Ό, τι χάρηκε ο λαός με τις εκλογές του ’63 και του ’64, όταν η Ένωση
Κέντρου κέρδισε τελικώς την κυβερνητική εξουσία, τού βγήκε ξινό…
Ο ξένος παράγων, το Παλάτι, η Δεξιά και οι αποστάτες, αλλά και τα απανωτά
για διαφορετικούς λόγους λάθη των «δημοκρατικών δυνάμεων, της Ένωσης Κέντρου
και της ΕΔΑ» έπαιξαν τον… ρόλο τους.
Έτσι, αυτή η ανάσα έστω μικρή, με το ΚΚΕ να είναι ακόμα παράνομο που
πήρε το λαϊκό κίνημα, δεν κράτησε για πολύ. Αυτή τη φορά, τα τανκς κατέβηκαν
στους δρόμους, πριν προλάβουν να αντιδράσουν πολλοί που διακήρυσσαν ότι αν
γίνει δικτατορία θα τους βρουν αντιμέτωπους στους δρόμους.
Παρά το ότι πολλά στελέχη της Αριστεράς, αλλά και ο Ανδρέας Παπανδρέου με
τους «Δημοκρατικούς Συνδέσμους», πρόβλεπαν ότι η χούντα θα εμφανισθεί σύντομα
στο προσκήνιο της ζωής της χώρας, τελικώς η οργάνωσή τους και όχι μόνον
αποδείχθηκε ανεπαρκής.
Ο δημοσιογράφος Σπύρος Λιναρδάτος, ο οποίος… φυσικά ούτε αυτή τη φορά
λύγισε συνελήφθη για τις ιδέες του και τους αγώνες του, καταγράφει τα
γεγονότα μιας εποχής που κυρίως χαρακτήρισε η σήψη και η αποστασία.
Στο νέο του βιβλίο που θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις
«Προσκήνιο – Άγγελος Σιδεράτος», την προσεχή Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου, ο
συγγραφέας περιγράφει και κρίνει πρόσωπα και γεγονότα μιας δύσκολης εποχής.
Και φωτίζει από τη δική του πλευρά με πολλή προσοχή αλλά και αγωνία
γνωστές και άγνωστες πτυχές της ιστορίας μας, με στόχο να προσφέρει με τη
γνώση του στον αναγνώστη ό,τι καλύτερο έχει, αλλά και να αποκαλύψει όλο το
παρασκήνιο της περιόδου ’63-67.
Σε αυτές τις σελίδες του ογκώδους βιβλίου του, από τις οποίες ορισμένα
αποσπάσματα δημοσιεύουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ», ο Σπύρος Λιναρδάτος δεν χαρίζεται σε
κανέναν, ούτε στον εαυτό του. Αυστηρός για την ηγεσία της Αριστεράς, αλλά και
τον Ανδρέα Παπανδρέου, δεν θέλει απλώς να καταγράψει γεγονότα. Επιθυμεί μέσα
από τις αποκαλύψεις αλλά και την κριτική του, να φωτίσει μια εποχή που οδήγησε
στη δικτατορία και στην προδοσία της Κύπρου.
|
Από το βιβλίο του Σπύρου Λιναρδάτου «Πολιτικοί και Πολιτική, 70 χρόνια αναμνήσεις – αγώνες – ντοκουμέντα» Εκδόσεις: Προσκήνιο – Άγγελος Σιδεράτος
|
Η κυβέρνηση που εξέλεξε ο ελληνικός λαός νόμιζε ότι ήταν κυρίαρχος, αλλά η
πραγματική εξουσία δεν του δόθηκε ποτέ το 1964 είχε τελικώς βραχύ βίο.
Ο Σπύρος Λιναρδάτος θυμάται για την εποχή εκείνη και σημειώνει:
Στο μεταξύ όμως εντείνονται οι διαμάχες μέσα στους κόλπους της Ε.Κ. Ιδιαίτερα
ύστερα από την επιστροφή του Α. Παπανδρέου στην κυβέρνηση, η εφημερίδα
«Ελευθερία» του Κόκκα, που υποστηρίζει για διάδοχο του Γ. Παπανδρέου τον Κ.
Μητσοτάκη, εξαπολύει επιθέσεις εναντίον του γιου του Πρωθυπουργού. Τον
κατηγορεί ανάμεσα σε άλλα ότι «επεδίωξε να ιδρύση μικρομάγαζον εις τον Στρατόν
και φυσικά τα έκαμε θάλασσαν». Η εσωκομματική διαμάχη στην Ε.Κ. ευνοεί βέβαια
τον «υπέρτατον αγώνα» του Π. Κανελλόπουλου και της ΕΡΕ και φυσικά και τα
σχέδια του Παλατιού που θέλει έναν πιο πειθήνιο και υποχείριο Πρωθυπουργό. Η
υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ που υπαινίσσεται η «Ελευθερία» στο άρθρο της στις 28 Μαΐου του
1965, έχει αρχίσει να γίνεται γνωστή τουλάχιστον στην ηγεσία του Στρατού από
τις αρχές Μαρτίου του 1965 και έχει σχέση και με την επίσκεψη του Α.
Παπανδρέου στην Κύπρο μετά την πρώτη απομάκρυνσή του από την κυβέρνηση.
Αρχίζει να γίνεται φανερό ότι μεθοδεύεται η απομάκρυνση του Γ. Παπανδρέου, του Πρωθυπουργού…
… Με αξίωση του βασιλιά, που ήθελε να διατηρήσει τον έλεγχο των Ενόπλων
Δυνάμεων το Παλάτι (νόμιζαν ότι τον έχουν και δεν είχαν πάρει χαμπάρι τη
Χούντα Παπαδόπουλου ή κάτι είχαν μυριστεί και νόμιζαν ότι δουλεύουν γι’
αυτούς), η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο. Τον ίδιο τον Α. Παπανδρέου
που είχε επιστρέψει στην κυβέρνηση και είχε αναλάβει υπουργός – αναπληρωτής
Συντονισμού, τον απειλούν τώρα με παραπομπή. Η Δεξιά πιέζει και ζητά παραίτηση
της κυβέρνησης. Ο Γ. Παπανδρέου, που βάλλεται και προσωπικά, για να ενισχύσει
τη θέση του ζητά και παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής στις 25 Ιουνίου.
Αλλά η συνωμοσία κινείται ήδη. Ο Δούρειος Ίππος βρίσκεται μέσα στο χώρο της
Ε.Κ., χωρίς να χρειασθεί να πέσουν τα τείχη. Ο φιλόδοξος Κ. Μητσοτάκης
κινείται με άλλους και με το Παλάτι για την ανατροπή του Γ. Παπανδρέου, για
τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση. Ο Μητσοτάκης και οι άλλοι βουλευτές και
υπουργοί που διαφωνούσαν με τον κυρίαρχο ρόλο που έπαιζε πια στην Ε.Κ. ο Α.
Παπανδρέου, ή που φιλοδοξούσαν να διαδεχθούν αυτοί τον αρχηγό του Κέντρου, δεν
θα έπαιρναν ίσως το προσωνύμιο «αποστάτες», αν υπέβαλλαν τις παραιτήσεις τους
εξηγώντας στο λαό τις βασικές διαφωνίες τους με την πολιτική στο Κυπριακό και
σε άλλα βασικά θέματα εσωτερικά και εξωτερικά, καθώς και για τους εξτρεμισμούς
του Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτοί όμως προτίμησαν το δρόμο των παρασκηνίων, των
συνεννοήσεων με τον Χοϊδά, τον πολιτικό σύμβουλο του βασιλιά και με άλλους
αυλικούς· και των αθλιοτήτων που ζήσαμε εκείνο το θερμό καλοκαίρι, όταν ο
βασιλιάς ώθησε σε παραίτηση τον Πρωθυπουργό και ανέθεσε τη διακυβέρνηση της
χώρας στον γραφικό στιχοπλόκο Γ. Αθανασιάδη – Νόβα.
|
Στο Βελιγράδι. Ο Πρωθυπουργός του 53% Γεώργιος Παπανδρέου με τον Πρωθυπουργό Στάμπρλιτς στην πρωτεύουσα της Γιουγκοσλαβίας 24 χρόνια πριν το ΝΑΤΟ βομβαρδίσει τους περήφανους πολίτες της. (Αριστερά του Γεώργιου Παπανδρέου ο Σπύρος Λιναρδάτος)
|
Προηγήθηκε, όπως είναι γνωστό, και το ψευτοσαμποτάζ του Έβρου που κατασκεύασε
ο τότε αντισυνταγματάρχης Γ. Παπαδόπουλος και έκανε τον Ηλία Ηλιού να
προειδοποιήσει στη Βουλή ότι κάποιος άλλος μπορεί, σε κάποια στιγμή, να
δημιουργήσει κάποια άλλη πρόκληση για να συλλάβει χιλιάδες Έλληνες. Ο Ηλιού
δεν μπορούσε να προβλέψει τότε ότι ο ίδιος αξιωματικός, προστατευόμενος και
του Γ. Παπανδρέου ως Αχαιός, θα κάμει σε λιγότερο από δύο χρόνια την άλλη
μεγάλη «πρόκληση», της 21ης Απριλίου 1967, και θα γεμίσει τα ξερονήσια και τις
φυλακές με κόσμο. Εμείς οι πολιτικοί συντάκτες όλων των εφημερίδων και οι
ξένοι ανταποκριτές και απεσταλμένοι εφημερίδων από όλο τον κόσμο, δεν θα
ξεχάσουμε το θέαμα μερικών εκπροσώπων του ελληνικού Κοινοβουλίου που τους
είχαν κλείσει στο σπίτι Ποταμιάνου κοντά στα Ανάκτορα στις 17 Σεπτεμβρίου 1965
για να μη μετανιώσουν και «ξεαποστατήσουν» και τους οδήγησαν ύστερα οι
Μητσοτάκης και Γαρουφαλιάς σαν πρόβατα, ορισμένους αξύριστους, στα Ανάκτορα,
για να ορκιστούν υπουργοί, αφού με τις πιο άθλιες μεθόδους τους είχαν πείσει
να αποστατήσουν και αυτοί για να συμπληρωθεί ο μαγικός αριθμός των 151 και να
υπάρξει πλειοψηφία. Βέβαια και πολλοί άλλοι και εγώ αλλού έχω επισημάνει, ότι
για τη μεγάλη φθορά του κοινοβουλευτισμού που έγινε εκείνο το καλοκαίρι στην
Ελλάδα είναι υπεύθυνοι και οι διάφοροι «κεκράχτες» του Α. Παπανδρέου και της
Ε.Κ. που «συνέβαλαν να μετατραπεί σε γήπεδο ποδοσφαιρικών αγώνων ή αρένα
ταυρομαχιών το ελληνικό Κοινοβούλιο».
Η ΕΔΑ και ο Ανδρέας Παπανδρέου
|
Γρηγόρης Λαμπράκης. Ο αγωνιστής της Ειρήνης και λίγα ακόμα μέλη της Επιτροπής της «Κίνησης Ειρήνης» η Γιούλα Λιναρδάτου, οι δημοσιογράφοι Μανώλης Μαθιουδάκης, Μηνάς Παπάζογλου, κ.ά. κατορθώνουν να «σπάσουν» τον κλοιό των αστυνομικών και να «πραγματοποιήσουν» την απαγορευμένη πορεία Ειρήνης, τον Απρίλιο του 1963
|
Η ΕΔΑ και η Αριστερά γενικότερα ταλαντεύτηκαν αρκετές φορές για το ποια στάση
θα πρέπει να τηρηθεί απέναντι στον Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν ο άνθρωπος των
Αμερικανών ή ήταν ο ριζοσπάστης πολιτικός που ξέφυγε από την πεπατημένη και τα
προδιαγεγραμμένα ενός αστικού κόμματος όπως ήταν η Ένωση Κέντρου;
Ο Σπύρος Λιναρδάτος αναφέρεται στο θέμα μέσα από το βιβλίο του και καταγράφει
τη γνωριμία του με τον ηγέτη των «Δημοκρατικών Συνδέσμων» (και μετέπειτα του
ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ) Ανδρέα Παπανδρέου:
Το άλλο σημαντικό πρόσωπο που γνώρισα, όταν έγινα πολιτικός συντάκτης, ήταν ο
Ανδρέας Παπανδρέου. Η γνωριμία μας η πρώτη έγινε στο ρεπορτάζ, όταν είχε
πολιτευτεί το 1964 για πρώτη φορά, είχε εκλεγεί βουλευτής και ο πατέρας του
τού είχε αναθέσει το υπουργείο Προεδρίας. Τότε, μόλις τον πρωτογνώρισα, του
έκανα μία επιθετική ερώτηση: γιατί η κυβέρνηση του Κέντρου αφήνει, σε στιγμές
κρίσιμες για το Κυπριακό, να οργιάζει από το ελληνικό έδαφος με ανθελληνική
προπαγάνδα, η «Φωνή της Αμερικής». Ο Α. Παπανδρέου μου απάντησε ότι είχα δίκιο
και πρόσθεσε ότι είχε ήδη κινήσει τις διαδικασίες εναντίον του σταθμού αυτού
των Αμερικανών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πω ότι για τον Ανδρέα Παπανδρέου στα ανώτερα
όργανα της ΕΔΑ υπήρχαν διιστάμενες απόψεις και ως προς το ρόλο του και ως προς
την τακτική που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε απέναντί του. Υπήρχαν αυτοί που
έλεγαν ότι είναι πράκτορας των Αμερικανών που ήλθε στην Ελλάδα για να
συρρικνώσει και να πλήξει την Αριστερά. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τον
Μάρτη του 1964 η «Αυγή» έδωσε μεγάλη προβολή την έβαλε πρωτοσέλιδη και με
ένα αιχμηρό σχόλιο σε μια φωτογραφία από την επίσκεψη του Τρούμαν στην
Ελλάδα με ευκαιρία τη συμπλήρωση 17 χρόνων από την εξαγγελία του «δόγματός»
του. Η φωτογραφία έδειχνε τον Τρούμαν με τους Γ. και Α. Παπανδρέου, και τον
υπουργό Εξωτερικών Στ. Κωστόπουλο, πιασμένους από τα χέρια, σε ένδειξη αιώνιας
φιλίας. Υπήρχε και η άλλη άποψη, που έλεγε ότι θα έπρεπε να συνεργαστούμε με
τον Α. Παπανδρέου, γιατί εξέφραζε μια προοδευτικότερη τάση μέσα στην Ένωση
Κέντρου που ως πολυσυλλεκτικό κόμμα είχε και τη συντηρητική φιλοβασιλική και
κεντροδεξιά της πτέρυγα (Γ. Παπανδρέου, Στ. Κωστόπουλος, Γ. Νόβας κ.ά.).
Προσωπικά ανέπτυσσα τότε την άποψη ότι για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ιδιαίτερα
μετά το 1961, δημιουργούνται οι πολιτικές και οι κοινωνικοοικονομικές
προϋποθέσεις για την ίδρυση σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Και για μεν τις
πολιτικές προϋποθέσεις έλεγα ότι είναι η έλλειψη δικής μας ικανότητας να
πείσουμε ότι είμαστε κάτι ευρύτερο από τη νόμιμη έκφραση τού εκτός νόμου ΚΚΕ,
η αστυνομική και πολιτική επίθεση που δεχθήκαμε ύστερα από τη σχεδόν «πύρρεια»
νίκη μας του 1958, τα εμφυλιοπολεμικά κατάλοιπα, νομικά και ψυχολογικά, και
σωρεία λαθών μας. Για τις κοινωνικοοικονομικές προϋποθέσεις και αλλαγές δεν
είχα πολλά στοιχεία να θεμελιώσω την άποψή μου, μιλούσα πάντως για την
οικονομική και βιομηχανική πρόοδο που είχε συντελεστεί στην χώρα από το τέλος
του Εμφυλίου και ιδιαίτερα στην περίοδο της οκταετίας Καραμανλή. Πρόσφατα
βρήκα την καλύτερη και πιο επιστημονική θεμελίωση που έχω τουλάχιστον εγώ
διαβάσει για τις κοινωνικοοικονομικές αυτές αλλαγές και την επίδρασή τους. Τη
βρήκα σε ένα από τα πρόσφατα βιβλία του πολιτικού επιστήμονα Θανάση
Διαμαντόπουλου. Την άποψή μου αυτήν οι ιεροφάντες της κομματικής γραμμής, μέσα
στην «Αυγή» και την ηγεσία της ΕΔΑ, την αντιμετώπισαν ως αιρετική και περίπου
αντικομμουνιστική. Από τότε πάντως, κράτησα διάλογο και επαφή με τον Ανδρέα
Παπανδρέου. Τον έβλεπα ιδιαίτερα, όταν πια παραιτήθηκε από υπουργός, στα
γραφεία του στην οδό Σουηδίας στο Κολωνάκι, όπου βασικός βοηθός του ήταν ο
μακαρίτης Στρατής, ανιψιός του βουλευτή και συνεργαζόμενου με την ΕΔΑ
συνδικαλιστή Δημήτρη Στρατή. Εκεί ήταν και η πάντα πρόθυμη και ευγενική Αγγέλα
Κοκκόλα και μία ακόμα γραμματέας του Ανδρέα, αρμενικής καταγωγής, πριν από την
εμφάνιση και της Τίνας Πανταζή προς το τέλος της προδικτατορικής περιόδου.
Το ρεπορτάζ που δεν πρόλαβα να γράψω…
|
Κουβανική πρεσβεία. Σε δεξίωση που έγινε τον Μάιο του 1962. Διακρίνονται από αριστερά: ο Σπ. Λιναρδάτος, ο Στ. Ευσταθιάδης, ο Γ. Παπάζογλου, ο αντιπρόσωπος της Κούβας, ο Λ. Κύρκος και ο Α. Λεντάκης
|
Ο πολυγραφότατος Σπύρος Λιναρδάτος ένα μόνο ρεπορτάζ δεν πρόλαβε να γράψει.
Αυτό της σύλληψής του από τη δικτατορία. Άλλωστε, ποτέ δεν καυχήθηκε για τους
αγώνες του. Πάντα σεμνός και φυσικά πείσμων στις θέσεις του…
Ο Π. Κανελλόπουλος ως Πρωθυπουργός πια, μάς δεχόταν κάθε βράδυ στα γραφεία του
στη Βουλή. Το βράδυ της 20ής Απριλίου ήταν εκεί και ο Π. Παπαληγούρας που
έκοβε συνέχεια βόλτες καπνίζοντας. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι εκείνο το βράδυ τον
είχε πιάσει μια ξαφνική τρυφερότητα προς όλους μας, μάς μιλούσε πολύ φιλικά,
μάς έπιανε από τις πλάτες. Ήταν υπουργός Αμύνης και υπεύθυνος φυσικά για την
πειθαρχία στις Ένοπλες Δυνάμεις. Ο Π. Κανελλόπουλος δεν έδειχνε πάντως σημάδια
ανησυχίας. Μαθαίνουμε ότι ετοιμάζει τον λόγο του για την προεκλογική
συγκέντρωση της μεθεπομένης. Μετά την ενημέρωσή μας και από τον Πρωθυπουργό,
οι πολιτικοί συντάκτες πάμε στις εφημερίδες μας και γράφουμε τα ρεπορτάζ μας.
Φεύγουμε, στη 1.30, όπως συνήθως, όταν δεν περιμένουμε κάτι έκτακτο ή δεν
υπάρχει κανένας διάλογος πολιτικών ηγετών σε εξέλιξη. Ο σωφέρ της εφημερίδας,
ο Γιώργος Τρικκάλης, μάς πήρε με το αυτοκίνητο όσους θα φεύγαμε εκείνη την
ώρα, άφησε τον διευθυντή, τον Μανόλη Γλέζο, στην Κυψέλη, τον Ανδρέα Γεωργίου
(Ξυφτίλη), τον αρθρογράφο και σχολιογράφο στον Περισσό· και από εκεί, μέσω
Καλογρέζας, με έφερε εμένα στον Ερυθρό Σταυρό, όπου έμενα και μένω. Σε όλη
αυτή τη διαδρομή δεν είδαμε τίποτε το ύποπτο. Στο σπίτι, αφού έφαγα ό,τι μου
είχε ετοιμάσει η γυναίκα μου που δεν με άκουσε και συνέχισε να κοιμάται, πήγα
στο γραφείο μου και κάθησα να κάνω τη δική μου δουλειά. Προετοίμαζα τότε να
γράψω τον τρίτο τόμο της σειράς των βιβλίων μου, αυτόν που αφορούσε την
εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στον Μεσοπόλεμο και ιδιαίτερα της περιόδου της
4ης Αυγούστου. Συνήθιζα να εργάζομαι ως τις 3.30-4.00. Με την υπερένταση της
δουλειάς στο ρεπορτάζ και την εφημερίδα, δεν νύσταζα. Κατά τις 3 η ώρα χτύπησε
το τηλέφωνο. Το σήκωσα ανήσυχος. Ήταν ο Στάθης Ευσταθιάδης που μου ανήγγειλε,
ότι έγινε πραξικόπημα από στρατιωτικούς, χωρίς να ξέρει να μου πει άλλες
λεπτομέρειες. Άρχισα να τηλεφωνώ σε συναδέλφους για να μάθω περισσότερα, σε
πολιτικούς και σε γνωστά μου στελέχη της ΕΔΑ για να τους πω να φύγουν από τα
σπίτια τους. Πήρα τον Γλέζο και τον Κύρκο τον Λεωνίδα και τα τηλέφωνα δεν
απαντούσαν (τα είχαν ήδη κόψει οι στρατιωτικοί και τους είχαν πιάσει). Πήρα το
σπίτι τού Ανδρέα Παπανδρέου και η σύζυγός του μου απάντησε ότι τον έπιασαν.
Ήμουνα σε συνεχή επικοινωνία με τον Γιώργο Ρωμαίο, που καθόταν τότε και αυτός
στον Ερυθρό, πιο κοντά στο Νοσοκομείο από ό,τι εμείς και είπαμε να έλθει να με
πάρει και να πάμε μαζί στο σπίτι του Κώστα Ράλλη, υφυπουργού Εξωτερικών στην
κυβέρνηση Π. Κανελλόπουλου. (Έμενε κι αυτός στην ίδια γειτονιά). Η γυναίκα μου
αντέδρασε, λέγοντας ότι εμένα αν με βρουν στο δρόμο αυτές τις ώρες, θα με
σκοτώσουν. Ο Γιώργος είπε: «Άσε, πάω εγώ που είμαι πιο κοντά και θα σου πω».
Σε λίγο μου τηλεφώνησε να μου πει ότι δεν τον βρήκε. Ήμουνα σε επικοινωνία και
με άλλους συναδέλφους, τον Τάσο Θεοδοσόπουλο, τον Σπύρο Δρόσο. Είχε αρχίσει να
ξημερώνει πια. Σε καμιά στιγμή δεν σκεφθήκαμε να φύγουμε. Σε λίγο χτύπησε το
δικό μας κουδούνι και μας ζήτησαν δύο αστυνομικοί της Ασφαλείας του
παραρτήματος της γειτονιάς μας. Είπα στο τηλέφωνο στον συνάδελφο που
μιλούσαμε: «Τώρα εμάς μάς παίρνουν». Και τον αποχαιρέτησα. Αυτό το ρεπορτάζ
που είχα κάμει εκείνο το βράδυ από το τηλέφωνο, δεν θα δημοσιευόταν ούτε την
άλλη, ούτε τη μεθεπόμενη μέρα. Άρχιζε το έρεβος της νέας τυραννίας.