Προσπαθώ να γράψω το κείμενο για «ΤΑ ΝΕΑ»…

Με διακόπτει το τηλέφωνο. Ο ασφαλιστής μου. Πλήρωσα τη δόση Αυγούστου; Μπορώ

να του βάλω στο φαξ την ιατρική γνωμάτευση; Το απόγευμα, μετά τις έξι, είναι

καλά να μου στείλει το καινούργιο συμβόλαιο;

Ναι, την πλήρωσα τη δόση. Ναι, θα βάλω τη βεβαίωση στο φαξ. Ναι, μετά τις έξι

καλά είναι. Και πριν από τις έξι επίσης. Ό,τι ώρα και να ‘ρθει, εδώ θα με

βρει. Δεν θα πάω πουθενά. Δεν πάω πουθενά. Γενικώς.

Προσπαθώ να γράψω…

Χτυπάει το τηλέφωνο. Η φίλη μου έχει άρρωστο το παιδί. Η φίλη μου έχει άρρωστο

το παιδί ­ εγώ δεν έχω τον ψυχικό χώρο για τη φίλη μου που έχει άρρωστο το

παιδί. Είναι σωστό αυτό; Είμαι άνθρωπος; Είμαι μουλάρι; Ένα καθοίκι και μισό;

Ντρέπομαι για λογαριασμό μου. Αποφασίζω να της συμπαρασταθώ ως οφείλω. Πάει κι

αυτό.

Προσπαθώ να γράψω…

Χτυπάει το κουδούνι της πόρτας. Το παλικάρι με το παπάκι, μου δίνει μια πίτσα

και κάτι μπίρες.

­ 5.800, μου λέει.

­ Τι 5.800, εγώ δεν παράγγειλα πίτσες.

­ Τι παραγγείλατε;

­ Τίποτα.

­ Δεν μπορεί.

­ Αφού τίποτα; Αφού έχω γιουβαρλάκια για το μεσημέρι;

­ Τι διεύθυνση είστε;

Του λέω. Ελέγχει το χαρτί του. Με κοιτάει αυστηρά.

­ Αυτήν τη διεύθυνση έχω κι εγώ.

­ Κι επειδή εσείς έχετε αυτήν τη διεύθυνση, πρέπει καλά και σώνει εγώ να φάω

πίτσα;

Ελέγχει ξανά το χαρτί του.

­ Ορίστε. Κύριος Ευθύμιος Δημητρόπουλος.

­ Σας μοιάζω για κύριος Ευθύμιος Δημητρόπουλος;

­ Μήπως είστε η κυρία Δημητροπούλου;

­ Δεν είμαι η κυρία Δημητροπούλου, δεν έχω παντρευτεί ποτέ τον κύριο

Δημητρόπουλο. Αν, σε οποιαδήποτε φάση της ζωής μου, είχα παντρευτεί τον κύριο

Δημητρόπουλο, θα το θυμόμουνα.

­ Λάθος θα έγινε.

­ Τι λέμε τόση ώρα;

Κάνει να φύγει. Γυρίζει:

­ Μήπως ξέρετε πού μένει ο κύριος Ευθύμιος Δημητρόπουλος;

­ Πάντως, όχι στο σπίτι μου.

Φεύγει. Επιστρέφω στο κομπιούτερ.

Προσπαθώ να γράψω…

Πέφτει ο γενικός. Πάω στον πίνακα και τον εξετάζω ­ ότι και καλά ξέρω τι μου

γίνεται εγώ τώρα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Παίρνω τηλέφωνο τη μαμά μου στον

πάνω όροφο.

­ Είναι μόνον ο δικός μου γενικός ή γενικώς έχουν πέσει όλοι οι γενικοί στη

γειτονιά;

Ώσπου να το αναλύσουμε, έρχεται το ρεύμα. Έρχεται το ρεύμα, κλείνει το

κομπιούτερ. Η οθόνη μαύρη, άραχλη ­ χήρα σε Ψυχοσάββατο. Πατάω ένα πλήκτρο. Το

κομπιούτερ παγερά αδιάφορο. Πανικοβάλλομαι. Πατάω όποιο πλήκτρο πάρει ο χάρος.

Τίποτα. Η οθόνη βυθισμένη στο πένθος. Παίρνω τηλέφωνο τον Σταμάτη. Το σηκώνει

ανυποψίαστος. Η φωνή μου έχει ήδη καλύψει όλη την οκτάβα της υστερίας και τώρα

σπάει τζαμαρίες:

­ Τι πατάω, τι πατάω, τι πατάω, τι πατάω, τι πατάω…

Με αντιμετωπίζει με στωικότητα. Η ίδια ακριβώς σκηνή ­ η ολόιδια ­ του έχει

προκύψει άπειρες φορές μαζί μου. Μου μιλάει ήρεμα, γλυκά. Στρογγυλεύει τα

φωνήεντα. Χρησιμοποιεί απλό λεξιλόγιο ­ όπως απευθύνονται στους ηλίθιους ή

στους παράφρονες:

­ Πες μου τι ακριβώς έγινε.

Του λέω τι ακριβώς έγινε. Μου λέει τις ακριβώς να κάνω. Το κάνω. Ω, του

θαύματος, η οθόνη ξανοίγει το πένθος. Κλείνω το τηλέφωνο. Προσπαθώ να γράψω…

Η κοπέλα που βοηθάει στο σπίτι, δεν μπορεί να βάλει την ηλεκτρική σκούπα

μπροστά. Μάγκωσε; Έγκωσε; Σηκώνομαι. Βάζω την ηλεκτρική μπροστά και γυρίζω

πίσω. Προσπαθώ να γράψω…

Ο γιος μου έχασε τα αυτοκόλλητά του. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Δεν έχω αντοχές

για παιδαγωγικά τερτίπια. Διεκπεραιώνω ένα «πόσες φορές σου έχω πει να

μαζεύεις τα πράγματά σου;». Με κοιτάει με στραβό μάτι. Μήπως του τα πήρα ΕΓΩ;

ΕΓΩ; ΕΓΩ; Να τα πάρω ΕΓΩ, γιατί; Γιατί μια γυναίκα της ηλικίας μου να σηκωθεί

μέσα στη νύχτα, λάθρα και υπούλως να έρπει σε ένα παιδικό δωμάτιο για να

κλέψει από το παιδί της αυτοκόλλητα με τον ροζ πάνθηρα; Στον Θεό που μας

βλέπει και μας κρίνει από ψηλά ­ ποιο θα ήταν το κίνητρό μου;

Προσπαθώ να γράψω.

Κάτι μυρίζει στην κουζίνα. Τρέχω. Σβήνω το μάτι, στο παρά πέντε. Στο τσακ πριν

γίνουν τα γιουβαρλάκια θύματα εμπρηστών.

Προσπαθώ να γράψω.

Και σκέφτομαι. Αν ήμουν άντρας, θα είχα κλείσει απλώς την πόρτα του γραφείου

μου, θα πέταγα απλώς ένα μπάσο «μη με ενοχλήσει κανείς» προς πάσα κατεύθυνση.

Και θα καθάριζα. Απλώς.

Όμως είμαι γυναίκα. Και μητέρα. Και νοικοκυρά. Και εργαζόμενη. Και προσπαθώ να

γράψω. Γράφω εγώ τώρα…

Γράφω; Ή με γράφουν; Κανονικά;