|
|
Το τελευταίο έργο του Παντελή Βούλγαρη θα μπορούσε να θεωρηθεί σταθμός για το
ελληνικό σινεμά. Όχι μόνο για την ωριμότητα της κινηματογραφικής γλώσσας, αλλά
και για την θεματολογία του. Το επεισόδιο στον Έβρο, χωρίς να είναι το
καλύτερο της τριλογίας, είναι το πιο προκλητικό.
Ο ΙΔΙΟΜΟΡΦΟΣ θηροφύλακας, που τον υποδύεται ο Θανάσης Βέγγος, έχει ζήσει με τα
πουλιά. Το δέλτα, οι καλαμιώνες κι ο απέραντος υγρότοπος είναι ο δικός του
«τόπος», αλλά και το πεδίο όπου άνθρωποι και φύση άλλοτε συνυπάρχουν κι άλλοτε
συγκρούονται, με τη φύση όμως να χάνει συνεχώς έδαφος.
«Κάποτε ο ουρανός μαύριζε απ’ τα πουλιά», θα πει σε μια στιγμή ο ήρωας της
ταινίας, αφήνοντας στη συνέχεια να εννοηθεί πως το συστηματικό κυνήγι
αποδεκάτισε τη φτερωτή πανίδα και ορισμένα είδη τα οδήγησε στην εξαφάνιση. «Η
τελευταία νανόχηνα», την περιπέτεια της οποίας οι συμπαθείς ορνιθολόγοι
παρακολουθούν με τον ενσωματωμένο στο σώμα της πομπό, θα πέσει πυροβολημένη
από τα σκάγια ενός τυπικού νεοέλληνα λαθροθήρα, λίγο πριν ολοκληρώσει το
διηπειρωτικό της ταξίδι, με τον Έβρο ενδιάμεσο σταθμό. Στην τελευταία σκηνή, ο
θηροφύλακας σκοτώνει τον κυνηγό, παίρνοντας έτσι την εκδίκηση εξ ονόματος της φύσης.
Το θέμα θα μπορούσε να σταματάει εδώ, αν δεν συνέβαινε η αλληγορία της ταινίας
να έχει απασχολήσει ένα σημαντικό μέρος του οικολογικού κινήματος, τόσο στη
θεωρητική όσο και στην εφαρμοσμένη εκδοχή του. Πολλοί, όπως για παράδειγμα οι
οπαδοί της «βαθιάς οικολογίας», αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία του ανθρώπου
στον σύγχρονο κόσμο, μιλούν για τα δικαιώματα των ζώων και των φυτών, καθώς
και για μια νέα ηθική που θα καθιστούσε νόμιμη ακόμη και την αυτοδικία, αφού,
σύμφωνα με έναν άλλο κώδικα αξιών, η ζωή του κυνηγού δεν είναι ανώτερη απ’
αυτήν της τελευταίας νανόχηνας, της τελευταίας ορεινής πέρδικας ή του
τελευταίου γυπαετού.
Μερικοί μάλιστα, όπως ο Άγγλος φιλόσοφος Πολ Τέιλορ, πηγαίνουν ακόμη πιο
μακριά μεταφράζοντας τον βιο-κεντρισμό σε μισανθρωπία. «Η πλήρης καταστροφή
του ανθρώπινου είδους, γράφει ο Τέιλορ, θα ήταν ένα γεγονός που το υπόλοιπο
κομμάτι της βιο-κοινότητας (δηλαδή τα ζώα και τα φυτά) θα χειροκροτούσαν με
βαθιά ικανοποίηση».
Πέραν όμως της υπερβολής που εμπεριέχει η διατύπωση, είναι βέβαιο πως εισάγει
έναν ανατρεπτικό προβληματισμό: Αν η κυρίαρχη αξία δεν είναι πλέον το άτομο,
αλλά η ζωή η ίδια, τότε πράγματι, τόσο ο υπερπληθυσμός όσο και η συμπεριφορά
των ανθρώπων συνιστούν την υπέρτατη απειλή εναντίον της βιόσφαιρας στο σύνολό της.
Φυσικά, μαζί με την νέα αυτή «φιλοσοφία» εισάγεται και ένας αδιέξοδος
παραλογισμός, αφού ο άνθρωπος είναι τόσο ο φορέας όσο και ο στόχος αυτής της
ρηξικέλευθης ανατροπής των σχέσεων και των ρόλων.
Πριν λοιπόν οδηγηθούμε σε ακρότητες, όπως αυτήν που περιγράφει ο Βούλγαρης
στην, «ποιητική αδεία», αποστροφή του, θα ήταν σκόπιμο να αναθεωρήσουμε τις
σημερινές βεβαιότητες και να δούμε πέρα από τα όρια που εισήγαγε ο
ανθρωποκεντρισμός του 19ου και του 20ού αιώνα. Γιατί η φύση είναι μέσα και όχι
έξω από τον άνθρωπο. Τα στοιχεία που τον αποτελούν δεν είναι άλλα από αυτά που
είναι φτιαγμένος ο κόσμος, η ίδια η ύλη που πάλλεται ανάμεσα στις ενόργανες
και ανόργανες μορφές της.
Ο άνθρωπος είναι, τέλος, η ίδια η φύση. Αντιπροσωπεύει το τελευταίο, ας
ελπίσουμε όχι και το τελικό, στάδιο στη μακρόσυρτη διαδικασία της εξέλιξης και
φέρνει μέσα του τα ίχνη της προϊστορίας όλων των μορφών ζωής που προηγήθηκαν
από τη δική του. Το κύτταρο έχει ακόμα μέσα του κάτι από το μακρινό παρελθόν
του ωκεανού όπου πρωτοξεκίνησε η ζωή και ο ανθρώπινος εγκέφαλος διατηρεί
αποτυπωμένα στη δομή του όλα τα σημάδια της μακραίωνης αυτής πορείας: από την
αρχική πρωτεΐνη στα πρωτόζωα κι από το ερπετό στα ανώτερα θηλαστικά.
Αυτή η γνώση, ακόμα κι αν τελικά δεν αποτρέψει την καταστροφή, μπορεί
τουλάχιστον να οδηγήσει σε λιγότερο αλαζονικές στάσεις απέναντι στα ζητήματα
της ύπαρξης.