Μετά την πτώση του Σουλίου, δυόμισι χιλιάδες Σουλιώτες, όπως ο εικονιζόμενος

Νικολός Περβόλης, κατέφυγαν στην Κέρκυρα, όπου έθεσαν τα όπλα τους στην

υπηρεσία των διαδοχικών κυρίων της Επτανήσου (Μανόλης Βλάχος, Louis Duprι,

εκδ. Ολκός, Αθήνα 1994, σ. 80)

Αν η κλεφτουριά της Τουρκοκρατίας υπήρξε, κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του

Μακρυγιάννη, η «μαγιά της λευτεριάς» και η κλεφταρματολική εμπειρία

αποτέλεσε, όπως υπογραμμίζει και ο Ι. Φιλήμων, «το πρότυπον στρατιωτικόν

σχολείον της μελλούσης μεταβολής«, λιγότερο γνωστή παραμένει για το ευρύ

κοινό η περίοδος εκείνη που στάθηκε το αληθινό μεταπτυχιακό σεμινάριο των

ενόπλων Ελλήνων, φέρνοντάς τους σε επαφή με τις τελευταίες εξελίξεις της

διεθνούς στρατιωτικής τέχνης, η οργάνωση δηλαδή και η δράση τους σε τακτικά ­

λίγο ως πολύ ­ σώματα υπό ευρωπαϊκή διοίκηση στα Επτάνησα κατά τη

δεκαπενταετία που προηγήθηκε της Επανάστασης του 1821.

Από την εποχή των ρωσοτουρκικών πολέμων (1768-1774, 1788-1792), αρκετές

πολεμικές οικογένειες της Πελοποννήσου και της Ηπείρου είχαν καταφύγει στα

βενετοκρατούμενα Επτάνησα και ο αριθμός τους αυξήθηκε σημαντικά μετά τις

εκστρατείες του Αλή Πασά στις περιοχές του Χορμόβου (1796), της Χειμάρρας

(1798) και του Σουλίου (1790-1792, 1800-1804).

Ο γαλλικός υπηρεσιακός φάκελος του διοικητή των «Κυνηγών της Ανατολής»

Νικόλαου Παπάζογλου, με την επαναστατική ημερομηνία 16 Βεντεμιαίρ του έτους

12, δηλαδή 9 Οκτωβρίου 1803.

Ήδη στη διάρκεια της πρώτης γαλλικής κατοχής της Επτανήσου (1797-1799),

ορισμένοι από αυτούς τους πολεμιστές συμμετείχαν στις επιχειρήσεις των

ενωμένων ρωσοτουρκικών δυνάμεων κατά της γαλλικής φρουράς των Ιονίων, ενώ οι

περισσότεροι, τασσόμενοι στην αντίπερα όχθη, έδρασαν με τους Γάλλους εναντίον

του Πασά των Ιωαννίνων. Στους τελευταίους συγκαταλεγόταν κι ένας νεαρός

Θεσσαλός, ο Χρυσάφης Χατζηβασίλης, ο μετέπειτα γνωστός με το όνομα

Χριστόφορος Περραιβός. Σύντροφος του Ρήγα Βελεστινλή, ο Περραιβός είχε

συλληφθεί μαζί με τον αρχηγό του στην Τεργέστη, αλλά δραπετεύοντας από τους

Αυστριακούς κατέφυγε στην Κέρκυρα και το 1798 τον βρίσκουμε στην Πρέβεζα, όπου

διακρίθηκε πολεμώντας στο πλευρό της γαλλικής φρουράς. Την ίδια χρονιά ο

καταγόμενος από το Τσεσμέ της Μικρασίας Χατζή Νικόλαος Παπάζογλου, που

βρισκόταν τότε στη στρατιωτική υπηρεσία του Μαμελούκου Μουράτ μπέη της

Αιγύπτου, προσχώρησε στο στρατό του Ναπολέοντα και στρατολογώντας Έλληνες

Αιγυπτιώτες, συγκρότησε τρεις λόχους που πολέμησαν κατά το υπόλοιπο της

εκστρατείας της Αιγύπτου (1798-1800) στο πλευρό των Γάλλων. Τετρακόσιοι από

αυτούς τους Έλληνες καθώς και αρκετοί Κόπτες που είχαν επίσης συνεργαστεί με

τους Γάλλους, ακολούθησαν τους τελευταίους μετά την εκκένωση της Αιγύπτου στη

Γαλλία. Εκεί συγκρότησαν το 1802, υπό τη διοίκηση του Παπάζογλου, το Σύνταγμα

των Κυνηγών της Ανατολής (Chasseurs d’ Orient), συνολικής

δύναμης οκτώ λόχων (από τους οποίους ο ένας του πυροβολικού) και αργότερα

έδρασαν στην περιοχή της Δαλματίας, της Ηπείρου και των Επτανήσων, όπως θα

δούμε στη συνέχεια.

Στο μεταξύ, η Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (21.3.1800) έθετε τη νεοπαγή

Επτάνησο Πολιτεία υπό την οθωμανική επικυριαρχία και τη ρωσική προστασία, η

οποία έλαβε από το 1802 τη μορφή ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας επί του

επτανησιακού εδάφους. Η ύπαρξη στο έδαφος αυτό των προσφύγων, ιδίως των

Σουλιωτών «συν γυναιξί και τέκνοις» από το 1802-1803, ήταν σε μεγάλο

βαθμό προβληματική. «Απεστρέφοντο τας ειρηνικάς φιλοπονίας» και «μη

δυνάμενοι να υποστώσι τον γεωργικόν βίον«, καθώς επισημαίνει ο σύγχρονός

τους Ζακυνθινός Παναγιώτης Χιώτης, ζούσαν «κλέπτοντες και διαρπάζοντες τα

ζώα και αίγας των περιοίκων«, προκαλώντας τις έντονες διαμαρτυρίες τους.

Μοναδική φροντίδα των σκληροτράχηλων αυτών ορεσίβιων, όπως τουλάχιστον φάνταζε

στα μάτια των Επτανησίων, ήταν «να καθαρίζωσι τα όπλα και να σημαίνωσι την

κιθάραν, τραγουδώντες αλβανιστί τους ηρωισμούς«.

Ο οπλαρχηγός Σταματέλος και ο γιος του Νικήτας, ο γνωστός μας Νικηταράς, από

το Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης, τέθηκαν στην υπηρεσία των Ρώσων και αργότερα

των Άγγλων. Ο Νικηταράς, που εικονίζεται εδώ, έλαβε εξαιτίας της κατοπινής

δράσης του στα χρόνια της Επανάστασης το χαρακτηρισμό του Τουρκοφάγου.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, όταν το ραγδαία εναλλασσόμενο διεθνές σκηνικό της

εποχής εκείνης οδήγησε στην προσέγγιση Γάλλων και Οθωμανών και την επιδείνωση

των ρωσοτουρκικών σχέσεων, ο Ρώσος στρατηγός Ανρέπ πρότεινε να αξιοποιηθούν οι

πρόσφυγες στην άμυνα της Επτανήσου. Αποδεχόμενοι οι τελευταίοι την πρόσκληση

του Ανρέπ, ζήτησαν «να μη τους συναριθμήση εις την τακτικήν

στρατιωτικήν, αλλά να τους αφήση εις το πάτριον είδος του πολέμου,

εν ω εγυμνάσθησαν ανέκαθεν, διά του οποίου είναι πεπεισμένοι ότι

εκτελέσουσι τα χρέη ευαρεστότερα και επιτυχέστερα«. Πράγματι οι Ρώσοι

προχώρησαν στο σχηματισμό μονάδων από Σουλιώτες, Χειμαρριώτες, Ηπειρώτες,

Ακαρνάνες, Μανιάτες και Μωραΐτες πολεμιστές, υπό τους Τζαβελλαίους

(Φώτο και Ζυγούρη), τους Ζερβαίους (Τζήμα, Τούσια και Βασίλη), τους

Δαγκλήδες (Γκόγκα και Διαμαντή) και τους Δράκους (Δήμο

και Γεώργιο), τον μπεηζαδέ Πιέρρο Γρηγοράκη, γιο του Τζανέτμπεη

της Μάνης, τον οπλαρχηγό του Λεονταρίου Αναγνώστη Παπαγεωργίου, γνωστότερο

ως Αναγνωσταρά, τον προαναφερθέντα Χριστόφορο Περραιβό κ.ά.

Το σώμα αυτό στην τελική του μορφή έλαβε την επωνυμία Πεζική Λεγεών

Ελαφρών Κυνηγετών, συνολικής δύναμης 2.760 ανδρών που κατανεμόταν σε 6

ταξιαρχίες των 4 εκατονταρχιών η καθεμία, ενώ σχηματίστηκε και ένα στοιχείο

ορεινού πυροβολικού από Μωραΐτες εθελοντές. Κάθε ταξιαρχία διέθετε τη δική της

σημαία, με πεδίο διαφορετικού χρώματος διαιρούμενο σταυροειδώς, και στο μέσον

εστεμμένο αετό περικλειόμενο από δάφνες, με τις επιγραφές «Ο ΘΕΟΣ ΜΕΘ’ ΗΜΩΝ»

και «ΓΝΩΤΕ ΕΘΝΗ ΚΑΙ ΗΤΤΑΣΘΕ». Οι λεγεωνάριοι έφεραν «τα εδικά των άρματα

και ενδύματα κατά τη συνήθειαν του γένους των«, την γνωστή μας δηλαδή

κλεφταρματολίτικη φορεσιά και κατατασσόμενοι ορκίζονταν «να δουλεύσουν τον

κραταιότατον Αυτοκράτορα απασών των Ρωσιών και να πηγαίνουν εναντίον εις κάθε

εχθρόν όπου ο αρχιστράτηγος των Αυτοκρατορικών Αρμάτων ήθελε τους

προστάξει«.

Τη διοίκηση της Λεγεώνας ανέλαβε αρχικά ο Ρώσος στρατηγός κόμης

Μπέκεντορφ, ο οποίος οργάνωσε την εκπαίδευση των ανδρών του και

«τους εγύμναζεν ενίοτε με πλαστούς πολέμους«, τις πρώτες τους δηλαδή

σύγχρονες στρατιωτικές ασκήσεις. Ο Μπέκεντορφ αντικαταστάθηκε σύντομα από τον

καταγόμενο από την Τζιά στρατηγό του ρωσικού στρατού Εμμανουήλ

Παπαδόπουλο, ο οποίος δημοσίευσε στην Κέρκυρα ένα εγχειρίδιο τακτικής με

τίτλο Διδασκαλία στρατιωτική προς χρήσιν των Ελλήνων (1804) και στη

συνέχεια έναν κανονισμό με τίτλο Ερμηνεία της συνισταμένης Λεγεώνος των

Ηπειρωτο-Σουλιωτών και Χειμαρρο-Πελοποννησίων (1805), στην εισαγωγή του

οποίου, αφού υπογράμμιζε ότι «η τέχνη η πολεμική εξηκριβώθη και εβάλθη εις

τάξιν και κανόνας από τους παλαιούς Έλληνας«, καλούσε τους άνδρες του

«να εγχαράξουν εις τας καρδίας των ότι είναι απόγονοι εκείνων των περιφήμων

Ελλήνων, του πολεμικωτάτου και τακτικωτάτου λέγω Πύρρου και του ουχί

προ πολλού ημών ανδρειωτάτου και μεγαλοψύχου Σκαντερπέργ» [: Σκεντέρμπεη]

και να δείξουν τον απαιτούμενο ζήλο, με την βεβαιότητα ότι «θέλετε δοξασθή

πάλιν και θέλετε δοξάσετε το όνομα το Ελληνικόν«.

Το εξώφυλλο και η τελευταία σελίδα του «Άσματος Πολεμιστηρίου των εν Αιγύπτω

περί ελευθερίας μαχομένων Γραικών», που δημοσίευσε ανωνύμως ο Αδαμάντιος

Κοραής το 1800

Η δράση της Λεγεώνας υπήρξε πυκνή στο σύντομο διάστημα της ύπαρξής της. Το

1805 εξεστράτευσε στην Ιταλία, προκειμένου να συμμετάσχει στο πλευρό των Ρώσων

και των Άγγλων στην άμυνα του Βασιλείου των Δύο Σικελιών κατά των Γάλλων. Στη

διάρκεια της εκστρατείας αυτής, διακρίθηκαν ο Φώτος Τζαβέλλας με τη

γυναίκα του, ο Χρήστος Καλόγερος από την Τσαμουριά και ο Μωραΐτης

Νικήτας Σταματελόπουλος, ο γνωστός μας στη συνέχεια Νικηταράς, τελικώς

όμως ο αντιγαλλικός συνασπισμός ηττήθηκε (Μάρτιος 1806), με συνέπεια τη

διαφυγή του Βουρβώνου βασιλιά Φερδινάνδου στη Σικελία, ενώ στη Νεάπολη

ενθρονιζόταν ο Ιωσήφ Βοναπάρτης. Ή, όπως το αποτυπώνει λακωνικά ο Νικηταράς

στα απομνημονεύματά του: «Εις τη Ζάκυνθο τότε πάγω, γράφομαι εις τα

στρατεύματα [τα Ρουσσικά]. Πάμε εις τη Νεάπολη. Είμεθα

εικοσιπέντε χιλιάδες να πάμε στη Ρώμη. Ετσακίστηκε ο αυτοκράτορας ο

Ρούσσος εις το Οστερλίτζ. Μας κυνηγούν. Επιστρέφομε«.

Το 1806 η Λεγεώνα αποβιβάστηκε στις δαλματικές ακτές, όπου οι Ρώσοι ήλεγχαν το

λιμάνι του Κατάρο (Kotor στο Μαυροβούνιο) και έλαβε μέρος στην άκαρπη

πολιορκία τής υπό γαλλικό έλεγχο Ραγούζας (Dubrovnik), όπου βρέθηκε μάλιστα

αντιμέτωπη με το γνωστό μας ήδη Σύνταγμα των Κυνηγών της

Ανατολής, που ενισχυμένο με Σλάβους, Αλβανούς και Ηπειρώτες

νεοσύλλεκτους, πολεμούσε στο πλευρό των Γάλλων, πάντοτε υπό τον

Παπάζογλου. Στη διάρκεια εκείνων των επιχειρήσεων στη Δαλματία

διακρίθηκαν τέσσερις Έλληνες αξιωματικοί του γαλλικού σώματος, ο ταγματάρχης

Γαβριήλ Σιδέριος και οι λοχαγοί Ν. Κυριακός, Ιωάννης Χαραγλής και Ματθαίος

Σαμοθράκης, κερδίζοντας το παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής. Εκεί βρέθηκε

συμπολεμιστής τους κι ένας Γάλλος ταγματάρχης αποσπασμένος στο επιτελείο του

στρατάρχου Μαρμόν (Marmont), ο Κάρολος Φαμπιέ (Fabvier), που επρόκειτο να

γίνει ιδιαίτερα γνωστός στους Έλληνες αργότερα, με το εξελληνισμένο όνομα

Φαβιέρος.

Στο μεταξύ εξερράγη νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος (Οκτώβριος 1806) και ο ρωσικός

στόλος απέπλευσε από την Κέρκυρα μεταφέροντας άγημα της Λεγεώνας, το οποίο

επιχείρησε ανεπιτυχή απόβαση στην τουρκοκρατούμενη Τένεδο, κατά τη διάρκεια

της οποίας σκοτώθηκε ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Γκόγκας Δαγκλής.

Η υπογραφή του συνταγματάρχη Παπάζογλου (1758-1819), στα αρχεία του Γαλλικού

Υπουργείου Στρατιωτικών.

Τον Μάρτιο του 1807 ο Αλή Πασάς επιχείρησε προσβολή της Λευκάδας από τις ακτές

της Πρέβεζας και της Αιτωλοακαρνανίας, με τη σύμπραξη αποσπάσματος γαλλικού

πυροβολικού: «Αυτά προξένοντι διά σινεργίας του καννονιέρου φραντζέζου,

όπου ο εχθρός έχι 40 τον αριθμόν«, γράφει στις 28 Μαΐου 1807 από την

πολιορκούμενη Λευκάδα στον αδελφό της η Άννα Γούργια Σετίνη: «τους οποίους

επιστατέβι ένας κολονέλος φραντζέζος Χαντζί Νικόλαος Πτολεμέος

γρεκός«, δηλαδή ο προαναφερόμενος συνταγματάρχης Παπάζογλου

(χαρακτηριζόμενος ‘Πτολεμαίος’ προφανώς λόγω Αιγύπτου). Το φρούριο της Αγίας

Μαύρας υπερασπίζονταν ένα ρωσικό τάγμα και απόσπασμα της Λεγεώνας, ενώ στην

ενίσχυση των οχυρώσεων επιστατούσε αποσταλείς επί τόπου ως έκτακτος επίτροπος

της Επτανήσου Πολιτείας ένας άλλος Έλληνας που είχε μέλλον: «Χθες [=27

Μαΐου 1807] αρεβάρισε ο κ. Κόμης Καβοδίστριας από Κοριβούς

[: Κέρκυρα]. Αυτός είναι πληρεξούσιος εις τα πάντα«. Ο ίδιος ο

Ιωάννης Καποδίστριας, στην επισκόπηση της σταδιοδρομίας του που

συνέταξε το 1826, υπό τύπον υπομνήματος προς τον τσάρο Νικόλαο, σημειώνει για

την περίοδο εκείνη: «Ευρισκόμην εν Αγία Μαύρα, επί κεφαλής απάσης

της Ιονίου εθνοφυλακής και των εν Ρωσσική υπηρεσία Σουλιωτών και

Ρουμελιωτών, ησχολούμην δε περί τα μέτρα άτινα επρόκειτο να ληφθούν

προς απόσπασιν των οχυρών της παραλίας θέσεων από των χειρών του Αλή Πασσά και

των Γάλλων, των τότε συμμάχων αυτού«. Ο αγώνας συνεχίστηκε

αμφίρροπος επί μήνες, στη διάρκεια των οποίων, πέραν του στρατηγού

Παπαδόπουλου, διακρίθηκαν για τη δράση τους, ο Περραιβός, ο

Κίτσος Τζαβέλλας, ο Κίτσος Μπότσαρης και ο Κατσαντώνης.

Ήδη όμως η νέα συγκυρία οδηγούσε στην υπογραφή της Συνθήκης του Τιλσίτ

(Αύγουστος 1807), βάσει της οποίας η Ρωσία παραχώρησε τον έλεγχο επί των

Ιονίων Νήσων στη Γαλλία, με αποτέλεσμα τη διακοπή των εχθροπραξιών.

Με τα ανώνυμα φυλλάδια που έθεσε σε κυκλοφορία ο Αδαμάντιος Κοραής, όπως το

έμμετρο Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί ελευθερίας μαχομένων

Γραικών του 1800 και το πεζό Σάλπισμα Πολεμιστήριον του 1801,

εμπνευσμένος από την πρώτη απ’ ευθείας γαλλοτουρκική σύγκρουση, στις

αφρικανικές παρυφές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, «εις του τυράννου της

Ελλάδος την επικράτειαν«, χαιρετίζει την συμμετοχή Ελλήνων εθελοντών

«υπό τον Γραικόν Ταξίαρχον τον Χατζή Νικολήν» στο πλευρό του γαλλικού

εκστρατευτικού σώματος και σημαίνει προσκλητήριο στους υπόλοιπους: «Όσοι

ευρίσκεσθε εις Αίγυπτον μιμήθητε τας ανδραγαθίας των Γάλλων […], όσοι

είσθε εις την ηλικίαν νεώτεροι, προθυμήθητε να μάθετε από τους σοφούς

Γάλλους την Τακτικήν, ήγουν την επιστήμην του πολέμου, επιστήμην

η οποία πολλαπλασιάζει την φυσικήν δύναμιν, αυξάνει το θάρσος και την

ανδρείαν, επιστήμην, εις ολίγα λόγια, αναγκαιοτάτην εις

εκείνους, όσοι θέλουσι να ζώσιν ελεύθεροι […]. Όσοι δε

ευρίσκεσθε διασκορπισμένοι εις την Ελλάδα, μέρος μεν δράμετε με

προθυμίαν και γρηγορότητα εις Αίγυπτον […], το δε λοιπόν μέρος

μείνατε εις την Ελλάδα εξωπλισμένοι, και έτοιμοι να δεχθήτε τους

ελευθερωτάς της Ελλάδος τους Γάλλους, και τους φίλους των Γάλλων και

συμμάχους, τους στρατιώτας του κραταιού Αυτοκράτορος της Ρωσίας«.

Δεν αρκείται όμως στις παραινέσεις αλλά επιδιώκει να συνδράμει και πρακτικά,

όπως τον Μάρτιο του 1801, όταν προσπαθεί να μεσολαβήσει στο αίτημα του

Ζακυνθινού υπολοχαγού Ιωάννη Μάι, που υπηρετεί ήδη σε μονάδα του γαλλικού

ελαφρού πεζικού, προκειμένου «να υπάγη εις την Αίγυπτον να συμπολεμή με

τους ομογενείς του» αντί «να περιέρχεται τους καφενέδες και τα μαγειρεία της

Μασσαλίας«. «Η κεφαλή του Μάι«, σημειώνει συγκινημένος, «είναι

μια κάμινος ριπιζομένη και καιομένη αδιαλείπτως από τας αύρας της

ελευθερίας, ήγουν τοιαύτη κεφαλή, οποίαν χρειάζονται εις

τοιαύτας περιστάσεις«. Ο άκρατος ενθουσιασμός του Κοραή θα ατονήσει ωστόσο

στη συνέχεια, όπως επισημαίνει και η Λουκία Δρούλια, ύστερα από τη μεταστροφή

της ανατολικής πολιτικής του Βοναπάρτη.

Ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης είναι Ιστορικός στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών

του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών