Μήπως μετά την ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ και τις θετικές εκθέσεις από την

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Χρηματιστήριο δεν

έχει πλέον να προεξοφλήσει σημαντικά γεγονότα; Μερικοί άλλοι, με δόση βέβαια

υπερβολής, λένε ότι το ελληνικό Χρηματιστήριο, ύστερα από τον «πυρετό» του

καλοκαιριού και τις πρόσφατες εξελίξεις, έχει πεθάνει. «Το Χρηματιστήριο

αρρωσταίνει, ποτέ δεν πεθαίνει», απάντησε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του

Συνδέσμου Μελών Χρηματιστηρίου Αθηνών κ. Παναγιώτης Βοϊλής σε συνέντευξή του

στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», διευκρινίζοντας ότι τα Χρηματιστήρια γενικώς δεν πεθαίνουν

όσο υπάρχουν οικονομίες και άνθρωποι.

Όσον αφορά το ελληνικό Χρηματιστήριο, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως

ημερομηνία λήξης του η ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ. Επίσης, δεν μπορεί να

γίνει παραλληλισμός με την πορεία άλλων Χρηματιστηρίων, όπως για παράδειγμα

της Πορτογαλίας ή της Ιρλανδίας, όταν οι οικονομίες τους εντάχθηκαν στην ΟΝΕ

σημειώνοντας κάμψη στις τιμές των μετοχών. Όπως εξηγεί ο πρόεδρος των

χρηματιστών, όταν εντάχθηκαν οι χώρες αυτές στην ΟΝΕ, τα οικονομικά τους

μεγέθη βρίσκονταν πολύ κοντά στον μέσο όρο και στα κριτήρια που είχαν τεθεί. Η

ελληνική οικονομία ουσιαστικά επιτάχυνε τις προσπάθειές της και εκπλήρωσε

οριακά τα κριτήρια ένταξης.

Συνεπώς, επισημαίνει ο κ. Βοϊλής, η ελληνική οικονομία θα πρέπει να συνεχίσει

τις προσπάθειές της για να πλησιάσει τα ευρωπαϊκά επίπεδα, με μεγάλους ρυθμούς

ανάπτυξης, με σημαντική αύξηση τού κατά κεφαλήν εισοδήματος, με

αποκρατικοποιήσεις, με απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών και της ενέργειας, με

τη δημιουργία νέων εταιρειών και νέων θέσεων εργασίας στους τομείς αυτούς και

με σημαντική μείωση επιτοκίων. Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων είναι

προδιαγεγραμμένη. Στις 31.12.2000 τα επιτόκια καταθέσεων θα πρέπει να

κυμαίνονται στο επίπεδο του 5% και των χορηγήσεων σε εκείνο του 7-8%. Για να

γίνουν όλα αυτά, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί και η κεφαλαιαγορά ως εργαλείο

και ως μηχανισμός ανάπτυξης, γεγονός που θα την ωφελήσει όσον αφορά τις

αποδόσεις και τις επενδυτικές ευκαιρίες που θα προσφέρει. Άλλωστε, η πρόσφατη

πτώση του ΧΑΑ συνηγορεί προς την παραπάνω διαπίστωση. Υπενθυμίζεται εξάλλου

ότι όταν εντάχθηκαν στην ΟΝΕ οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, οι αποτιμήσεις

των Χρηματιστηρίων τους ήταν υψηλές. Η Ελλάδα εντάσσεται στην ΟΝΕ με χαμηλές

τιμές μετοχών. Ο κ. Βοϊλής δεν πιστεύει ότι η ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ έχει

προεξοφληθεί πλήρως και ότι έχει ήδη προσαρμόσει τις τιμές των μετοχών.

Πρόσφατα, η αγορά επηρεάστηκε από άλλα γεγονότα, όπως για παράδειγμα η

μακρόχρονη προεκλογική περίοδος, παρά από την προοπτική ένταξης και τις

ριζικές αλλαγές που θα επιφέρει αυτή στη ζωή μας και στην οικονομία. Πάντως,

επιμένει στην εκτίμησή του ότι οι αποδόσεις της τάξεως του 25% για το 2000

θεωρούνται ικανοποιητικές, χωρίς αυτό το ποσοστό να σημαίνει απαραίτητα την

αύξηση του Γενικού Δείκτη.

Αναφερόμενος ο κ. Βοϊλής στις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και

της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τόνισε ότι είναι πολύ θετικές για την ελληνική

οικονομία και ίσως πιο θετικές από όσο θα περίμενε η κυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά

γίνονται επισημάνσεις και είναι λογικό να υπάρχουν υποδείξεις, όταν η Ελλάδα

πρέπει να απελευθερώσει την ενέργεια και τις τηλεπικοινωνίες, να αντιμετωπίσει

το μονοπώλιο, να αυξήσει το κατά κεφαλήν εισόδημα κ.λπ.

Τα μέτρα

«Ριζικές αλλαγές στην ελληνική κεφαλαιαγορά». Αυτός θα ήταν ο τίτλος που θα

έβαζε ο κ. Βοϊλής, αν ήταν δημοσιογράφος, στο ρεπορτάζ του για τη δέσμη

θεσμικών μέτρων που ανακοινώθηκαν πρόσφατα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και

το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, αφού, όπως λέει, «είναι η πρώτη φορά που

επιχειρείται η απεξάρτηση της δραστηριότητας των εισηγμένων εταιρειών από τον

νόμο 2190». Και αυτό διότι οι εισηγμένες εταιρείες θα πρέπει να διέπονται από

τους χρηματιστηριακούς νόμους και όχι απ’ αυτούς που κάνουν λογιστική

αποτίμηση.

Ο κ. Βοϊλής δηλώνει ευτυχής και θεωρεί ότι ο ΣΜΕΧΑ εργάστηκε σωστά, αφού

συνέβαλε έως έναν βαθμό στις αλλαγές αυτές. Και αυτό διότι ένα μέρος των

μέτρων ήταν προτάσεις του ΣΜΕΧΑ. Είναι σημαντικό, λέει ο πρόεδρος των

χρηματιστών, να συμβάλλει κανείς για τη δημιουργία ενός καλύτερου και πιο

υγιούς χρηματιστηριακού περιβάλλοντος. Αυτό είναι καλό τόσο για την ελληνική

οικονομία και τους επενδυτές όσο και για την ανάπτυξη των χρηματιστηριακών

εταιρειών.

Ο ΣΜΕΧΑ πάντως έχει καλή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, όπως και με το

υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, και θα συνεχίσει να υποστηρίζει τις προσπάθειες,

ώστε τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν να θεσμοθετηθούν και να εφαρμοστούν. Σε σχετική

ερώτηση για τη μείωση, σε σύγκριση με το 1999, των κεφαλαίων που θα αντληθούν

το 2000 και τις λιγότερες εταιρείες που θα εισαχθούν και θα προχωρήσουν σε

αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ο πρόεδρος των χρηματιστών επισημαίνει ότι «αυτό

δεν αποτελεί ένα βήμα πίσω ούτε σημαίνει ότι θα έπρεπε να ληφθούν οι αποφάσεις

αυτές νωρίτερα».

Όπως εξηγεί, σε κάποια περίοδο του 1999 ήταν αναγκαία η εισαγωγή εταιρειών στο

Χρηματιστήριο, ώστε να αυξηθεί η προσφορά και να ικανοποιηθεί η μεγάλη ζήτηση

και εισροή κεφαλαίων. Δηλαδή, οι πολλές νέες εισαγωγές και αυξήσεις μετοχικών

κεφαλαίων έπαιξαν εξισορροπητικό ρόλο μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης.

Σήμερα αυτό που έχει σημασία δεν είναι ο αριθμός των εταιρειών που θα

εισαχθούν, αλλά η ποιότητά τους και αυτά που θα προσφέρουν στην ελληνική

οικονομία και κεφαλαιαγορά. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι εταιρείες αυτές θα

πρέπει να συμβάλουν προς την κατεύθυνση της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας,

της αύξησης των εσόδων του Δημοσίου και της αύξησης των επενδυτικών ευκαιριών.

Όσον αφορά την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της τιμής κλεισίματος των

μετοχών, ο κ. Βοϊλής εκτιμά ότι η πράξη θα δώσει από μόνη της τη λύση για το

βέλτιστο χρονικό διάστημα που θα πρέπει να εφαρμοστεί. Πράγματι, το ημίωρο

ήταν μεγάλο χρονικό διάστημα. Πάντως, και με την υιοθέτηση του δεκαλέπτου για

τον υπολογισμό της τιμής κλεισίματος, καλό είναι να δίνεται και το στοιχείο με

την τιμή της τελευταίας πράξης. Αυτό θα βοηθήσει τον επενδυτή να αποκτήσει

εικόνα για την τάση της αγοράς μέχρι το τέλος της συνεδρίασης. Με το στοιχείο

αυτό θα φαίνονται και οι αποκλίσεις μεταξύ της τιμής της τελευταίας πράξης και

της τιμής κλεισίματος.

Το πόρισμα

Ο πρόεδρος των χρηματιστών συμφωνεί με την τακτική της Επιτροπής

Κεφαλαιαγοράς, η οποία συνεχίζει τον έλεγχο σχετικά με τυχόν θέματα

εκμετάλλευσης εσωτερικής πληροφόρησης σε συνδυασμό με θέσεις στο Χρηματιστήριο

Παραγώγων. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος που έχει πολλές μετοχές να τις πουλά

στο Χρηματιστήριο και να πιέζει τις τιμές. Παράλληλα, μπορεί να παίρνει θέση

πωλητού στα παράγωγα και να κερδίζει από την πτώση. Όμως, μπορεί να γίνει και

το αντίστροφο. Επειδή η αγορά παραγώγων δεν έχει ακόμη ωριμάσει και παραμένει

ρηχή, μπορεί κάποιος με μεγάλα κεφάλαια να επηρεάσει τις τιμές στο

Χρηματιστήριο Παραγώγων δημιουργώντας αντίστοιχο ψυχολογικό κλίμα στη

Σοφοκλέους.

Όλα αυτά, βέβαια, απαιτούν έρευνα και θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον

χρησιμοποιείται από κάποιους το Χρηματιστήριο Παραγώγων ως εργαλείο

αντιστάθμισης κινδύνου ή ως αύξησης κινδύνου και κατά πόσον υπάρχει εσωτερική

εκμετάλλευση των πληροφοριών ή τυχόν ενεργειών χειραγώγησης στο ΧΑΑ. Πρέπει

συνεπώς να εξεταστούν, όπως επισημαίνει άλλωστε και το πόρισμα. Στο σημείο

αυτό ο κ. Βοϊλής επισημαίνει ότι οι δύο αγορές, δηλαδή η Σοφοκλέους και τα

Παράγωγα, δεν είναι ανεξάρτητες και η μία συμπληρώνει την άλλη. Για τον λόγο

αυτό πρέπει να εισαχθεί και το προϊόν δανεισμού τίτλων, το οποίο θα επιτρέψει

τις ανοικτές πωλήσεις μετοχών σε όλους τους επενδυτές, που θα οδηγήσει την

αγορά σε εξισορρόπηση μεταξύ των προθεσμιακών τιμών και των τρεχουσών (spot).

Ποιος είναι ο Παναγιώτης Βοϊλής

Ο κ. Παναγιώτης Βοϊλής είναι πρόεδρος των χρηματιστών, του Συνδέσμου Μελών

Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΣΜΕΧΑ). Γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1950 στην Αθήνα, στη

Νέα Φιλαδέλφεια. Είναι παντρεμένος και έχει τέσσερα παιδιά. Είναι πτυχιούχος

μηχανολόγος ηλεκτρολόγος από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και έχει κάνει

μεταπτυχιακές σπουδές στον προγραμματισμό και την ανάλυση. Σήμερα είναι

χρηματιστής και πρόεδρος της ομώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας. Δούλεψε

αρχικά κοντά στον πατέρα του, που ήταν χρηματιστής, ως βοηθός του από το 1979,

ενώ χρηματιστής έγινε το 1981. Μέχρι τότε δούλευε ως ιδιώτης μηχανικός

αναλαμβάνοντας μελέτες. Ο θάνατος του πατέρα του, τον Νοέμβριο του 1980, τον

οδήγησε να αποφασίσει να συνεχίσει τη δουλειά του.