Έπαιξε σε 35 ταινίες και σ’ όλες έκανε την κακιά. Συνήθως την κακιά μάνα ή
την κακιά αδελφή σε μια πλούσια οικογένεια. Σήμερα, δεκαετίες μετά τη
«Στέλλα», το «Κλωτσοσκούφι», την «Ιστορία μιας ζωής» και το «Στεφανία στο
αναμορφωτήριο», δεν υπάρχει άνθρωπος που να τον ρωτάς ποια είναι η κακιά του
ελληνικού κινηματογράφου και να μη σου απαντάει με την πρώτη, «η Τασσώ
Καββαδία». Αυτή η γυναίκα όμως με τα κάτασπρα μαλλιά και το έξω καρδιά γέλιο
της, καμιά σχέση δεν έχει με τον χαρακτήρα που την καθιέρωσε.
Είναι ενας γλυκός άνθρωπος που χαίρεται τη ζωή της και παρα τα 77 της
χρόνια δουλεύει ασταμάτητα. Είτε στο θέατρο είτε στις μεταφράσεις. Έτσι κι
αλλιώς ποτέ δεν αρκέστηκε σε έναν μόνο ρόλο, αυτόν της ηθοποιού.
|
|
ΜΙΛΑΕΙ και, παγιδευμένη στον μύθο της, προσπαθώ να εντοπίσω τη στρυφνή έκφραση
της διευθύντριας του αναμορφωτηρίου στα χέρια της οποίας υπέφερε η Στεφανία –
Ζωή Λάσκαρη. Ή της αδελφής του Αλέκου Αλεξανδράκη που οπλισμένη με την κακία
τής υπεροψίας της πήγε να τα βάλει με τη Στέλλα – Μελίνα Μερκούρη. Ή της
στριμμένης αδελφής τής τρελοσαραντάρας – Ρένας Βλαχοπούλου. Τίποτα απ’ όλα
αυτά. Ο μύθος απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Και μένεις να απορείς για το
πώς αυτή η γλυκύτατη γυναίκα επιλέχτηκε να ενσαρκώσει την κακιά στις μεγάλες
ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. «Μα, ήμουν η μόνη που δεν
νοιαζόμουν εάν θα έβγαινα σαν στρίγκλα, δεν νοιαζόμουν να είμαι όμορφη».
Η Τασσώ Καββαδία καθόλου δεν μετανιώνει που τόσο πολύ συνδέθηκε η καριέρα της
με τους ρόλους της κακιάς. «Τελικά δεν μου κακοφαίνεται, γιατί με έχουν
κρατήσει στο μυαλό τους οι άνθρωποι. Δεν χρειάζεται να τους πεις όνομα, λες η
κακιά κι αμέσως λένε “α, ναι, η Καββαδία”». Έπειτα «πες μου, αγάπη μου, ποια
άλλη έμεινε τόσο πολύ στον ρόλο που έκανε, εκτός από μένα;». Υπήρχαν όμως και
τρία παιδιά. Που καθόλου δεν τους άρεσε να νομίζει ο κόσμος τη μαμά τους
κακιά. «Τις έβλεπαν όλες τις ταινίες. Κι άκουγε η κόρη μου από πίσω να λένε
“αυτή η στρίγκλα, αυτή η κακιά”, κι έβαζε τα κλάματα κι έλεγε “όχι, είναι
καλή, είναι η μαμά μου”».
Κι όμως. Την πρώτη φορά που είδε στο πανί τον εαυτό της στον ρόλο της κακιάς
έπαθε σοκ. Ήταν στο «Κυριακάτικο ξύπνημα» του Μιχάλη Κακογιάννη με την Έλλη
Λαμπέτη. «Έπαιζα μια γυναίκα που δεν ήταν κακιά, ήταν ψυχολογικά άρρωστη. Είχε
χάσει το παιδί της και ζήλευε τον άνδρα της. Εγώ δεν είχα δει πώς ήμουν, είχα
δει μόνο κάτι φωτογραφίες από τα γυρίσματα και μου άρεσα. Ήμουν πανευτυχής. Κι
έρχεται μια νύχτα και μας δείχνει ο Κακογιάννης την ταινία. Και βλέπω πώς
ήμουν γιατί στις σκηνές της ζήλειας ήθελα να τον φάω τον άλλον τον δυστυχή
κι έφυγα να κρυφτώ στην τουαλέτα κλαίγοντας. “Παναγία μου, τόσο άσχημη
είμαι;”, σκεφτόμουν. Κι έρχεται ο Γιάννης Τσαρούχης που με αγαπούσε και μου
λέει “άσε τα κλάματα και έλα που σε ζητάει η Κυβέλη”. Ήθελε να μου πει ότι
ήμουν πολύ καλή. Της λέω “ήμουν φρικτή”. Μου απαντάει “σώπα, ρε κοριτσάκι μου,
δεν καταλαβαίνεις ότι ήσουν σωστή; Τον εαυτό μας δεν τον βλέπουμε ποτέ όταν
θυμώνουμε. Στον καθρέφτη είτε αδιάφορα κοιταζόμαστε είτε με θαυμασμό”. Και
είχε δίκιο».
Ο ΚΟΥΝ
Κάτι ανάλογο της είχε πει και ο Κουν όταν ήταν στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης.
«Μη σκέπτεσαι την εικόνα σου», της είπε η Κυβέλη· «μην ακούς τη φωνή σου», της
είπε ο Κουν. «Αυτά τα δύο πράγματα μου είπαν και σ’ αυτά βασίστηκα για να
παίζω. Από κει και πέρα ήταν εύκολο να βρίσκουν εμένα για κακιά. Κι έτσι το
πήραν σκοινί κορδόνι». Άλλωστε και το κακιά είναι σχετική έννοια. «Τότε υπήρχε
αυτό το πρόβλημα. Καμιά μάνα δεν ήθελε να πάρει η κόρη της φτωχό ούτε ο γιος
της να πάρει φτωχούλα. Και τώρα το ίδιο είναι. Απλώς οι γονείς δεν τολμούν να μιλήσουν».
Από εκείνα τα χρόνια των μεγάλων κινηματογραφικών επιτυχιών κρατάει πολλές
αναμνήσεις. Καλές οι περισσότερες. Υπήρχαν βέβαια οι ανταγωνισμοί «αλλά όχι
τόσο πολύ όπως τώρα». Τους έζησε πάντως. «Ας πούμε, σε μια ταινία οι ρόλοι
ήταν μοιρασμένοι ανάμεσα στην πρωταγωνίστρια και μένα. Όταν προβλήθηκε η
ταινία όμως εγώ σχεδόν δεν υπήρχα. Ή γύριζα σκηνές τέλειες, ωραία φωτισμένες,
αριστουργήματα. Τις έβλεπε μετά η πρωταγωνίστρια και γινόταν θηρίο. Και τελικά
όταν έφτανε η ώρα της προβολής εγώ ήμουν θαμπή και κακοφωτισμένη». Λέει κάποια
ονόματα και μετά «άσε, μην τα βάλεις σε παρακαλώ, δεν έχει νόημα, πέρασαν πια».
Θυμάται όμως και τους μεγάλους ηθοποιούς εκείνης της εποχής. Όπως για
παράδειγμα τη Ρένα Βλαχοπούλου. «Αυτοί οι ηθοποιοί δεν έλεγαν τα κείμενα. Τα
έφτιαχναν εκείνη τη στιγμή. Γυρίζαμε το “Μια τρελή σαραντάρα”. Την πρώτη μέρα
δεν μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν. Η Ρένα δεν μου έλεγε αυτά που περίμενα.
Τη δεύτερη μέρα μου εξήγησε: “Κοίτα να δεις, εγώ δεν είμαι του Κουν, δεν ξέρω
πώς να μπαίνω. Θα τσακωθούμε κανονικά”, μου ‘λεγε και τσακωνόμασταν. Κι
έβγαιναν αριστουργηματικά αυτές οι σκηνές. Ακόμη και σήμερα, όταν τις βλέπω,
θυμάμαι πώς τις γυρίσαμε και γελάω».
Θυμάται και τον Μίμη τον Φωτόπουλο, που της έμαθε «το άλλο θέατρο», καθώς την
πήρε από τον Κουν για περιοδεία. «”Έλα μαζί μου περιοδεία σ’ όλη την Ελλάδα να
σε μάθω εγώ θέατρο”, μου είπε. Κι έμαθα να παίζω με το κοινό. Ήμασταν στη
σκηνή και μου ‘λεγε ο Μίμης: “Το βλέπεις εκείνο το φανταράκι, το ναυτάκι
πίσω-πίσω; Γι’ αυτόν θα παίξεις”. Εγώ δεν έβλεπα τίποτα, δεν καθόταν κανένας
φαντάρος. “Φαντάσου τον στη γαλαρία και παίξε γι’ αυτόν”, επέμενε εκείνος.
“Και οι πρώτες σειρές;”, ρωτούσα εγώ. “Ποιος τους είπε να κάτσουν στις πρώτες
σειρές;”, με αποστόμωνε. “Εμείς παίζουμε για εκείνους που κάθονται από τη μέση
και πίσω”».
ΓΕΜΑΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Η Τασσώ Καββαδία είναι μια ευγενέστατη γυναίκα. Και χαρούμενη. Γελάει συχνά
και γελάει με την καρδιά της. Χαίρεται τα πάντα. «Όχι που χτίσανε με
πολυκατοικίες το Φάληρο, όχι την πολιτική κατάσταση, όχι τις φωτιές, αλλά όλα
τα άλλα». Ίσως γι’ αυτό να μοιάζει με εξηντάρα ενώ έχει ακουμπήσει τα 77.
Χρόνια γεμάτα, που καθόλου δεν νοιάζεται να κρύψει «αυτό μου ‘λειπε τώρα».
Κάθεται στην καταπράσινη βεράντα της, στον όγδοο όροφο της πολυκατοικίας στο
Φάληρο και δεν θέλει να πάει πουθενά. «Πες μου σε ποιο νησί θα είχα αυτή τη
θέα κι αυτή την ησυχία. Όχι, δεν έχω κανένα λόγο να φύγω διακοπές».
Στο Φάληρο γεννήθηκε και στο Φάληρο επέστρεψε, αφού «περιπλανήθηκε» στο Ψυχικό
και την Κηφισιά με τους δύο γάμους της. Την αγαπάει τη γειτονιά της κι ας έχει
αλλάξει από τότε που ήταν νέο κορίτσι. «Για να καταλάβεις, από τότε που γύρισα
βωμολοχίες λέω μόνο εγώ, κανένας άλλος. Κι αναρωτιόμουν: “Παιδιά δεν υπάρχουν
εδώ;”. Δεν βλέπω νέους ανθρώπους να κυκλοφορούν και να βρίζουν όπως κάνουν τα
παιδιά παντού».
Απολαμβάνει πια και τη μοναξιά της. «Στην αρχή ήταν δύσκολο, κουράστηκα να
συνηθίσω. Γιατί είχα μάθει σε ένα σπίτι γεμάτο παιδιά, γεμάτο κίνηση και
φασαρία. Πέθανε ο άντρας μου όμως, έφυγαν και τα παιδιά, η κόρη στην Αμερική,
ο ένας γιος στη Γερμανία, ο άλλος στο δικό του σπίτι κι έμεινα ξαφνικά μόνη
μου.
Είπα στον εαυτό μου: “Μάθε, κυρά μου, να ζεις έτσι”. Και τώρα μ’ αρέσει.
Γεμίζεις από τον ίδιο σου τον εαυτό. Αντλείς από μέσα σου ωραία πράγματα. Γι’
αυτό και δεν πάω πουθενά. Περνάει η μέρα και λέω “αχ, Θεέ μου, να είχα λίγες
ώρες ακόμη να προλάβω όσα θέλω να κάνω”. Μην ξεχνάς ότι δουλεύω ασταμάτητα».
|
Από τα Γιάννενα, όπου βρισκόταν σε περιοδεία με τον Μίμη Φωτόπουλο, ένα γράμμα στην οικογένεια στην Αθήνα
|
Η ΠΡΩΤΗ επαφή με το θέατρο γίνεται στο σχολείο του Φαλήρου. Με τα έργα που
ανέβαζαν στις σχολικές παραστάσεις και μετά τα έπαιζαν στη Λέσχη του Φαλήρου
για να μαζευτούν χρήματα για κοινωφελείς σκοπούς. Αλλά μέχρι να αποφασίσει να
σπουδάσει θέατρο πέρασαν πολλά χρόνια στα 27 της, και αφού είχε γίνει ήδη 3
φορές μητέρα, πήγε στο Τέχνης.
Η πρώτη της «δουλειά» ήταν εθελόντρια τραυματιοφορέας στο Πρώτων Βοηθειών της
3ης Σεπτεμβρίου. «Έτσι, μόλις άρχισε ο πόλεμος, επιστρατεύτηκα και ήμουν το
μοναδικό επιστρατευμένο άτομο της οικογένειας. Καταλαβαίνεις τι του ήρθε του
πατέρα μου. Με άφησε όμως, γιατί κατάλαβε ότι δεν θα του έκανα το χατίρι. Του
είπε και η μητέρα μου, πρόσεξε γιατί αυτή θα σου φύγει αν δεν την αφήσεις,
καταλάβαινε ότι θα επαναστατούσα».
Την αγάπη της για το θέατρο την ανακάλυψε μετά τον χωρισμό της, όταν πήρε τα
παιδιά της και ξαναγύρισε στο πατρικό της σπίτι. Ξεκίνησε με σκηνογραφία στη
Σχολή Σταυράκου «σ’ αυτό ο πατέρας δεν είχε αντίρρηση γιατί ο ίδιος
ζωγράφιζε και του άρεσε». Στη σχολή γνωρίστηκε με τον Κάρολο Κουν. «Ήταν και ο
Τσαρούχης που μου έλεγε, αφού κάνεις σκηνογραφία πήγαινε να μάθεις και λίγο
θέατρο. Κι έτσι με πήρε κοντά του ο Κουν». Επτά χρόνια έμεινε κοντά στον Κουν.
«Μαθαίναμε ωραία πράγματα. Αλλά ξέραμε πως δεν ήταν αρκετά για να βγούμε στο
θέατρο. Το “να ζει κανείς ή να μη ζει” δεν αρκεί να το μάθεις. Όταν το μελετάς
επί τρία χρόνια, και μαϊμού να είσαι θα το πεις. Μάθαμε θέατρο όμως όταν
βγήκαμε στη σκηνή». Πριν τελειώσει τη σχολή, έρχεται και η πρόταση του
Κακογιάννη για το «Κυριακάτικο Ξύπνημα». «Θηρίο έγινε ο Κουν, αλλά ευτυχώς
όταν είδε την ταινία του άρεσε και με κράτησε».
ΕΚΠΟΜΠΗ
Ακολουθούν τα χρόνια του κινηματογράφου και του θεάτρου, αλλά η Τασσώ Καββαδία
ήθελε κι άλλα. Για πέντε χρόνια ήταν η «Σύγχρονη Γυναίκα» του ραδιοφώνου, η
κυρία της εκπομπής «Ντύνει, Στολίζει, Νοικοκυρεύει». «Εγώ την έγραφα την
εκπομπή, έδινα συμβουλές, έλεγα το πώς προφέρονται οι ξένες λέξεις που είχαν
μπει στη ζωή μας, τέτοια. Το όνομά μου δεν φαινόταν πουθενά». Από αυτή την
εκπομπή πέρασε στις εφημερίδες και στα περιοδικά. Στην αρχή ως «Σύγχρονη
Γυναίκα» και μετά στις καλλιτεχνικές σελίδες μαζί με τη φίλη της Μαρία Ρεζάν.
Στη διάρκεια της δικτατορίας κλείνει η «Ελευθερία», σταματάει και η
ραδιοφωνική εκπομπή και η ίδια αποφασίζει να σταματήσει το θέατρο. Και ένας
καινούργιος τομέας αρχίζει στη ζωή της. Μιλούσε τρεις γλώσσες και η λύση για
τα οικονομικά προβλήματα ήταν οι μεταφράσεις. Βίπερ Νόρα, ο Μάλκο του Ζεράρ
ντε Βιλιέ, Μπελ. «Ξέρεις ότι έχω μεταφράσει 3.000 βιβλία; Και ξέρεις γιατί
τέτοιου τύπου; Γιατί πληρώνουν καλύτερα από τη λογοτεχνία».
Τώρα πάντως το μυαλό της είναι πάλι στο θέατρο. Η Μέλπω Ζαρόκωστα γράφει ένα
έργο για τρεις ηθοποιούς, την Τασσώ Καββαδία, τον Τηλέμαχο Εμμανουήλ και την
ίδια τη συγγραφέα. «Είμαστε οι τρεις μας, αλλά παίζουμε με τις φωνές κι έτσι
υπάρχει πολύς κόσμος. Είναι ένα χάπενινγκ, είναι όμως ένα έργο που έχει αρχή,
μέση και τέλος. Έχει μια ιστορία». Βρίσκονται στη φάση που ψάχνουν να κλείσουν
ένα θέατρο για τρεις παραστάσεις την εβδομάδα. «Παρασκευή και Σάββατο θέλουμε
να τις κρατήσουμε για άλλες πόλεις, έξω από την Αθήνα. Σ’ αυτό το κοινό που
εμένα με συγκινεί περισσότερο».
|
Με τον δεύτερο άντρα της Βασίλη Καζαντζή
|
ΣΤΑ ΕΙΚΟΣΙ της χρόνια ο πατέρας της την πάντρεψε. Με έναν νέο που διάλεξε
εκείνος και την έβαλε σε ένα γάμο σχεδόν από την αρχή καταδικασμένο. «Ο
πατέρας μου φερόταν σαν να ήμουν μοναχοκόρη. Μην τυχόν και του αγγίξουν την
κόρη. Όμως, για όνομα του Θεού, πώς παντρεύεις μια κοπέλα που δεν την ξέρεις
ούτε κι εσύ, κύριε πατέρα; Η γιαγιά μου το ‘λεγε από την αρχή. «Μην την
παντρεύεις μ’ αυτόν το νέο. Δεν θα στεριώσει αυτός ο γάμος, αυτή είναι
μορφωμένη, έχει ενδιαφέροντα».
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
Η γιαγιά κάτι ήξερε αλλά ο πατέρας επέμενε. Άλλωστε για σύζυγο και μητέρα την
προόριζε. Καθώς ήταν εύπορος, με ένα εργοστάσιο υφασμάτων, δεν θεωρούσε ότι η
κόρη του έπρεπε να δουλέψει. Ούτε και να σπουδάσει, βέβαια. «Ούτε ξένες
γλώσσες δεν έπρεπε να μάθω κατά τον πατέρα μου. Ήξερα δύο, έφταναν. Αν μάθεις
και τρίτη θα πρέπει να βρεις κάποιον που να μιλάει τέσσερις, μου ‘λεγε. Και
μου βρήκε κάποιον που δεν μίλαγε καμία». Το μόνο που… επιτρεπόταν να μάθει
ήταν πρώτες βοήθειες και ραπτική. Απαραίτητα και τα δύο για τον ρόλο για τον
οποίο προοριζόταν. «Χρήσιμα μου ήταν κι αυτά. Ό, τι μαθαίνεις, χρήσιμο είναι.
Δεν είχα μάθει όμως μαγειρική. Γιατί ως κόρη καλής οικογένειας μου μάθαιναν
πως να κάνω κρέμα μπαβαρουάζ. Δεν μου έμαθαν όμως να τηγανίζω ένα αυγό ή να
βράζω το κρέας. Και στο σπίτι αυτά έπρεπε να κάνω».
Θυμάται τις σκηνές από εκείνον τον πρώτο γάμο «με έναν πολύ καλό άνθρωπο, με
τον οποίο όμως δεν ταιριάζαμε», και ξεσπάει σε γέλια. «Τον τρέλανα, παλάβωσε ο
άνθρωπος μαζί μου. Του έσπασα τα νεύρα. Ζούσαμε στο Ψυχικό, είχαμε 3 παιδιά
και μαζί μας ζούσε μία Γερμανίδα γκουβερνάντα και μία Πολωνέζα για να βοηθάει
στις δουλειές. Και εκείνος που δεν μιλούσε καμία γλώσσα να μην καταλαβαίνει
τίποτα, να μην μπορεί να συνεννοηθεί μέσα στο ίδιο του το σπίτι».
ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ήταν και διαφορετικά τα ενδιαφέροντά τους. Η Τασσώ Καββαδία ήθελε συνέχεια να
μαθαίνει πράγματα. «Ήταν η εποχή της διάσπασης του ατόμου. Τι έπρεπε να κάνω
εγώ; Επειδή ήμουν γυναίκα να μη μάθω; Έφαγα τον κόσμο να διαβάζω, αγγλικά,
γαλλικά και γερμανικά για να μάθω τι σημαίνει διάσπαση, πώς έγινε. Την ίδια
εποχή μεγάλωνα τα τρία παιδιά μου και πήρα και πτυχίο στο πιάνο. Κι εκείνος
δεν μπορούσε να με καταλάβει. Είχε την αίσθηση ότι παντρεύτηκε καθηγητή πανεπιστημίου».
Τελικά χώρισαν. Και όχι με δική της πρωτοβουλία. «Εκείνος θέλησε να χωρίσουμε.
Εκείνος μου είπε πως δεν πάει άλλο, αισθανόταν άσχημα που έκανα ό,τι ήθελα».
Στην οικογένειά της ένα διαζύγιο είναι σοκ. Αλλά, «είχα μαζί μου την μητέρα
μου. Που μου είπε “η ζωή είναι δική σου, κανείς άλλος δεν μπορεί να στην
κανονίσει”. Και “μη σ’ ακούσω να μου λες τι θα πει ο κόσμος, δεν θα ζήσεις με
τα χειροκροτήματα της γειτονιάς”. Βέβαια, αργότερα, όταν άρχισα να βγαίνω στο
θέατρο μου είπε θα τον πεθάνεις τον πατέρα σου μ’ αυτά που κάνεις, αλλά εγώ
είχα μάθει πια. Δεν πειράζει, της απάντησα, έτσι συνήθως γίνεται, οι πατεράδες
πεθαίνουν πριν από τις κόρες».
Από αυτόν τον αποτυχημένο γάμο η Τασσώ Καββαδία κέρδισε τα τρία της παιδιά.
Και αργότερα γνωρίζεται με τον άντρα που αυτή τη φορά διάλεξε η ίδια να
παντρευτεί. «Αυτόν δεν τον τρέλανα, ήταν τρελός, ωραίος τρελός από μόνος του».
Ήταν ο δημοσιογράφος Βασίλης Καζαντζής, ο «INDEX» των Επικαίρων και των
Εικόνων. «Ζήσαμε 10 χρόνια παράνομα και μετά, ένα χρόνο πριν από την εφταετία, παντρευτήκαμε».