (speed limit σύμφωνα με

τον κύριο Greenspan) υπολογίζεται περίπου στο 4% και άνω (σύμφωνα με τον

κυβερνήτη της Fed Σικάγου κ. McTeer στο 5%-6%). Με άλλα λόγια, η διαφαινόμενη

διατηρησιμότητα των ισχυρών ρυθμών παραγωγικότητας (5,7% κατά το 2ο τρίμηνο

του έτους) συμβάλλει στη διατήρηση του εργατικού κόστους ανά μονάδα προϊόντος

(ULCs) σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα (-0,4% το 2ο τρίμηνο) παρά την μεγάλη

στενότητα της αγοράς εργασίας.

Προς το παρόν λοιπόν οι αγορές επικεντρώνονται στις λαμπρές προοπτικές της

οικονομίας των ΗΠΑ και όσο είναι διατεθειμένες να συνεχίσουν να το κάνουν θα

είναι και απρόθυμες να μεταβάλουν την πεποίθησή τους ότι οι σημαντικές εισροές

επενδυτικών κεφαλαίων (Μ&Α and FDI flows) θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούν

το διογκούμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών (και συνεπώς να εξουδετερώνουν σε

μεγάλο βαθμό έναν δυνητικά αρνητικό παράγοντα για το δολάριο). Όσο λοιπόν οι

αγορές συνεχίζουν να επικεντρώνονται στη σύγκριση των προοπτικών των

οικονομιών ΗΠΑ – ευρωζώνης τόσο η σύγκριση αυτή θα συνεχίσει να αποβαίνει εις

βάρος του ευρώ.