Η επιδείνωση του πολιτικού κλίματος για την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό, από

τις αρχές του 1998, είναι φυσικό να αντανακλάται άμεσα στην (δυνάμει) εκλογική

επιρροή των κομμάτων.

ΟΠΩΣ προκύπτει από την ερώτηση για την πρόθεση ψήφου, το ΠΑΣΟΚ, για πρώτη

φορά, σύμφωνα με τις έρευνες της V. PRC για το «πολιτικό βαρόμετρο» των

«ΝΕΩΝ», βρίσκεται σήμερα σε επίπεδο χαμηλότερο από 25% και υπολείπεται της

Ν.Δ. κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες.

Το ΠΑΣΟΚ εμφανίζει σημαντικότατη πτώση σε σύγκριση με την προηγούμενη

πανελλαδική έρευνα του Σεπτεμβρίου 1997 (από 30,9% υποχωρεί στο 23,7%), η

έκταση της οποίας μειώνεται όμως αισθητά αν η σύγκριση γίνει με τα δεδομένα

του προηγούμενου Μαρτίου (27,4%). Εξάλλου, η έντονα πτωτική τάση της πρόθεσης

ψήφου για το ΠΑΣΟΚ ­ μετά την εφήμερη ανάκαμψη που σημειώθηκε στις αρχές

Σεπτεμβρίου ­ έχει ήδη καταγραφεί και από άλλες έρευνες, όπως, π.χ., στις

Τάσεις της MRB τον περασμένο Δεκέμβριο: 24,1% για το ΠΑΣΟΚ από 27,0%

τον Σεπτέμβριο και αντίστοιχα 29,2% για τη Ν.Δ. από 27,7% τον Σεπτέμβριο.

ΚΑΝΕΝΑ ΚΕΡΔΟΣ


Κοινή διαπίστωση που προκύπτει επομένως από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν, είναι

ότι το ΠΑΣΟΚ δεν κατόρθωσε να αποκομίσει κανένα κέρδος από το κλίμα ευφορίας

που επικράτησε λόγω της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων και γι’ αυτό η

συγκυριακή άνοδός του την εποχή εκείνη γρήγορα εξανεμίστηκε πλήρως.

Ο περιορισμός τής (δυνάμει) εκλογικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ, που καταγράφει η

παρούσα έρευνα, οφείλεται κυρίως στη σημαντική μείωση που εμφανίζει η

συσπείρωση των ψηφοφόρων του (το 1996).

Έτσι, ενώ μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου περισσότερο από το 70% από εκείνους

που ψήφισαν ΠΑΣΟΚ τον Σεπτέμβριο του 1996 δήλωναν πως θα το ξαναψήφιζαν,

σήμερα το ποσοστό αυτό έχει περιοριστεί στο 62,4% (αντίστοιχα 63,1% στις

Τάσεις της MRB τον περασμένο Δεκέμβριο). Οι υπόλοιποι ισομοιράζονται

κυρίως ανάμεσα στην αδιευκρίνιστη ψήφο (16,6%) και τα μικρά κόμματα (16,6%),

ενώ μια σχετικά περιορισμένη μερίδα (λιγότερο από το 2% του συνολικού

εκλογικού σώματος) στρέφεται προς τη Ν.Δ. Και αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι

τις τελευταίες αυτές διαρροές ­ και μόνον αυτές ­ το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να τις

αναπληρώνει με αντίστοιχης τάξης διαρροές από τη Ν.Δ.

Η ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΨΗΦΟΦΟΡΩΝ

Διαπιστώνεται, έτσι, ότι το κρισιμότερο μέγεθος για την εκτίμηση του

συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα είναι η συσπείρωση των

ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, η οποία εμφανίζεται ως ένα εξαιρετικά ευμετάβλητο

μέγεθος, άμεσα επηρεαζόμενο από τις διακυμάνσεις της συγκυρίας. Ενώ, π.χ.,

στις αρχές Σεπτεμβρίου εκτινάχθηκε απότομα στο 76,1%, γρήγορα μειώθηκε για να

σταθεροποιηθεί, από τα τέλη του 1997, μεταξύ 60% και 65%. Κατά τη διεξαγωγή,

μάλιστα, της έρευνας παρατηρήθηκε μια μικρή μεν, αλλά πάντως αξιοσημείωτη

διαφοροποίηση, οφειλόμενη στις άμεσες (και εν θερμώ) αντιδράσεις στην

αιφνιδιαστική υποτίμηση: ενώ στα ερωτηματολόγια της Α’ φάσης (πριν από την

υποτίμηση) η συσπείρωση του ΠΑΣΟΚ βρισκόταν στο 63,9%, στα ερωτηματολόγια της

Β’ φάσης (αμέσως μετά την υποτίμηση) έπεσε στο 60,2%, χωρίς πάντως η διαφορά

αυτή να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη συνολική πρόθεση ψήφου (24,6% για την

Α’ φάση, 23,4% για τη Β’ φάση και 23,7% για το συνολικό δείγμα).

ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ


Σε αντίθεση με το ασταθές και ευμετάβλητο μέγεθος που συνιστά η πρόθεση ψήφου

για το ΠΑΣΟΚ (και η συσπείρωση των ψηφοφόρων του), η Ν.Δ. παρουσιάζει μια

εντυπωσιακή σταθερότητα, συγκεντρώνοντας, χωρίς καμιά ουσιαστική διακύμανση,

το 28% των προτιμήσεων, ως πρόθεση ψήφου, και στις τρεις πανελλαδικές έρευνες

που έχει πραγματοποιήσει μετεκλογικά το «πολιτικό βαρόμετρο» των «ΝΕΩΝ». Η

Ν.Δ. συσπειρώνει σταθερά το 80% των ψηφοφόρων της, εμφανίζει κάποια

αξιοσημείωτα κέρδη από τη συρρικνούμενη ΠΟΛ.ΑΝ. και εισπράττει ένα μικρό

μερίδιο από τις διαρροές του ΠΑΣΟΚ. Δεν φαίνεται όμως να έχει κατορθώσει να

στεγανοποιήσει πλήρως και τις δικές της (έστω και μικρές) διαρροές, ούτε, το

κυριότερο, να έχει εισχωρήσει αποφασιστικά στο χώρο της «αδιευκρίνιστης

ψήφου». Έτσι, η υπεροχή των τεσσάρων περίπου ποσοστιαίων μονάδων, σε σύγκριση

με το ΠΑΣΟΚ, που φαίνεται να έχει εξασφαλίσει με βάση την παρούσα, αλλά και

άλλες πρόσφατες έρευνες, πρέπει να αξιολογηθεί με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα.

Γιατί δεν προκύπτει ως συνέπεια μιας δικής της δυναμικής, αλλά ως εξ

αντανακλάσεως αποτέλεσμα της απορρύθμισης του αντιπάλου.

Η φθορά της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού, σε συνδυασμό και με τη

σταθερότητα / στασιμότητα της Ν.Δ., έχουν ως άμεση συνέπεια αφενός την αύξηση

της (δυνάμει) επιρροής των μικρών κομμάτων και αφετέρου τη διεύρυνση του χώρου

της «αδιευκρίνιστης ψήφου». Ειδικά ως προς τη δεύτερη αυτή τάση θα πρέπει να

επισημανθεί η σταθερή και αυξανόμενη παρουσία, στις έρευνες της κοινής γνώμης,

της επιλογής Άκυρο / Λευκό, που αντιπροσωπεύει σήμερα το 7,7% των απαντήσεων

(έναντι 6,8% τον περασμένο Σεπτέμβριο και 6,5% τον Μάρτιο του 1997). Την

επιλογή αυτή υιοθετεί το 10% περίπου των ψηφοφόρων στις νεώτερες σχετικά

ηλικίες (έως 44 ετών), καθώς και ένα αντίστοιχο ποσοστό από τα άτομα με

σχετικά υψηλό μορφωτικό επίπεδο (απόφοιτοι ανώτερης / ανώτατης εκπαίδευσης).

ΤΑ «ΜΙΚΡΑ» ΚΟΜΜΑΤΑ


Από τα μικρά κόμματα, που όλα εμφανίζουν σταθερότητα ή άνοδο της επιρροής τους

σε σύγκριση με τον περασμένο Σεπτέμβριο, τα μεγαλύτερα οφέλη, στη σημερινή

συγκυρία, φαίνεται να αποκομίζει το ΔΗΚΚΙ, το οποίο υπερδιπλασιάζει την

επιρροή του, φτάνοντας το 8% των προτιμήσεων. Η εξέλιξη αυτή, που συνδυάζεται

και με την υψηλή δημοτικότητα του Δ. Τσοβόλα (πάνω από 50% θετικές κρίσεις,

από τις αρχές του 1998 και μετά), προκύπτει από τη συγκλίνουσα παρουσία δύο

παραγόντων. Αφενός, από μια αυξημένη συσπείρωση των ψηφοφόρων του, η οποία,

για πρώτη φορά, φτάνει το 80% και αφετέρου από μια σημαντικότατη διαρροή από

το ΠΑΣΟΚ προς το ΔΗΚΚΙ, η οποία, με βάση την παρούσα έρευνα, αφορά 1 στους 10

ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή περίπου το 4% του συνολικού εκλογικού σώματος.

Τα δεδομένα αυτά θα πρέπει όμως να αξιολογηθούν με ιδιαίτερη προσοχή και

επιφυλακτικότητα. Πρώτον, γιατί τα στοιχεία που αναφέρονται στη συσπείρωση των

ψηφοφόρων του ΔΗΚΚΙ είναι επισφαλή και τελείως ενδεικτικά (βάση μικρότερη από

60 άτομα), δεδομένου ότι το ΔΗΚΚΙ υποαντιπροσωπεύεται εντυπωσιακά στις έρευνες

της κοινής γνώμης. Γεγονός που μπορεί όμως να σημαίνει ότι ένα τμήμα από τους

ψηφοφόρους του (το 1996) έχουν ήδη αποστασιοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να

μην το αναφέρουν ως προηγούμενη ψήφο, οπότε και η πραγματική συσπείρωση

ενδέχεται να είναι αισθητά μικρότερη από αυτήν που εμφανίζεται.

Δεύτερον, γιατί η επικοινωνία μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΔΗΚΚΙ συνιστά ένα εξαιρετικά

ευμετάβλητο και ασταθές μέγεθος, το οποίο επηρεάζεται άμεσα από την εκάστοτε συγκυρία.

ΑΠΕΙΛΗ

Επομένως, με βάση και τις προηγούμενες παρατηρήσεις, το κρίσιμο συμπέρασμα που

προκύπτει, ως προς την παρουσία και την απήχηση του ΔΗΚΚΙ, είναι ότι αυτή

συνιστά μια υπαρκτή και μόνιμη απειλή για την εκλογική επιρροή του ΠΑΣΟΚ,

δεδομένου ότι προσφέρει την ευκολότερη και συγγενέστερη εκδοχή «ψήφου

διαμαρτυρίας», ιδίως σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας για τα ασθενέστερα

κοινωνικά στρώματα.

Ως προς τα υπόλοιπα μικρά κόμματα:

* Το ΚΚΕ παρουσιάζει μια εντυπωσιακή περιχαράκωση της επιρροής του, χωρίς

ουσιαστική επικοινωνία με τους υπόλοιπους κομματικούς χώρους.

* Ο ΣΥΝ διατηρείται σε ένα επίπεδο μεταξύ 5% και 6%, εμφανίζοντας μια σχετική

δυσκολία για την πλήρη επανασυσπείρωση της εκλογικής του βάσης, αλλά και

επωφελούμενος σταθερά από διαρροές του ΠΑΣΟΚ ­ οι οποίες με βάση τα στοιχεία

της παρούσας έρευνας αντιπροσωπεύουν περίπου το 2% του συνολικού εκλογικού σώματος.

* Η ΠΟΛ.ΑΝ. παραμένει σταθερά, σε όλες τις πρόσφατες έρευνες, σε επίπεδα που

κυμαίνονται από 1,5% έως 2%, με εξαιρετικά χαμηλή συσπείρωση και σημαντικές

διαρροές, κυρίως προς τη Ν.Δ.

ΕΤΑΙΡΕΙΑ: ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ V – PROJECT RESEARCH CONSULTING. Μέλος του ΣΕΔΕΑ, της

ESOMAR και της WAPOR.

ΑΝΑΘΕΣΗ: Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ».

ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Ποσοτική έρευνα με ατομικές συνεντεύξεις, πρόσωπο με

πρόσωπο (face to face) στα νοικοκυριά των ερωτωμένων, χρήση δομημένου

ερωτηματολογίου και κάλπης.

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ: Γενικός πληθυσμός 18 ετών και άνω.

ΠΕΡΙΟΧΗ: Το σύνολο της χώρας, χωρίς τις νήσους Αιγαίου και Ιονίου.

ΔΕΙΓΜΑ: Το σχεδιασθέν μέγεθος του δείγματος ανέρχεται για την πρώτη φάση σε

1.200 άτομα (πραγματοποιηθέν 1.153) και για τη δεύτερη φάση σε 800 άτομα

(πραγματοποιηθέν 732). Συνολικό μέγεθος 1.882 άτομα.

ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ: Ακολουθήθηκε η μέθοδος της πολυσταδιακής στρωματοποιημένης δειγματοληψίας.

ΣΤΑΘΜΙΣΗ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ: Προκειμένου να εξισορροπηθούν τυχόν παράγοντες μεροληψίας,

το δείγμα σταθμίστηκε, εκ των υστέρων, ως προς την αστικότητα και την ηλικία

των ερωτωμένων βάσει της απογραφής πληθυσμού της ΕΣΥΕ το 1991 και ως προς την

ψήφο των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου 1996.

ΧΡΟΝΟΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ: Η έρευνα πεδίου πραγματοποιήθηκε στο χρονικό διάστημα από 4

έως 16 Μαρτίου 1998 για την πρώτη φάση και από 19 έως 24 Μαρτίου 1998 για τη

δεύτερη φάση.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΕΔΙΟΥ: Για την πραγματοποίηση της έρευνας εργάστηκαν 10

επόπτες και 50 ερευνητές.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Στην ανάλυση που συνοδεύει τους πίνακες, απαντήσεις με βάσεις κάτω

των 60 ερωτηθέντων είναι εντελώς ενδεικτικές.