Με επενδυτικά προγράμματα που υπερβαίνουν τα 50 δισ. δρχ. και συμμαχίες κυρίως
σε εμπορικό επίπεδο, αναδιατάσσουν τις δυνάμεις οι πέντε χαλυβουργικές
βιομηχανίες της χώρας, αλλά και οι πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις που
δραστηριοποιούνται στην εμπορία και μεταποίηση προϊόντων χάλυβα.
Στο επίκεντρο των ανακατατάξεων στον κλάδο της χαλυβουργίας βρίσκονται οι δύο
ισχυροί Όμιλοι της ελληνικής βιομηχανίας, η «Βιοχάλκο» της οικογένειας
Στασινόπουλου και η «Χαλυβουργική» της οικογένειας Αγγελόπουλου.
Δίπλα τους, η ιταλικών συμφερόντων «Hellenic Steel», η «Χαλυβουργία Θεσσαλίας»
της οικογένειας Μάνεση και η «Ελληνική Χαλυβουργία». Στον τομέα εμπορίας
προϊόντων χάλυβα έχουν διαμορφωθεί ήδη οι απαραίτητες συμμαχίες καθώς ο μεν κ.
Κ. Αγγελόπουλος συμμετέχει με ποσοστό 10% στην εταιρεία «Μπήτρος», ενώ η ΚΕΜ
του Ομίλου της «Βιοχάλκο» έχει συνάψει στρατηγική συνεργασία με τη «ΣΙΔΜΑ» του
πρώην Ομίλου Αμαρίλιο. Παράλληλα, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες του
κλάδου, η «British Steel» έχει συστήσει κοινή εταιρεία μα την «Καλπίνης και
Σίμος» με στόχο όχι μόνο την ελληνική αγορά χάλυβα, αλλά και τις αγορές των
Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.
Σε ό,τι αφορά στα επενδυτικά προγράμματα των χαλυβουργικών εταιρειών,
ξεχωρίζει αυτό της «ΣΙΔΕΝΟΡ» του Ομίλου της «Βιοχάλκο», που υπολογίζεται μετά
την ολοκλήρωσή του να ανέλθει στα 20 δισ. δρχ., αλλά και αυτό της
«Χαλυβουργίας Θεσσαλίας», που όπως εκτιμά η διοίκηση της εταιρείας θα ανέλθει
σε 15 δισ. δρχ. και θα της εξασφαλίσει έναν από τους πλέον σύγχρονους
μηχανολογικούς εξοπλισμούς.
Το στρατόπεδο του Ομίλου της «Χαλυβουργικής» χαρακτηρίζεται αυτή την περίοδο
από στασιμότητα σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις σε σύγχρονο τεχνολογικό
εξοπλισμό, αλλά οπωσδήποτε η εμπορική δραστηριότητα της εταιρείας παραμένει ισχυρή.
Όμιλος «Βιοχάλκο»
Με «αιχμή του δόρατος» την εταιρεία «Sovel», στην οποία η «Σιδενόρ» κατέχει
ποσοστό 45%, Όμιλος της «Βιοχάλκο» επιχειρεί να αυξήσει το μερίδιο στην αγορά
χάλυβα και σύμφωνα με τα στοιχεία του 1998 ο κύκλος εργασιών της «ΣΙΔΕΝΟΡ»
έφθασε τα 46,9 δισ. δρχ., ενώ με τη λειτουργία εντός του έτους και της «Sovel»
προβλέπεται σημαντική αύξηση των πωλήσεων της εταιρείας.
Όπως επισημαίνεται σε ειδική μελέτη της ICAP για τον κλάδο της χαλυβουργίας,
«η διάθεση των λιμενικών εγκαταστάσεων (της «Sovel») στον Βόλο θα προσδώσει
στη “Σιδενόρ” σημαντικό κοστολογικό πλεονέκτημα σχετικά με ενδεχόμενες
μελλοντικές εξαγωγές λόγω του μειωμένου κόστους διακίνησης των πρώτων υλών και
των προοριζόμενων για εξαγωγή και ενδεχομένως για τη μεταφορά προϊόντων της
εταιρείας και στη νησιωτική Ελλάδα».
Επισημαίνεται ότι η «Σιδενόρ» πήρε το οριστικό της επιχειρηματικό σχήμα το
1997 μετά την απορρόφησή της από την εισηγμένη στο Χρηματιστήριο «Έρλικον», η
οποία στη συνέχεια άλλαξε την επωνυμία της σε «Σιδενόρ Βιομηχανία Επεξεργασίας Σιδήρου».
Η «Sovel» είναι η εταιρεία που εξαγόρασε τα πάγια περιουσιακά στοιχεία της
«Μεταλλουργικής Χάλυψ», που είχε πτωχεύσει και αδρανούσε από το 1991. Η
«Μεταλλουργική Χάλυψ» με ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στην περιοχή Αλμυρού της
Μαγνησίας διέθετε σημαντική παραγωγική δυναμικότητα, τουλάχιστον στα ίδια
επίπεδα με τη «Σιδενόρ» αλλά οι εγκαταστάσεις της απαξιωμένες πλέον
αντικαθίστανται με νέες από τους νέους ιδιοκτήτες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP το περίπου 61% του κύκλου εργασιών της
«Σιδενόρ» προέρχεται από πωλήσεις χάλυβα για οπλισμό σκυροδέματος και το
υπόλοιπο από πωλήσεις άλλων χαλυβουργικών προϊόντων.
Από το σύνολο της παραγωγής της, το 15-20% διοχετεύεται στις αγορές του
εξωτερικού και το υπόλοιπο στην ελληνική αγορά. Από τις πωλήσεις στο εξωτερικό
η «Σιδενόρ» είχε έσοδα 3,8 δισ. δρχ., ενώ από τις πωλήσεις στο εσωτερικό είχε
43,2 δισ. δρχ. Η «Σιδενόρ» συγκαταλέγεται από τις πλέον υγιείς
χρηματοοικονομικά εταιρείες του κλάδου καθώς η σχέση ξένων προς ίδια κεφάλαια
ήταν το 1997 0,61 προς 1.
Η «Χαλυβουργική»
Η «Χαλυβουργική» είναι σε σχέση με το ενεργητικό της η μεγαλύτερη ελληνική
χαλυβουργική εταιρεία της χώρας και στην περίπτωση επαναλειτουργίας όλων της
των μονάδων, μία από τις πλέον καθετοποιημένες βιομηχανικές μονάδες.
Από το 1981 έχει σταματήσει η λειτουργία δύο υψικαμήνων, η ετήσια
παραγωγικότητα των οποίων υπολογίζεται σε 800 χιλ. τόνους ετησίως. Σήμερα, η
«Χαλυβουργική» και κυρίως μετά τις αναταράξεις του 1997 εκτός από την
περιορισμένη, σε σύγκριση με το παρελθόν, παραγωγική της δραστηριότητα, ασκεί
παράλληλα και εμπορική δραστηριότητα, αποτελώντας τον μεγαλύτερο εισαγωγέα
ράβδων οπλισμού σκυροδέματος κυρίως από την Τουρκία.
Από το σύνολο των προϊόντων που παράγει, το 55% διοχετεύεται αποκλειστικά στην
Ιταλία και το υπόλοιπο απορροφάται από την εγχώρια αγορά.
Σε ό,τι αφορά τα βασικά οικονομικά μεγέθη της «Χαλυβουργικής», σύμφωνα με τη
μελέτη της ICAP, το συνολικό ενεργητικό της αυξήθηκε από 51 δισ. δρχ. το 1993
σε 83 δισ. δρχ. το 1997. Οι πωλήσεις της έπειτα από μια άνοδο στην περίοδο
1993-1995, από 46 δισ. δρχ. σε 62 δισ. δρχ. υποχώρησαν κατά τα επόμενα δύο έτη
στο επίπεδο των 42-43 δισ. δρχ. Το 1993 η εταιρεία παρουσίασε ζημιές 3 δισ.
δρχ., το 1994 ζημιές 1,2 δισ. δρχ. και το 1995 ζημιές 200 εκατ. δρχ. Το 1996
οι ζημιές εκτινάχθηκαν στα 7,2 δισ. δρχ., υποχώρησαν στα 4,8 δισ. δρχ. το
1997, ενώ για το 1998 οι ζημιές ήταν λίγο μικρότερες.
Ωστόσο, η σχέση ξένων προς ίδια κεφάλαια της εταιρείας έχει μειωθεί σημαντικά
και από το 12 προς 1 το 1993 διαμορφώθηκαν στο 2,2 προς 1 το 1997.
Το μεγάλο ατού της «Χαλυβουργικής» είναι οι δυνατότητες για καθετοποιημένη
παραγωγή και οι λιμενικές εγκαταστάσεις στην Ελευσίνα, ενώ το μειονέκτημά της
είναι η έλλειψη νέων επενδύσεων (μόνο 1 δισ. επενδύθηκε στη διετία 1996-1997).
Το 1998 η εταιρεία προχώρησε σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά 33
δισ. δρχ.
«Χαλυβουργία Θεσσαλίας»
Με επενδύσεις ύψους 15 δισ. δρχ., που ολοκληρώνονται σύντομα, η εταιρεία
«Χαλυβουργία Θεσσαλίας», που ανήκει 100% στην οικογένεια Μάνεση, αποκτά
υπερσύγχρονο εργοστασιακό εξοπλισμό και διεκδικεί μεγέθυνση του μεριδίου της
στην ελληνική και στις ξένες αγορές.
Η «Χαλυβουργία Θεσσαλίας» ιδρύθηκε το 1975 και οι παραγωγικές εγκαταστάσεις
της εταιρείας ευρίσκονται στην περιοχή του Βόλου, ενώ η παραγωγική της
δυναμικότητα ανέρχεται στους 300 χιλ. τόνους ετησίως.
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής απορροφά η ελληνική αγορά, ενώ το υπόλοιπο
εξάγεται σε χώρες της Μέσης και Άπω Ανατολής και της Ευρώπης.
Το 1997 το συνολικό ενεργητικό της εταιρείας έφθασε τα 20 δισ. δρχ., οι
πωλήσεις της τα 24 δισ. δρχ., τα κέρδη της τα 154 εκατ. δρχ., ενώ η σχέση
ξένων προς ίδια κεφάλαια ήταν 0,86 προς 1.
«Ελληνική Χαλυβουργία»
Η «Ελληνική Χαλυβουργία» είναι η πρώτη χαλυβουργία που ιδρύθηκε στην Ελλάδα το
1938. Οι παραγωγικές της εγκαταστάσεις βρίσκονται στην παραλία Ασπροπύργου
Αττικής και εξυπηρετείται από το λιμάνι της Ελευσίνας. Η παραγωγική
δυναμικότητα της εταιρείας ανέρχεται σε 250.000 τόνους ετησίως και αναμένεται
να αυξηθεί με τις νέες επενδύσεις που έχουν γίνει.
Το συνολικό ενεργητικό της εταιρείας έφθασε το 1997 στα 13 δισ. δρχ., οι
πωλήσεις της στα 21 δισ. δρχ., τα κέρδη της στα 180 εκατ. δρχ., ενώ η σχέση
ξένων προς ίδια κεφάλαια ήταν 1,6 προς 1.
Hellenic Steel
Το μεγάλο αφεντικό της εταιρείας είναι ο ιταλικός όμιλος «RIVA», που κατέχει
το 51% των μετοχών, ενώ ενδιαφέρεται και για το 30,8% που κατέχει η «ΕΤΒΑ».
Ένα 15% κατέχουν οι Ιάπωνες και το 2% η «ΕΤΕΒΑ».
Τα τελευταία χρόνια η εταιρεία πραγματοποίησε επενδύσεις ύψους 5 δισ. δρχ. Από
τη συνολική παραγωγή, το μεγαλύτερο ποσοστό μέχρι και 80% απορροφούν οι ξένες αγορές.
Το 1998 οι πωλήσεις της εταιρείας έφθασαν τα 52 δισ. δρχ., ενώ τα τελευταία
χρόνια οι ζημιές ήταν 4 δισ. για το 1993 και 1994, 150 εκατ. το 1995, 700
εκατ. το 1996, ενώ η σχέση ξένων προς ίδια κεφάλαια ήταν 3,3 προς 1.