Ο Ανέστης σβήνει τη μηχανή. Περπατάμε στην άκρη του φαραγγιού, εκεί όπου μια

ξύλινη περίφραξη σε προστατεύει από τις παρενέργειες της ιλιγγιώδους ομορφιάς.

Οι μαίανδροι του Νέστου σχεδόν ακίνητοι, στην ίδια κοίτη, που μετράει

εκατοντάδες χρόνια, εμφανίζονται σαν καλά φυλαγμένο μυστικό. Μια σειρά από

κοινοτοπίες κατεβαίνουν από τον σκληρό της μνήμης για να περιγράψουν την

εικόνα του ποταμού: «εκπληκτική θέα», «σου κόβει την ανάσα», «πρώτη φορά

αντικρύζω κάτι τέτοιο», «είναι δυνατόν;», «φανταστικό» κι άλλα παρόμοια.

Αδύνατον να ξεκολλήσω τα μάτια από το θεϊκό ποτάμι.

Όπως κι από τα πρόσωπα των μικρών κοριτσιών με τη μαντίλα στο κεφάλι στα

Πομακοχώρια της Ξάνθης, μια ανάσα δρόμο από το ποτάμι. Και τα μάτια των

γυναικών που σκύβουν διακριτικά αλλά με περιέργεια πίσω από κλειστά παράθυρα

για να δουν αυτές τις γυναίκες που κάθονται με τόσο θράσος στο καφενείο και

κουβεντιάζουν με τους άντρες…

Στον Κένταυρο, τον Εχίνο και την Πάχνη η άσφαλτος γυαλίζει ακόμα φρέσκια στο

έδαφος και ο πολιτισμός σκάει δειλά δειλά σ’ έναν τόπο όπου κάποιοι ακόμα τον

πολεμούν από φόβο… Για τους δικούς τους λόγους. Στο καφενείο, άλλοι μιλούν

κι άλλοι γκρινιάζουν. Για τους δρόμους, για το νερό, για την ανάπτυξη, για τα

σχολεία, για τα βιβλία…

Και οι γυναίκες; «Ε, σε δέκα χρόνια ίσως βγουν από το σπίτι, δεν είναι καλό

ακόμα», λέει κυνικά ο νέος και πολυταξιδεμένος και ομιλών δυο-τρεις βαλκανικές

γλώσσες μάλιστα… «Δηλαδή γιατί να μη βγουν τώρα; Δεν θέλουν;» επιμένει η

άλλη Μαρία της παρέας. Και δεν εννοεί βέβαια να βγουν για να μαζέψουν τα καπνά

απ’ τα χωράφια γιατί αυτό γίνεται έτσι κι αλλιώς! «Όχι, θέλουν, πώς δεν

θέλουν, αλλά δεν είναι σωστό, σε δέκα χρόνια βλέπουμε…»…

Πιο πολύ κι από τους μαιάνδρους του Νέστου ήταν τελικά αυτός ο κυνισμός που

καταγράφηκε στον σκληρό της μνήμης κατεβαίνοντας από τον Κένταυρο στην Ξάνθη

κι από εκεί στην Αθήνα… Που εξακολουθεί να ζει με τις δικές της αυταπάτες

για όσα συμβαίνουν τόσα χιλιόμετρα μακριά από τα δικά της κέντρα λήψης

αποφάσεων…