Στη δεκαετία του 1990 εμφανίζονται στο ΠΑΣΟΚ δυνάμεις που αιωρούνται μεταξύ

μιας πρακτικής και μιας ιδεολογικής τραυματικής εμπειρίας. Το «εμπειρικό

τραύμα» είναι απλό στην περιγραφή του. Ένα σημαντικό τμήμα του σοσιαλιστικού

χώρου βρίσκεται στην περίοδο αυτή τραυματισμένο ή σοκαρισμένο από το γεγονός

και τη διαδικασία της ίδιας του της επιτυχίας στην ανατροπή ενός μίζερου

οικονομικού σκηνικού, που για χρόνια κράτησε τη χώρα εγκλωβισμένη στο

ευρωπαϊκό περιθώριο.

Η δημιουργία από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μιας οικονομίας σημαντικά πιο

ανθεκτικής, αναπτυξιακά πιο δυναμικής, κοινωνικά πιο ισορροπημένης σε σχέση με

το παρελθόν, παράλληλα με την εγκατάλειψη των πρακτικών της ελλειμματικής

παροχολογίας, της ατελούς και παροδικής αναδιανομής, και με την υπέρβαση της

αντίληψης ότι ανάπτυξη και μετεξέλιξη μπορούν να επιτευχθούν αναδεικνύοντας το

χτες σε ταμπού, είχαν το αποτέλεσμα ενός σοκ στον πολιτικό χώρο του

κυβερνώντος κόμματος, ενός σοκ που οδηγεί στο σύνδρομο της «φυγής χωρίς πυξίδα».

Ουσιαστικά, τα επιτεύγματα αυτά ισοδυναμούν με μια ριζική αμφισβήτηση

κατεστημένων σοσιαλιστικών αντιλήψεων του τι είναι και πώς επιτυγχάνεται

ανάπτυξη, τι αποτελεί «πρόοδο» και τι όχι στα οικονομικά, πώς ορισμένες

«συντηρητικές» πολιτικές μπορεί να αξιοποιηθούν «σοσιαλιστικά» ή γιατί

ορισμένες «κατ’ αρχήν» σοσιαλιστικές επιλογές μπορούν τελικά να οδηγούν έπειτα

από ένα διάστημα σε έντονα συντηρητικά αποτελέσματα και να ενισχύουν την

κοινωνία των 2/3.

Οι 3 άξονες

Τα κεντρικά στοιχεία του «ιδεολογικού τραύματος» που συνδέεται με ερωτηματικά,

συγχύσεις και αντιφάσεις, είχαν τρεις τουλάχιστον άξονες αναφοράς:

* Τα εργαλεία πολιτικής, καθώς ορισμένα εργαλεία που είχαν σηματοδοτηθεί ως

έντονα συντηρητικά, όπως κυρίως οι ιδιωτικοποιήσεις ­ ολικές ή μερικές ­ και η

εισαγωγή του στοιχείου του ανταγωνισμού σε κλειστούς τομείς (απελευθέρωση

αγορών), έγινε δυνατό να ενταχθούν σε μια σοσιαλιστική και κοινωνική λογική,

και να παράγουν ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή.

* Τους στόχους της πολιτικής, καθώς οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του

1990 πέτυχαν να ξεπεράσουν το μονότονα επαναλαμβανόμενο τρίλημμα ­

σταθεροποίηση ή ανάπτυξη ή κοινωνική συνοχή ­ και να δείξουν, ότι όχι μόνο

σταθεροποίηση και ανάπτυξη πρέπει και μπορούν να πάνε μαζί, αλλά μπορούν να

συνδυαστούν και με κοινωνικές πολιτικές και να παράγουν πολύ πιο ισχυρά

κοινωνικά αποτελέσματα από τις απλουστευτικές αντιλήψεις περί κοινωνικής πολιτικής.

* Τον χαρακτήρα της πολιτικής. Από την ίδρυσή του και στη διάρκεια όλης της

δεκαετίας του 1980, το ΠΑΣΟΚ συγκρουόταν με διάφορες καταστάσεις και δυνάμεις.

Με τους αντιδημοκρατικούς θεσμούς, το ΝΑΤΟ, την ΕΟΚ, τις μονοπωλιακές δομές

της οικονομίας, την κατανομή του εισοδήματος και των ευκαιριών, και σημαντικά

άλλα. Στη δεκαετία του 1990 τόσο ο Ανδρέας Παπανδρέου όσο και ο Κώστας Σημίτης

κατανόησαν ότι το παιχνίδι δεν μπορούσε παρά να αλλάξει. Ότι έπρεπε να

κεφαλαιοποιηθούν όσα είχαν επιτευχθεί στο παρελθόν, ότι ήταν η ώρα περισσότερο

της συνεργασίας, και λιγότερο της σύγκρουσης. Συνεργασία στην Ευρώπη για να μη

χαθεί ο ισότιμος χαρακτήρας της συμμετοχής μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς,

συνεργασία στο εσωτερικό για να ξεπεραστεί το τέλμα και η μιζέρια, να

οικοδομηθεί η ανάπτυξη, να ανοίξουν νέες προοπτικές, συνεργασία στα Βαλκάνια,

συνεργασία στα διεθνή θέματα.

Τα τραυματικά βιώματα των αλλαγών αυτών έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός

αντιφατικού λόγου, με βάση τον οποίο μάλιστα χαράζονται νοητικές ταξινομήσεις,

ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές, και αναπτύσσεται ισχυρή κριτική. Η αντίφαση

που πρέπει να ξεπεραστεί, αφορά σε μια σειρά ζητήματα, από τα οποία για λόγους

χώρου δεν μπορούν να θιγούν παρά δύο: ο ρόλος του Κράτους και το φορολογικό σύστημα.

Η παγκοσμιοποίηση


Η παγκοσμιοποίηση και η ισχυροποίηση του ρόλου των Αγορών προκειμένου να

υπακούσουν στον κοινωνικό έλεγχο προϋποθέτουν κατ’ εξοχήν ένα ισχυρό Κράτος ­

ισχυρό με την έννοια της ικανότητας να υλοποιεί αποτελεσματικά πολιτικές, να

παράγει αποτελέσματα και να νομιμοποιεί έτσι στα μάτια της κοινωνίας τις

ιδεολογικές αξίες στις οποίες προσβλέπει μια σοσιαλιστική κυβέρνηση. Η

«κοινωνική αλληλεγγύη», το «συλλογικό στοιχείο», η άρνηση του «τέλους της

ιστορίας» μπορούν να πετύχουν να ανατρέψουν το «σιδερένιο χέρι της

πραγματικότητας» μόνο μέσα από μια ευρύτατη ανατροπή του αναχρονιστικού

κρατικού κατεστημένου, και τον μετασχηματισμό του κρατικού μηχανισμού σε

εργαλείο που παράγει ανάπτυξη, παραγωγικότητα, κοινωνική πολιτική για την

κοινωνία και όχι (μόνο) για τους λειτουργούς του. Πρακτικά, αυτό σημαίνει μια

επαναστατική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα με δραματική εξάλειψη φαινομένων,

όπως η διαφθορά, η αναξιοκρατία, η αντίδραση, η αδράνεια, η συντήρηση μιας

αραχνιασμένης τάξης πραγμάτων, που αποτελεί το μεγάλο φρένο οποιασδήποτε

σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης.

Οι συντηρητικές δυνάμεις σωστά έχουν εντοπίσει την τεράστια αναντιστοιχία που

συνεπάγεται η «συντηρητική» αναπαραγωγή του δημόσιου τομέα από τις

προοδευτικές δυνάμεις, σε σχέση με το ζητούμενο της κοινωνίας. Γι’ αυτό και

μάχονται να κερδίσουν την κοινωνική συναίνεση για τη συρρίκνωση στο ελάχιστο

του επικίνδυνου και άχρηστου γι’ αυτές Κράτους. Όσο η αναδιάρθρωση του Κράτους

βαδίζει με ρυθμούς χελώνας και με λυσσαλέα αντίδραση εκείνων που νομίζουν ότι

υπερασπίζονται το προπύργιο του σοσιαλισμού τόσο τα θεμέλια του προπυργίου

αυτού υποσκάπτονται και προετοιμάζουν την πτώση του.

* Το δεύτερο παράδειγμα αφορά το φορολογικό σύστημα που αποτελεί ένα από τα

κυριότερα εργαλεία υλοποίησης του αναπτυξιακού, κοινωνικού, ή παραδοσιακού

ρόλου του κράτους. Και όμως, στις συζητήσεις, στις βερμπαλιστικές αναφορές ή

στις παθιασμένες επικρίσεις σχετικά με τον «σοσιαλιστικό» χαρακτήρα της

πολιτικής, δεν συναντά κανείς πουθενά ­ πουθενά ­ κάποια αναφορά για εμβάθυνση

στην κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο, όλες οι προοδευτικές δυνάμεις είναι σε

ανταγωνιστική εγρήγορση να διεκδικήσουν όσο γίνεται υψηλότερα αφορολόγητα ­

που ευνοούν βεβαίως τα ανώτερα στρώματα. Και αυτό σε μια Ελλάδα, όπου ανθεί η

φοροδιαφυγή, και όταν επιπλέον οι κριτικές, από αριστερά, από δεξιά, από

παντού, αφθονούν για το ότι στην Ελλάδα οι δαπάνες για υγεία, παιδεία,

κοινωνική πολιτική, ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι οι χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή

Ένωση. Το ηθελημένο όμως κενό σε σχέση με τη χρηματοδοτική πλευρά τής κατά τα

άλλα σωστής αυτής κριτικής, διακωμωδεί τον ίδιο τον προοδευτικό λόγο, γιατί ο

τελευταίος δεν έχει καν την ειλικρίνεια να υποστηρίζει ανοικτά αυτό που κατ’

εξοχήν τον διαφοροποιεί από τον συντηρισμό. Ότι δηλαδή η ενίσχυση του

συλλογικού στοιχείου μιας κοινωνίας, της συνοχής, η ενίσχυση της ανάπτυξης και

της ταλαιπωρημένης έννοιας της πραγματικής σύγκλισης απαιτούν κάποιους πόρους,

που, αν αναζητηθούν είτε από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές είτε από τις

μελλοντικές γενεές και όχι τη σημερινή, θα φέρουν την Ελλάδα πίσω, να

αναστενάζει ξανά στα γήπεδα της δεύτερης κατηγορίας της Ευρώπης, και τους

υπαίτιους της κατάστασης αυτής να καταγγέλλουν την έλλειψη πραγματικής σύγκλισης.

Τα ταμπού

Κοινωνική αλληλεγγύη μέσω δαπανών, χωρίς κοινωνική αλληλεγγύη στη φορολογική

συνείδηση και στα έσοδα παραπέμπει όμως ευθέως σε ιδιωτικοποιήσεις και

δανειοδοτική εξάρτηση από τη διεθνή κεφαλαιαγορά, δηλαδή δύο μεγάλα ταμπού της

σοσιαλιστικής ορθοδοξίας. Χωρίς και αυτά, η κοινωνική αλληλεγγύη μετατρέπεται

σε κενό αέρος. Αυτό που είναι βέβαια ζητούμενο, είναι η υιοθέτηση επιτέλους

μιας συνέπειας και ειλικρίνειας ­ όποια κι αν είναι αυτή. Γιατί σε τελευταία

ανάλυση, άρνηση της κοινωνίας των 2/3 σημαίνει ότι κάποιοι πρέπει να πληρώνουν

για την κοινωνία του 1/3 ή μάλλον για την αποτροπή της. Και αυτό πρέπει να

λέγεται πάνω και όχι πίσω από τη σκηνή.

Η μετάβαση σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο, σ’ ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα

υποδηλώνει ότι θεσμοί, ρυθμίσεις, κατακτήσεις, απαντήσεις που είχαν δοθεί σε

ένα προηγούμενο υπόδειγμα παραγωγής και ανάπτυξης, πιθανότατα παύουν σήμερα να

παράγουν τα ίδια αποτελέσματα, όπως κάτω από τις συνθήκες που τις είχαν

γεννήσει και έκαναν σκόπιμη τη λειτουργία τους. Η επανεξέτασή τους προβάλλει επιτακτική.

Η αναθεώρηση βασικών παραμέτρων της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης

προσδιορίζεται από πολλές και ετερογενείς δυνάμεις. Αφενός της δυναμικής που

δημιουργούν όσοι προσβλέπουν στα οφέλη από τη γρήγορη εξάπλωση του νέου

μοντέλου ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά υπάρχει η αντίσταση που προβάλλουν

τρεις ισχυρές κοινωνικές κατηγορίες:

α) Αντίσταση όσων οι αλλαγές φέρνουν στη θέση του «χαμένου», είτε οριστικά

είτε μεταβατικά.

β) Αντίσταση όσων η ίδια η διαδικασία μετάβασης εξαναγκάζει σε διαδικασίες

προσαρμογής, αλλαγής συνηθειών, εκμάθηση νέων γνώσεων και ικανοτήτων, σε

αλλαγή αντίληψης και συμπεριφοράς.

γ) Αντίσταση από πολιτικούς, πολιτικά και συνδικαλιστικά στελέχη, που πρέπει

να κάνουν τον κόπο να κατανοήσουν και να χειρίζονται τους νέους κανόνες του παιχνιδιού.

Ερώτημα-κλειδί, ιδιαίτερα σε σχέση με τον ρόλο του Κράτους ως καθοριστικού

παράγοντα στο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι οι έννοιες του κόστους,

του χαμένου, της θυσίας. Έννοιες που επαναλαμβάνονται και ηγεμονεύουν στην

πολιτική συζήτηση, σπρώχνοντας στο σκοτάδι μιαν άλλη απλή πραγματικότητα: ότι

αν η αλλαγή συνδέεται με κάποιο κόστος, η μη-αλλαγή, η συντήρηση, συνεπάγονται

ένα κόστος πολύ μεγαλύτερο. Και το κύριο ζητούμενο δεν είναι η μη-προώθηση

αλλαγών που συνεπάγονται θυσίες, αλλά το πώς απεμπλέκεται κανείς από τη

μη-αλλαγή που οδηγεί σε βάλτωμα, σε χάσιμο ευημερίας, θέσεων, ωφελειών που

είχαν κάποτε κατακτηθεί, και μέσα από ποιες επιλογές επιτυγχάνει τις

ισορροπίες που θέλει.

Τελικά, για να δανειστώ κάτι από την Joan Robinson, «ποια είναι τα θεμελιακά ζητούμενα;».

Παλαιότερα, η «συντήρηση» ήταν η εμμονή στο υπάρχον, και το προοδευτικό ήταν

συνυφασμένο με την «αλλαγή». Σήμερα, οι καταστάσεις έχουν αντιστραφεί. Σ’ ένα

τέτοιο σκηνικό, οι πραγματικά προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις έχουν το βάρος

να διακρίνουν όχι το αν θα προχωρήσουν ή όχι σε αλλαγές, αλλά να επιλέξουν τις

αλλαγές εκείνες που αγκαλιάζουν τα μαζικά αιτήματα, που σταθεροποιούν και

ενισχύουν την κοινωνική δικαιοσύνη, όχι στη φορμαλιστική αλλά στην ουσιαστική

της διάσταση, που περιορίζουν την «εξάρτηση» της ανάπτυξης, και της ευημερίας,

από παράγοντες όπως η παγκοσμοποίηση, η Αγορά, ο νεοφιλελευθερισμός. Γιατί, αν

η φραστική καταγγελία δεν μετουσιώνεται σε πράξη, στην ουσία μετατρέπεται στον

πιο ύπουλο σύμμαχο του «κακού» απέναντι σε όλο εκείνο τον κόσμο που είναι

καταδικασμένος να περιμένει από τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις και μόνο

το άνοιγμα μιας πιο αξιοπρεπούς προοπτικής.

Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.