Σε μια συζήτηση που κράτησε περισσότερο από μία ώρα η ογδοντάχρονη Μαρίνα

Γ. δεν αναφέρει ούτε μια φορά τη λέξη «φτώχεια». Λέει, «έχουμε πρόβλημα», «τα

βγάζουμε πέρα δύσκολα», ενώ τις περισσότερες φορές προτιμά να μην πει τίποτα.

Ο Σταμάτης. Το επίδομα των τριάντα χιλιάδων δραχμών, που εισπράττει από την

Πρόνοια κάθε δυόμισι μήνες, είναι εντελώς απαραίτητο για τη ζωή της οικογένειας

Πίσω από τους αριθμούς κρύβονται, λένε, οι άνθρωποι. Συνήθως «κρύβονται» τόσο

καλά που δεν τους βρίσκουν ούτε όσοι είναι ­ θεωρητικώς πάντα ­ επιφορτισμένοι

επαγγελματικά μ’ αυτό το έργο. Οι αριθμοί στην περίπτωσή της λένε ότι το όριο

της φτώχειας στην περιοχή της πρωτεύουσας είναι 194.829 δραχμές. Το μέσο

εισόδημα των φτωχών νοικοκυριών (όσοι δηλαδή ζουν με λιγότερα χρήματα απ’ όσα

προβλέπει το όριο της φτώχειας) είναι 158.821.

Στη δική της πραγματικότητα, την οποία η ίδια με αξιοπρέπεια δεν τολμά καμία

στιγμή να χαρακτηρίσει ως «φτώχεια», το εισόδημα είναι οι 40.000 δραχμές της

σύνταξης του ΟΓΑ και ένα επίδομα της Πρόνοιας που παίρνει το 13χρονο εγγόνι

της, ο Σταμάτης, κάθε… δυόμισι μήνες, αξίας 30.000 δραχμών!

Διακριτική βοήθεια

«Και πώς ζείτε;». Εδώ πέφτει σιωπή. Γιατί η ηλικιωμένη γυναίκα που βρέθηκε να

έχει την ευθύνη, εκτός του εαυτού της, και των τριών παιδιών της κόρης της και

προτιμά επίσης «να πεθάνει από ντροπή παρά να δουν οι γνωστοί και κάποιοι

συγγενείς το όνομά της στην εφημερίδα» ζει από τη διακριτική βοήθεια κάποιων

ευαίσθητων ανθρώπων.

Δεν θέλει όμως να μιλήσει ούτε γι’ αυτό. Όπως και δεν θα ήθελε γενικά να «βγει

στην εφημερίδα» ως άνθρωπος που ζητάει οποιαδήποτε βοήθεια. Κατά βάθος θα

προτιμούσε να μην ανοίξει καθόλου την πόρτα του στενάχωρου διαμερίσματος σε

οποιονδήποτε δημοσιογράφο, όμως «κάτι άλλο θα ήθελε να πει». Κι αυτό δεν είναι

παρά η απόγνωση του 17χρονου εγγονού της, του Ανδρέα, ο οποίος «δεν μπορεί να

βρει καμία δουλειά ενώ προσπαθεί».

Ακραία περίπτωση

Η οικογένεια της ηλικιωμένης ζει από τη φιλανθρωπία και ανήκει στην κατηγορία

«υψηλού κινδύνου» ­ τον οποίο έχει προ πολλού ξεπεράσει και αποτελεί μάλλον

ακραία περίπτωση ­ αφού έχει για αρχηγό ένα ηλικιωμένο πρόσωπο το οποίο είναι

συνταξιούχος, και είναι πολυμελής. Η εγκατάλειψή της από κάθε φορέα είναι

επίσης πλήρης. Μέσα από την αποσπασματική διήγηση της ηλικιωμένης και πίσω από

μια τραγική ιστορία που αφορά την ιδιωτικότητα της οικογένειας φαίνεται

ανάγλυφα αυτό που οι ειδικοί περιγράφουν ως «καμία πρόσβαση σε υπηρεσίες

κοινωνικής πρόνοιας». Εκτός από το επίδομα των 30.000 δραχμών που εισπράττει

ακόμα ο 13χρονος Σταμάτης κάθε δυόμισι μήνες.

Τα δύο αδέλφια του, ο 17χρονος Ανδρέας και η η 16χρονη Μαρία, εισέπρατταν

επίσης το ίδιο ποσό «το οποίο όμως κόβεται μόλις συμπληρωθεί το 16ο έτος της

ηλικίας». Ο Ανδρέας σταμάτησε το σχολείο στην Α’ τάξη του Γυμνασίου ­ «δεν θα

μπορούσα να συνεχίσω, είχαμε προβλήματα» λέει με πέντε λέξεις ο ίδιος ­ ενώ η

Μαρία και ο Σταμάτης ακολούθησαν επίσης τα βήματά του.

Ο Σταμάτης, που περνάει πολλές ώρες στο σπίτι παρέα με ένα αδέσποτο σκυλάκι,

τον αγαπημένο του Τζακ, λέει με τη μεγαλύτερη φυσικότητα του κόσμου ότι είναι

δυσλεκτικός και θα έπρεπε να βρει ένα άλλο σχολείο.

Η απουσία των ειδικών

Ασφαλώς και κανένας ειδικός ή μη της υποχρεωτικής εννιάχρονης εκπαίδευσης δεν

έψαξε να βρει ποια ήταν τα αίτια που έκαναν σχεδόν αναγκαστική τη διακοπή του

σχολείου για τα αδέλφια.

«Σταμάτησα το σχολείο και ξεκίνησα την αναζήτηση δουλειάς για να βοηθήσω τη

γιαγιά μας. Πήγα και στον ΟΑΕΔ, αλλά δεν υπήρχε τίποτε για μένα. Για να πάρεις

επίδομα ανεργίας χρειάζεται να έχεις προηγουμένως εργαστεί για λίγο, να έχεις

μερικά ένσημα, για να μπεις στην κατάρτιση χρειάζεται να έχεις τελειώσει

Γυμνάσιο. Άρχισα να ψάχνω τα πάντα και κατέληξα στην οικοδομή όπου αν δεν

ξέρεις, αν δεν έχεις ειδίκευση, σου δίνουν ό,τι θέλουν. Δέκα χιλιάδες;

Αστειεύεστε. Λιγότερα από πέντε. Λάντζα σε καφετέρια επίσης είναι μια καλή

λύση, τουλάχιστον μέχρι να πάω στρατό. Πληρώνουν δυόμισι χιλιάρικα το οχτάωρο.

Εσείς θα πηγαίνατε;». Τον ρωτάμε τι δουλειά θα ήθελε να κάνει. Αμέσως

διορθώνουμε την ερώτηση και την αντικαθιστούμε με το τι δουλειά θα ήθελε να

μάθει. Συμφωνεί πως «αυτό είναι καλύτερο και χαμογελά για πρώτη φορά». Θα

ήθελε λοιπόν να μάθει την τέχνη της μαγειρικής. Αισθάνεται όμως πλήρως

αποκλεισμένος από την αγορά εργασίας, ενώ ο οικονομικός κλοιός σφίγγει όλο και

περισσότερο γύρω του.

Ξεχασμένοι από τον Δήμο

Το 1997, όπως λέει, υπέβαλε μια αίτηση στον Δήμο. «Μας είπαν ότι σε δυο μήνες

θα μας απαντήσουν, μήπως βρεθεί κάτι, αλλά δεν μας απάντησαν ποτέ» λέει με

παράπονο η γιαγιά.

Η δική της ιστορία κρύβει δεκαέξι χρόνια εργασίας ως καθαρίστριας. «Με έδιωξαν

όμως κι έτσι δεν κατάφερα ποτέ να συμπληρώσω τα 1.500 ένσημα για να πάρω

σύνταξη από τον ΟΓΑ 100.000 δραχμών. Μου λείπουν περίπου 500» θα πει. Η

ιστορία αυτή τη στεναχωρεί πολύ. Όχι ότι με τις 100.000 δραχμές το μήνα έναντι

των σημερινών 40.000 θα ελυνε το πρόβλημα, αλλά η ανάσα θα ήταν κάπως

καλύτερη. Την έδιωξαν όταν στη ζωή της μπήκαν τα τρία εγγόνια. «Δεν είχα πού

να αφήνω το μικρό, το έπαιρνα μαζί μου σ’ ένα καρότσι και το έδενα από τη

σκάλα που καθάριζα για να μη φύγει. Φοβήθηκαν ότι μπορεί να συνέβαινε κανένα

ατύχημα κι έτσι μ’ έδιωξαν».

Μεγαλώνει η «ψαλίδα» φτωχών και πλούσιων νοικοκυριών σε εκτός κέντρου περιοχές

Πώς είναι η ζωή μιας οικογένειας που έχει εισόδημα 123.777 δραχμές τον μήνα;

Σίγουρα πολύ διαφορετική από της οικογένειας η οποία ζει με εισόδημα 402.518

δραχμές! Το κοινό τους σημείο είναι ότι ζουν και οι δύο στο Βόρειο Αιγαίο ­

την περιοχή με τα περισσότερο φτωχά νοικοκυριά σήμερα στην Ελλάδα. Η «ψαλίδα»

στα εισοδήματα των δύο αυτών νοικοκυριών περιγράφει το βάθος του χάσματος

μεταξύ φτωχών – πλουσίων στην Ελλάδα σήμερα.

Οι 123.777 δραχμές είναι το μέσο εισόδημα των φτωχών νοικοκυριών, ενώ οι

402.518 δραχμές το μέσο εισόδημα των μη φτωχών νοικοκυριών στο Βόρειο Αιγαίο.

Ως μεθοδολογία για τον υπολογισμό τους χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια της

Ευρωπαϊκής Ένωσης (λαμβάνοντας υπόψη δηλαδή ως όριο της φτώχειας για την εν

λόγω περιοχή το εισόδημα των 183.898 δραχμών). Σύμφωνα με την επεξεργασία των

στοιχείων της έρευνας για τη Φτώχεια του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών

(ΕΚΚΕ, Γιάννης Υφαντόπουλος – Διονύσης Μπαλούρδος) προκύπτει ότι το χάσμα

μεταξύ φτωχών – μη φτωχών νοικοκυριών βαθαίνει καθώς απομακρυνόμαστε από το

κέντρο προς την περιφέρεια της χώρας.

Την ίδια ώρα όμως, όπως αποκαλύπτουν οι αριθμοί, μεγαλώνει και το χάσμα της

φτώχειας, δηλαδή η διαφορά του μέσου εισοδήματος των φτωχών νοικοκυριών προς

τα αντίστοιχα όρια της φτώχειας της κάθε περιφέρειας. Στο Βόρειο Αιγαίο, όπου

το όριο της φτώχειας σε σημερινές τιμές υπολογίζεται σε 183.898 δραχμές

εισόδημα τον μήνα, έχει καταγραφεί ότι το μέσο εισόδημα όσων οικογενειών ζουν

κάτω από αυτό είναι οι 123.777 δραχμές! Δηλαδή το χάσμα της φτώχειας σ’ αυτή

την περιοχή είναι 60.129 δραχμές.

«Όσο μεγαλώνει το χάσμα της φτώχειας κι όσο αυξάνεται η ψαλίδα στα εισοδήματα

φτωχών – μη φτωχών νοικοκυριών, τόσο αντιλαμβανόμαστε την ένταση και έκταση

του φαινομένου» επισημαίνει ο ερευνητής του ΕΚΚΕ κ. Διονύσης Μπαλούρδος,

διδάσκων αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Ερευνώντας ο ίδιος την εξέλιξη της φτώχειας στη χώρα μας, επισημαίνει ότι η

τάση είναι να βαθαίνει το χάσμα της φτώχειας προς τις απομακρυσμένες περιοχές,

ενώ την ίδια στιγμή αλλάζει αργά η «σύνθεση» των νοικοκυριών που πλήττονται.

Σύμφωνα με τους ερευνητές και ανεξαρτήτως μεθόδου υπολογισμού, οι ομάδες

«υψηλού κινδύνου» είναι: οι ηλικιωμένοι («από το 1988 έχουμε αποδείξει ότι οι

ηλικιωμένοι εμφανίζουν διπλάσιο ποσοστό φτώχειας από τον υπόλοιπο πληθυσμό),

οι πολυμελείς οικογένειες (με περισσότερα από τρία παιδιά και ασταθή

εισοδήματα), όσοι απασχολούνται σε αγροτικές δουλειές, οι μονογονεϊκές

οικογένειες, τα άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, και οι οικογένειες με

αρχηγό σχετικά μεγάλης ηλικίας. «Βλέποντας πίσω από τους αριθμούς όμως,

παρατηρούμε μια νέα τάση, η οποία αφορά τις νέες ομάδες υψηλού κινδύνου. Σε

αυτή την κατηγορία ανήκουν οι μακροχρόνια άνεργοι, όσοι δηλαδή έχουν να

εργαστούν περισσότερο από δώδεκα μήνες, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά

εργασίας, οι γυναίκες και βέβαια μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων, των οποίων ο

κοινωνικός αποκλεισμός οδηγεί και στον αποκλεισμό από την αγορά εργασίας.

Αυτές είναι οι ομάδες που αυξάνονται και «εφοδιάζουν» με νέες παραμέτρους τη

φτώχεια, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά γενικότερα στην Ευρώπη».