Περιμένει να ολοκληρωθεί το ταξίδι. Να επανεκλεγεί και να κλείσει ο κύκλος

της πολιτικής του δράσης το 2002. Τότε, ο Δημήτρης Πιτσιώρης θα είναι 60

χρόνων, ηλικία κατά την οποία ο πολιτικός, όπως πιστεύει ο ίδιος, πρέπει να

εγκαταλείπει την ενεργό δράση. Άλλωστε, για τον εαυτό του πιστεύει πως το

ταξίδι ήταν μεγάλο και ωραίο. Είκοσι και πλέον χρόνια μάχιμος πολιτικός, χωρίς

να υπολογίζονται τα πρώτα νεανικά χρόνια της πολιτικής δράσης.

ΑΠΟ ΤΟ 1974, οπότε ήταν υποψήφιος βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, έως και σήμερα που

διεκδικεί την επανεκλογή του ως δήμαρχος Βόλου, ο Δ. Πιτσιώρης ποτέ δεν

υπολόγισε το πολιτικό κόστος. Εκ πεποιθήσεως αλλά και ιδιοσυγκρασίας πήγαινε

«κόντρα στο ρεύμα».

Επιμένει να δίνει προτεραιότητα στις πεποιθήσεις και τη δράση και όχι στο

αποτέλεσμα, που μπορεί να είναι προϊόν μεγάλων συμβιβασμών και υπαναχωρήσεων.

Όλο το σύστημα της Διοίκησης, λέει, στην Ελλάδα και η πυραμίδα των αποφάσεων,

που ξεκινάει από τη Βουλή και τα υπουργεία και καταλήγει στον τελευταίο δήμο

και στην τελευταία κοινότητα, πάσχει. «Είναι γραφειοκρατικό, είναι φοβερά πίσω

από τα πράγματα. Δεν δημιουργεί το αίσθημα της ευθύνης, θα έλεγα ότι

περισσότερο δημιουργεί την τάση υπεκφυγής. Ο καθένας να ρίξει το πρόβλημα

αλλού, να μην αναλάβει τις ευθύνες του. Κυρίως δε για θέματα που τσούζουν, που

έχουν κόστος, που έχουν συγκρούσεις. Εδώ ακριβώς είναι και το κύριο ζήτημα.

Δεν υπάρχει πολιτική που δεν έχει συγκρουσιακό χαρακτήρα. Το

χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των πολιτικών είναι να αποφεύγουν τις

συγκρούσεις, να μαλακώνουν τις αντιθέσεις, άρα να παραιτούνται από ένα πολύ

μεγάλο μέρος μεταβολών που είναι αναγκαίες. Δεν υπάρχει μεταβολή που δεν θα

έχει σύγκρουση. Καμία».

Έχοντας δραστηριοποιηθεί πολιτικά από πολύ νωρίς, ο Δ. Πιτσιώρης πιστεύει πως

έχει διαμορφώσει μια συνείδηση προσφοράς, η οποία έχει σχέση με τις γνώσεις

που συσσωρεύονται, «την εικόνα που έχεις από τη μια πλευρά, το πώς μπορούν τα

πράγματα να γίνουν και την πρόκληση από την άλλη να τα εφαρμόσεις».

Τον κατηγορούν ότι έξω από το Δημαρχείο άφησε τον πολιτικό και από την πόρτα

πέρασε ο τεχνοκράτης. Ο ίδιος προσδιορίζει τον ρόλο του δημάρχου.

«Όχι, δεν λειτουργώ ως επιχειρηματίας. Ο δήμαρχος είναι και πολιτικός και

εκτελεστής. Πολλοί πολιτικοί έχουν πρόβλημα στην εκτέλεση. Δεν μπορούν να

εκτελέσουν, έχουν οράματα, έχουν σκέψεις, αλλά αυτά δεν μπορούν εύκολα να τα

εφαρμόσουν στον τακτό χρόνο. Παράδειγμα, ο μακαρίτης ο Τρίτσης. Είναι η

χαρακτηριστικότερη περίπτωση ανθρώπου με μεγάλες ιδέες και με αδυναμία από την

άλλη πλευρά να τις υλοποιήσει».

Είναι ηλίου φαεινότερον, ισχυρίζεται, πως το ΠΑΣΟΚ συνέβαλε τα μέγιστα στην

ανάπτυξη των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης εν αντιθέσει με τη Νέα

Δημοκρατία, η οποία τα τελευταία χρόνια δεν έκανε σχεδόν τίποτα. «Μόνο την

περίοδο της πρωθυπουργίας του Γ. Ράλλη και τα χρόνια που ο Γ. Σουφλιάς ήταν

στο υπουργείο Εσωτερικών υπήρξε κινητικότητα».

Πιστεύει, όμως, ότι οι αλλαγές ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν και πως ουδέποτε οι

κυβερνήσεις έπιασαν τον «ταύρο από τα κέρατα».

ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ

Στις εκλογές έχει να αντιμετωπίσει τον παλαιό δήμαρχο του Βόλου, τον Μιχάλη

Κουντούρη. Η αναμέτρηση έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού ο Κουντούρης υπήρξε 12

χρόνια δήμαρχος, από το 1978 έως το 1990, με την υποστήριξη κυρίως του ΠΑΣΟΚ.

Αντιπαλεύει σήμερα τον υποψήφιο του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή τον Πιτσιώρη, έχοντας τη

στήριξη της Ν.Δ., του ΚΚΕ, του ΔΗΚΚΙ και της Πολιτικής Άνοιξης.

Ο κ. Πιτσιώρης κάνει λόγο για σύγκρουση δύο αντιλήψεων.

«Η πρώτη είναι η συνέχιση στα σημερινά δεδομένα εκείνων των δυνάμεων, που

ιστορικά από τις πρώτες δημοτικές εκλογές του 1951 συγκρότησαν ένα πλατύ

μέτωπο του κεντροαριστερού χώρου. Ήταν το έργο του μεγάλου Βολιώτη πολιτικού

Γ. Καρτάλη. Οι δυνάμεις αυτές, με μία μόνο εξαίρεση, διοικούν από τότε τον

Βόλο. Πρόκειται για μια παράταξη, που, παρ’ ότι υποστηρίζεται από το ΠΑΣΟΚ και

τον ΣΥΝ, διατηρεί πλήρη αυτοδιοικητική ανεξαρτησία και έχει να επιδείξει ένα

πλούσιο έργο στα ζητήματα της υποδομής, του πολιτισμού, των κοινωνικών

υπηρεσιών και κυρίως των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και δικτύων».

«Η άλλη παράταξη συγκροτήθηκε από έναν καθαρά ευκαιριακό συνασπισμό των

κομματικών δυνάμεων της Νέας Δημοκρατίας, της Πολιτικής Άνοιξης, του ΚΚΕ και

του ΔΗΚΚΙ, στο πρόσωπο του βετεράνου αριστερού ΕΔΑΐτη και πρώην δημάρχου Βόλου

επί 12 χρόνια Μ. Κουντούρη, που είχαν αναδείξει οι δυνάμεις της

Κεντροαριστεράς και κυρίως το ΠΑΣΟΚ, και ο οποίος, αφού αποχώρησε το 1990,

επιχειρεί μια απεγνωσμένη επάνοδο στην πολιτική.

Το σχήμα αυτό εκφράζει μια ετερόκλητη πολιτική συμμαχία δυνάμεων χωρίς ενιαία

ιδεολογική, πολιτική, αλλά και προγραμματική αφετηρία, που έχουν ως μοναδικό

σκοπό να καταλάβουν τον δήμο, προκειμένου ν’ ασκήσουν νομή ο καθένας για τους

δικούς του στόχους, χρησιμοποιώντας μια ιστορική φυσιογνωμία της Αριστεράς,

που όμως με τη σημερινή του υποψηφιότητα αποχαιρέτησε το πολιτικό του παρελθόν

και το αυτοδιοικητικό του έργο στον χώρο των σύγχρονων απόψεων που κυριάρχησαν

και εφαρμόστηκαν μετά τη Μεταπολίτευση».

Υπερηφανεύεται για το γεγονός ότι επιχειρήθηκε επιτυχώς η υποκατάσταση του

κράτους σε θέματα στα οποία ή αποσύρεται ή ήταν ανίκανο να δράσει. Αναφέρει

ενδεικτικά το θέμα των παιδικών σταθμών, την ολοκλήρωση της ενοποίησης του

χώρου της προσχολικής αγωγής και εκπαίδευσης, την επαναλειτουργία δύο ΞΕΝΙΑ

στον Βόλο και στην Πορταριά, την ανεπιτυχή μέχρι στιγμής πρωτοβουλία για την

καλωδιακή τηλεόραση και την αμφίδρομη πληροφόρηση.

Πολλοί τον κατηγορούν ότι λησμόνησε ως δήμαρχος τον σοσιαλισμό. «Η διοίκηση,

εκ των πραγμάτων», υποστηρίζει, «δεν έχει ιδεολογικό χαρακτήρα. Η διοίκηση

έχει κατ’ αρχήν τις δικές της αρχές. Είναι σοσιαλισμός, το πώς θα μαζεύω τα

σκουπίδια, είναι ιδεολογικό ζήτημα πώς θα παρέχω το νερό ή θα γίνεται η

επεξεργασία των λυμάτων»;

ΓΙΟΣ διακεκριμένου γιατρού – χειρουργού του Βόλου, με λαμπρές σπουδές στη

Γερμανία, ο Δ. Πιτσιώρης ήταν προορισμένος για πανεπιστημιακή καριέρα.

Ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, αρχές της δεκαετίας του ’60 πήγε στη

Γερμανία για σπουδές στο Αννόβερο. Εκεί συντελείται και η πολιτικοποίησή του.

Υπάρχουν οι συνθήκες, λέει ο ίδιος. Είναι η μεγάλη παροικία των Ελλήνων

εργατών και φοιτητών και οι εξελίξεις στην Ελλάδα. Μέλος μιας μικρής

παράταξης, η οποία στην Ελλάδα σχεδόν δεν είναι γνωστή, της Σοσιαλιστικής

Δημοκρατικής Ένωσης του Στρατή Σωμερίτη. Η παράταξη αυτή, θυμάται ο Δ.

Πιτσιώρης, είχε μεγαλύτερο βάρος λόγω των σχέσεών της με τη γερμανική

σοσιαλδημοκρατία στην οποία ανήκαν τότε στελέχη όπως ο Βάσως Μαθιόπουλος και ο

Κάρολος Παπούλιας.

Με την εμφάνιση του Ανδρέα Παπανδρέου προσχωρεί στην Ένωση Κέντρου. Το 1965

γνωρίζεται με τον Ανδρέα στον Βόλο, λίγες ημέρες μετά την αποστασία. Έκτοτε,

τον ακολουθεί χωρίς διαλείμματα. Το 1974 είναι υποψήφιος βουλευτής. Το 1977

εκλέγεται και το 1981, με την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, ορκίζεται υφυπουργός

Βιομηχανίας. Επτά χρόνια θα είναι μέλος των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου.

«Οι γονείς μου, αν και πολιτικοποιημένοι ­ του Λαϊκού Κόμματος ο πατέρας,

βενιζελική η μητέρα ­, κρατούσαν την πολιτική έξω από το σπίτι. Δεν ήταν

πολιτικό σπίτι, ο πατέρας μου κρατήθηκε μακριά από την πολιτική συνειδητά,

παρ’ όλο που είχε δεχθεί πολλές προτάσεις. Δεν ήθελαν την ανάμειξη στην

πολιτική. Το οικογενειακό περιβάλλον με απέτρεπε. Από την ώρα, όμως, που έκανα

την επιλογή μου μού συμπαραστάθηκαν».

Μπορεί το οικογενειακό περιβάλλον να τον απέτρεπε από την ενασχόληση με την

πολιτική, το συγγενικό και το φιλικό όμως τον καλούσε. Ο πατέρας του ήταν

φίλος του Γεωργίου Καρτάλη και ο θείος του Στέλιος Αλαμανής στενός συνεργάτης

του αείμνηστου Βολιώτη πολιτικού.

Η οικογένεια Αλαμανή έκανε τη δεκαετία του ’50 διακοπές τα καλοκαίρια στην

Πορταριά μαζί με τον Καρτάλη και ο 14χρονος τότε Πιτσιώρης ανέβαινε στο χωριό

παρέα με τα ξαδέλφια του. Ακόμη έχει στη μνήμη του τον Καρτάλη. «Τον θυμάμαι

με το πούρο του, το τριαντάφυλλο, μ’ ένα ποτήρι ουίσκι. Επιβλητικός. Αργότερα

έμαθα την πολύ ενδιαφέρουσα πολιτική του φυσιογνωμία».

Δεν ήταν, όμως, αποκλειστικά αφοσιωμένος στην πολιτική. Την περίοδο της

χούντας και αφού αποχαρακτηρίσθηκε κομμουνιστής και χαρακτηρίσθηκε με τη σωστή

του ιδεολογική τοποθέτηση, σοσιαλιστής, εργάσθηκε στη ΜΕΤΚΑ δύο χρόνια, στην

ΑΓΕΤ-Ηρακλής και τέλος μέχρι την εκλογή του σε μια μικρή πολυεθνική

κατασκευαστική εταιρεία, στην οποία περισσότερο από τις άλλες απέκτησε την

εμπειρία της διοίκησης.

Ο Πιτσιώρης γυρίζει πίσω τις μνήμες για να πει πως ήταν έτοιμος να

εγκαταλείψει την πολιτική τώρα, στα 56 του χρόνια. Να μην είναι, δηλαδή, ξανά υποψήφιος.

«Είκοσι χρόνια στην πολιτική είναι αρκετά. Κάποια στιγμή πρέπει να δει κανείς

και την προσωπική του ζωή, και τα υπόλοιπα χρόνια που του απομένουν. Εξάλλου,

είχα την ευτυχή συγκυρία να γνωρίσω τη μεγάλη πολιτική μέχρι εκεί που οι

δυνάμεις μου έφθαναν. Πάντα καθόριζα τις δυνάμεις μου με ρεαλιστικό τρόπο και

δεν υπερτιμούσα τις ικανότητές μου. Αν επιδιώκω να παραμείνω δήμαρχος, είναι

γιατί καθυστέρησε στην πρώτη περίοδο (1990-1994), λόγω των δυσκολιών και των

αντιδράσεων από την τότε κυβέρνηση, να γίνει ένα έργο το οποίο ουσιαστικά

είναι ένα έργο τετραετίας (1994-1998). Αυτό έδωσε σε πολλούς την αφορμή να

αμφισβητήσουν την προσφορά μου και το έργο μου. Και επειδή πιστεύω ότι αυτό θα

εγγράφετο σε ορισμένους ανθρώπους και καλοπροαίρετα ως αδυναμία μου, έχω το

δικαίωμα, νομίζω, να δω και εγώ να ολοκληρώνεται αυτό το έργο με μια πλήρη δωδεκαετία».