Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Ο Γιάννης Σαρεγιάννης υπήρξε μια σημαντική, αλλά ελάχιστα γνωστή προσωπικότητα

της πνευματικής μας ζωής. Έλληνας της Αλεξάνδρειας, που ανήκε στην ευρύτερη

οικογένεια Μπενάκη (ήταν από τον πατέρα του μικρανεψιός του Εμμανουήλ Μπενάκη

και από τη μητέρα του μικρανεψιός της Βιργινίας Χωρέμη, συζύγου του Εμμανουήλ

Μπενάκη), διακρίθηκε σε δύο τομείς: ως οξυδερκής κριτικός του Καβάφη και ως

ιδρυτής της Φυτοπαθολογίας στην Ελλάδα.

Ο Σαρεγιάννης γεννήθηκε το 1898 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μια πόλη

κοσμοπολιτική, τρεις φορές τότε πολυπληθέστερη της Αθήνας, στην οποίαν το

ελληνικό στοιχείο κατείχε σημαντική θέση και από απόψεως πληθυσμού και από

απόψεως πλούτου. Μετά τον θάνατο του Γεωργίου Αβέρωφ, πλουσιότατου ομογενούς

και μεγάλου ευεργέτου, που συνέβη ένα χρόνο μετά τη γέννηση του Σαρεγιάννη, η

οικογένεια Μπενάκη αναλαμβάνει την πρωτοκαθεδρία της ελληνικής παροικίας. Ο

Εμμανουήλ Μπενάκης, μετά τον θάνατο του παππού του Σαρεγιάννη (που διηύθυνε το

εκκοκκιστήριο βάμβακος του Μπενάκη) ανέλαβε την οικογένεια Σαρεγιάννη,

σπούδασε τα δυο παιδιά (τον πατέρα και τον θείο του βιογραφούμενου) και

ασκούσε μεγάλη επιρροή στον Γιάννη και στον αδελφό του Σθένη. Οφείλεται στην

πιεστική προτροπή του Μπενάκη ότι ο Γιάννης Σαρεγιάννης, μετά την ολοκλήρωση

των εγκυκλίων του σπουδών στο Αβερώφειο Γυμνάσιο Αλεξανδρείας, σπούδασε

γεωπόνος στην Εθνική Γεωπονική Σχολή του Grignon, κοντά στις Βερσαλλίες, από

το 1915 ως το 1918. Στη συνέχεια ο Σαρεγιάννης από το 1918-1919 εκπληρώνει τις

στρατιωτικές του υποχρεώσεις ­ ήταν η εποχή που οι Έλληνες δεν απέφευγαν τη

στρατιωτική τους θητεία, αντίθετα έδειχναν ένα γνήσιο, στα έργα και όχι στα

λόγια, πατριωτισμό. Εκείνη την εποχή συνδέεται με τον Αλεξανδρινό λογοτέχνη

και κριτικό Γιώργο Βρισιμιτζάκη. Ήδη από το 1915 έχει συναντήσει τον Κ.Π.

Καβάφη, ο οποίος τον επηρέασε σε όλη τη ζωή του.

Το 1921 γυρίζει στη Γαλλία και μετεκπαιδεύεται εργαζόμενος σε ερευνητικό

φυτοπαθολογικό κέντρο στο Παρίσι. Τα επόμενα δύο χρόνια εργάζεται σε ένα

ερευνητικό φυτοπαθολογικό ινστιτούτο στη Φλωρεντία. Εκεί, μελετώντας την

επίδραση των υπεριωδών ακτινών στους μύκητες, πειράζονται τα μάτια του. Είναι

άραγε πρόφαση; Πάντοτε τον έλκυαν η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, και είχε

γενικότερα πνευματικά ενδιαφέροντα που εξετείνοντο από την ψυχολογία ως τη

βιολογία. Αφήνει λοιπόν τις σπουδές και τη φυτοπαθολογική έρευνα και ως το

1929 ακολουθεί μια πορεία σύμφωνη με τα προσωπικά του ενδιαφέροντα.

Επισκέπτεται την Ιταλία, μελετά τα έργα τέχνης με τα οποία η χώρα αυτή είναι

γεμάτη. Στο Βιαρέτζιο συνδέεται με μια παρέα Ιταλών και Ελλήνων καλλιτεχνών

και λογοτεχνών, των Απουάνων «του εξωτερικού» (οι Απουάνοι, μια παρέα νεαρών

μποέμηδων και ανατρεπτικών στοιχείων, είχαν κυρίως δράση στην Αλεξάνδρεια της

Αιγύπτου με αρχηγό τους τον Βρισιμιτζάκη). Εκτός από τον Βρισιμιτζάκη

συνδέεται και με τον ξάδελφό του, τον ζωγράφο Γιάννη Μηταράκη. Και οι τρεις

τους έζησαν αρκετά χρόνια στη Γαλλία. Μετά την Ιταλία γυρνά στο Παρίσι τους

χειμώνες, παρακολουθεί μαθήματα βιολογίας ως ελεύθερος ακροατής στη Σορβόννη,

μαθήματα στο Κολέγιο της Γαλλίας, διαβάζει πολύ και πολλά, είναι μέλος μιας

παρέας Αλεξανδρινών φίλων του Καβάφη στο Παρίσι. Είναι χρόνια ελευθερίας,

πνευματικής αλητείας, που διαμορφώνουν τον διανοούμενο και στοχαστή

Σαρεγιάννη. Ταξείδια στη Γαλλία και στην Ιταλία συμπληρώνουν τη γνώση του

αυτών των χωρών.

Όμως η σκιά του Μπενάκη παραμονεύει. Ο Εμμανουήλ Μπενάκης διορίζεται πρώτος

υπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, ιδρύει σε αυτό τη

Διεύθυνση Φυτοπαθολογίας και υποκύπτοντας στην εισήγηση του τότε πρώτου

διευθυντού, του Κωνσταντίνου Ισαακίδη, αποφασίζει εξ ιδίων να χρηματοδοτήσει

την ίδρυση και λειτουργία του Μπενάκειου Ινστιτούτου Φυτοπαθολογίας στην

Κηφισιά. Σε οικόπεδό του χτίζει το Ινστιτούτο και το προικοδοτεί. Όμως τον

προλαβαίνει ο θάνατος το 1929 πριν ολοκληρώσει το έργο του. Οι κληρονόμοι του

συνεχίζουν και το τελειώνουν. Σε αυτό το Ινστιτούτο καλείται ο Σαρεγιάννης να

εργασθεί. Όντως, παρατάει την μποέμικη ζωή και επανέρχεται στη φυτοπαθολογία.

Προ της επανόδου του στην Ελλάδα και για έναν χρόνο εργάζεται ερευνητικά στον

Φυτοπαθολογικό Σταθμό του Ερευνητικού Γεωπονικού Ινστιτούτου, στις Βερσαλλίες.

Οι Απονάνοι φωτογραφημένοι στο Βιαρέτζιο πιθανώς το 1927. Από αριστερά ο

γλύπτης Φωκάτση, ο Γ. Βρισιμιτζάκης, ο Λορέντζος Βιάνι, ο Στάμος Ζερβός και ο

Γιάννης Σαρεγιάννης

Στην Ελλάδα τον περιμένουν απογοητεύσεις. Τα πράγματα, ιδίως τα κρατικά,

κυλούν πολύ αργά. Περνούν μήνες για να διοριστεί, οι υποσχέσεις που του

δόθηκαν για να γυρίσει αθετούνται. Το νέο Ινστιτούτο στην Κηφισιά έχει μόνο

τρεις επιστήμονες προσωπικό, που πρέπει κάτω από πρωτόγονες συνθήκες να τα

προλαβαίνουν όλα: και τα διοικητικά και τις περιοδείες στην ύπαιθρο για την

εντόπιση ασθενειών και τη βοήθεια των γεωργών και τις έρευνες στο εργαστήριο

και χίλιες δυο δουλειές που προκύπτουν για το στήσιμο του Ινστιτούτου και την

ομαλή λειτουργία του. Εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ, στην αρχή χωρίς

ηλεκτρικό και θέρμανση φορώντας το πανωφόρι του! Οι νεώτεροι όταν βλέπουν

Ιδρύματα και Κέντρα τα θεωρούν ως δεδομένα, μεμψιμοιρούν για τυχόν ατέλειες

και αδυναμίες, δεν υποψιάζονται τον μόχθο και τις θυσίες που χρειάστηκε να

προσφέρουν λίγοι άνθρωποι ώστε να υπάρξουν. Την ύπαρξη των αφανών αυτών ηρώων

κανείς δεν σκέφθηκε ούτε βέβαια την ανταμοιβή τους.

Εξώφυλλο του Καταλόγου της Βιβλιοθήκης Ι.Α. Σαρεγιάννη, που δωρήθηκε στο ΚΝΕ

το 1962

Έτσι ο Σαρεγιάννης αφήνει την υψηλή επιστήμη με την οποίαν ησχολείτο επιτυχώς

στη Γαλλία και αποφασίζει να κάνει εκείνο που είναι ωφελιμότερο και αμεσότερα

αναγκαίο στον τόπο: την αναγνώριση, τον κατάλογο των ντόπιων ασθενειών των

φυτών και ιδίως των καλλιεργουμένων. Εκεί συλλαμβάνει και ένα νέο τρόπο

διδαχής της φυτοπαθολογίας. Μέχρι τότε εδιδάσκοντο οι ασθένειες ανά φυτό (ανά

ξενιστή, όπως λέγεται) ή ανά παράσιτο (βακτήριο, μύκητας κ.λπ.). Ο Σαρεγιάννης

προτείνει να ομαδοποιηθούν οι ασθένειες σε νοσολογικές ομάδες, που έχουν τα

ίδια γνωρίσματα έστω και αν οφείλονται σε διαφορετικές αιτίες ή εμφανίζονται

σε διαφορετικά είδη φυτών: λ.χ. το σταμάτημα της ανόδου του χυμού στον κορμό,

από τις ρίζες στα φύλλα, μπορεί να προέρχεται από διάφορες αιτίες και να

εκδηλώνονται οι συνέπειές του σε διάφορα φυτά, όμως αυτές οι συνέπειες είναι

παρόμοιες και διευκολύνουν τη διάγνωση της ασθένειας. Αυτός ο τρόπος

διδασκαλίας βοηθά τον γεωπόνο στον αγρό να κάνει μια γρήγορη διάγνωση, μέχρις

ότου οι εργαστηριακές αναλύσεις τον συνεπικουρήσουν. Αυτό το σύστημα ο

Σαρεγιάννης εφαρμόζει πρωτοποριακά κατά τη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο

Θεσσαλονίκης, στο οποίο ο δικτάτωρ και πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς τον

διορίζει καθηγητή το 1937. Η διδασκαλία του άφησε εποχή· τον επόμενο χρόνο του

διορισμού του είναι έτοιμες οι πολυγραφημένες σημειώσεις των μαθημάτων του που

παρουσιάζουν εξαιρετική πληρότητα και ενημερότητα. Ο Σαρεγιάννης είναι πια

γνωστός διεθνώς στους φυτοπαθολόγους ενώ πολλά συγγράμματα τόσο στην Ευρώπη

όσο και στις ΗΠΑ αναφέρονται στις έρευνές του. Με τον πόλεμο και την έλευση

των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη, εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο και επανέρχεται στο

Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο στην Κηφισιά. Το 1943 επανιδρύεται, χάρις

στις ενέργειες του Βάσου Κριμπά, η Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, που ο

δικτάτωρ είχε καταργήσει το 1937, χολωμένος διότι η Σχολή δεν είχε στέρξει να

εκλέξει καθηγητή τον ευνοούμενό του Μπάμπη Αλιβιζάτο, σημαντικό επιστήμονα

αλλά και τοποτηρητή του Μεταξά στον γεωργικό τομέα. Στη Σχολή, σε αναγνώριση

της αξίας του και της διεθνούς φήμης του, διορίζεται ο Σαρεγιάννης καθηγητής,

ενώ τρία χρόνια αργότερα, το 1946, για την πλήρωση του τυπικού κενού

ανυπαρξίας μέχρι τότε εκλογής εκλέγεται πανηγυρικά καθηγητής. Συγχρόνως

διαδέχεται τον Ισαακίδη στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο ως διευθυντής

το 1947.

Στο προαύλιο της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών, πιθανώς το 1950, ο

Σαρεγιάννης στο μέσο με τους βοηθούς του, αριστερά του Βενέτη Κουγέα, δεξιά

του Κώστα Κατσίμπα

Μια σημαντική συνεισφορά του στις βάσεις της Φυτοπαθολογίας (και όχι μόνο

αυτής) είναι το βαθυστόχαστο δοκίμιό του για την έννοια της ασθένειας (1951).

Στο δοκίμιο αυτό ο Σαρεγιάννης προτάσσει ένα ιστορικό τμήμα στο οποίο

φανερώνεται η μεγάλη καλλιέργειά του. Εξηγεί κατά ποίον τρόπο γεννήθηκε στον

κοινό νου η έννοια αυτή, πώς ο δαίμονας-μίασμα των πρωτογόνων μετετράπη από

τους επιστήμονες σε μικρόβιο. Σημειώνει ότι το πρώτο κείμενο που καθαρά

διακρίνει την έννοια της ασθένειας απαντάται στις παραγράφους 188a και b του

Πλατωνικού Συμποσίου. Ακολούθως προτείνει μια διάκριση μεταξύ της «ασθένειας

εν γένει» και της «ειδικής ασθένειας». Μια ειδική ασθένεια είναι ένα ανώμαλο

σύμπλοκο καλά καθορισμένων νοσηρών χαρακτηριστικών που απαντάται σε έναν

άπειρο αριθμό περιπτώσεων. Τα νοσηρά χαρακτηριστικά είναι όσα αποκλίνουν του

μέσου όρου. Ο φυτοπαθολόγος (αλλά όχι μόνο αυτός) εντοπίζει ορισμένα νοσηρά

(παθολογικά) χαρακτηριστικά σε φυτά που φαίνονται να αποκλίνουν του μέσου

όρου, που φαίνεται να πάσχουν, να είναι ανώμαλα, και με βάση αυτά τα νοσηρά

χαρακτηριστικά αναζητεί νέα άρρωστα φυτά. Από τη συλλογή νέων αρρώστων φυτών

αντιλαμβάνεται ότι ορισμένα χαρακτηριστικά αποτελούν καλούς διαγνωστικούς

δείκτες, ενώ άλλα όχι. Έτσι απομονώνει νέους δείκτες (νέα νοσηρά

χαρακτηριστικά). Αυτή η διαδικασία, την οποίαν αναδεικνύει ο Σαρεγιάννης,

εκλεπτύνει τη διάγνωση, δεν είναι κυκλική, όπως θα μπορούσε απλοϊκά κανείς να

υποθέσει γιατί ύστερα από κάθε κύκλο μιας τέτοιας διαδικασίας απομένει ένα

πληροφοριακό κατάλοιπο. Ο άνθρωπος και ο ερευνητής για να κατανοήσει την

εξωτερική πραγματικότητα και να ταξινομήσει τις κατ’ ιδίαν περιπτώσεις σε

έννοιες, δρα όπως περιέγραψε ο Wittgenstein: χρησιμοποιεί μια σκάλα για να

ανεβεί και αφού ανεβεί δεν τη χρειάζεται πια, την πετά. Το δοκίμιο

δημοσιεύθηκε μόνο γαλλικά. Σήμερα μια μετάφρασή του με συνοδευτικά δοκίμια των

Η. Braun, Κ. Γαρδίκα και Κ. Κριμπά, μαζί με βιογραφικά του Σαρεγιάννη από την

Α. Χιτζαννίδου και τον Κ. Κριμπά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Μορφωτικού

Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης.

Το Αβερώφειο Γυμνάσιο στην Αλεξάνδρεια

Ο Σαρεγιάννης πέθανε από καρκίνο του πνεύμονος (ήταν μανιώδης καπνιστής) το

1962 στην Κηφισιά. Η σύζυγός του Φανή, το γένος Πέρογλου, και αυτή

Αλεξανδρινή, μια αξιόλογη γυναίκα του κύκλου του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, αφού

εξετέλεσε τις τελευταίες επιθυμίες του εκλιπόντος (να αφήσει την επιστημονική

βιβλιοθήκη του στο Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής

Αθηνών, να δωρήσει τη φιλολογική και φιλοσοφική του βιβλιοθήκη στο Κέντρο

Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, και να αφήσει το σπίτι

τους στην Κηφισιά στο ΙΚΥ) αυτοκτόνησε.

Ίσως δεν είναι άσκοπο να λεχθούν λίγα για τον Σαρεγιάννη ως κριτικό του

Καβάφη. Τα Καβαφικά του κατάλοιπα συγκέντρωσε ο φίλος του Ζήσιμος Λορεντζάτος

σε τόμο με πρόλογο Γιώργου Σεφέρη (φίλου του Σαρεγιάννη) και εισαγωγή Ζ.

Λορεντζάτου. Από αυτόν τον τόμο φαίνεται η άκρα προσπάθεια του Σαρεγιάννη να

αποφύγει όποια ρητορεία και μεγαλαυχία (γράφοντας για τον Σικελιανό σημείωνε

«Το ποίημά… [του], αν και έχει ωραίους στοίχους, δεν μου άρεσε. Δεν μπορώ,

ομολογουμένως, να συνηθίσω την έλλειψη ακριβολογίας και την αγάπη της

Ρητορικής των Αθηναίων»). Η εμμονή του για ακριβολογία φανερώνεται από μια

παρατήρησή του στον Καβάφη που αναφέρεται στο ποίημα «Η Μάχη της Μαγνησίας». Ο

Σαρεγιάννης παρατηρεί ότι η είδηση για την έκβαση της μάχης στον βασιλέα

Φίλιππο της Μακεδονίας πρέπει να ήρθε τον Δεκέμβριο, εποχή κατά την οποίαν στη

Μακεδονία δεν υπήρχαν ρόδα. Άρα αυτό το «Στο τραπέζι / βάλτε πολλά

τριαντάφυλλα» που διατάζει ο Φίλιππος δεν πρέπει να είναι σωστό. Ο Καβάφης του

απαντά (και από την απάντησή του διαφαίνεται πως είχε μελετήσει το θέμα) ότι

υπήρχε εξαγωγικό εμπόριο ρόδων από την Αίγυπτο!

Ο Καβάφης υπήρξε πρότυπο για τον Σαρεγιάννη. Γράφει γι’ αυτόν: «Είναι αλήθεια

πως σε άλλες εποχές Δάσκαλος λεγόταν, όχι μονάχα όποιος πλησίαζε τις ψυχές των

ακροατών του, τις βοηθούσε και προσπαθούσε να τους εμφυσήσει όσο το δυνατόν

πιο τέλεια τη διαθήκη που είχε μέσα του, αλλά και εκείνος που με την προσωπική

του γοητεία μάζευε ακροατές, μπροστά στους οποίους μονολογούσε και σχεδόν

ασυνείδητα, δημιουργούσε έναν τύπο ανθρώπου, τέχνης ή επιστήμης, ένα ιδεώδες

που οι μαθητές του ύστερα ακολουθούσαν, ανέπτυσσαν ή και δουλικά μονάχα

εμιμούντο». Τέτοιος δάσκαλος προσπάθησε και ο ίδιος να γίνει, κατανικώντας την

έμφυτη ντροπαλότητά του. Και είχε πολλούς και σημαντικούς μαθητές, που με τις

εργασίες τους τίμησαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τον δάσκαλό τους. Σε αυτό

που επέμενε πάντα είναι η εντιμότητα: Όταν αγνοούμε κάτι, πρέπει να το λέμε.

Αυτή η στάση κάποτε τον έσωσε από παγίδα που του έστησε ένας πονηρός,

καχύποπτος χωρικός. Ο χωρικός αυτός είχε πλησιάσει την καύτρα του τσιγάρου του

στην επιφάνεια ενός φύλλου και είχε έτσι προκαλέσει τη δημιουργία μιας

κηλίδας. Ρώτησε λοιπόν τον Σαρεγιάννη από τι έπασχε το φυτό από το οποίο είχε

κόψει το φύλλο. Ο Σαρεγιάννης είδε την κηλίδα της οποίας την αιτία δεν

μπορούσε να αναγνωρίσει και ομολόγησε στον χωρικό αυτήν την άγνοιά του. Τότε ο

χωρικός του εξομολογήθηκε ότι είχε προσπαθήσει να τον παγιδεύσει, ότι

εξετίμησε το θάρρος και την εντιμότητά του. Θάρρος, εντιμότητα, αφιέρωση των

προσπαθειών για το καλό του κοινωνικού συνόλου και όχι του εαυτού του,

ακριβολογία, σχολαστική εξέταση και επανεξέταση των δειγμάτων, ώστε να είναι

βέβαιος για μια διάγνωσή του, να μερικά χαρακτηριστικά που σπανίζουν και τα

οποία εκόμισε από τον περιφερικό αλλά τόσο ενεργό πνευματικά Ελληνισμό αυτός ο

μοναχικός και ντροπαλός ευπατρίδης στη μητέρα πατρίδα, στην οποίαν ιδιαίτερα

σήμερα φαίνεται να μην είναι τόσο συχνά.

* Ο Κώστας Β. Κριμπάς είναι καθηγητής της Ιστορίας και Φιλοσοφίας

της Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.