Μια αέναη αλληλουχία με το πριν και το μετά είναι κάθε 24ωρό της, αφού «αρχή

και τέλος συνυπάρχουν». Κάθε τέλος εμπεριέχει την επόμενη αρχή για τη Μελίνα

Κανά. Και κάθε αρχή κρύβει μέσα της κι ένα τέλος… Όπως ένα

τραγούδι!ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ ­ μόνο τότε «είμαι ολόκληρη. Δεν είναι απλώς ένα μου

κομμάτι ή έστω το πιο αληθινό μου κομμάτι. Είμαι εγώ, ολόκληρη…». Ίσως γι’

αυτό και δεν την ενοχλεί που βλέπει την Ανατολή μιας φρέσκιας μέρας κι ύστερα

κοιμάται για την… προηγούμενη! Βιώνει ένα «παράδοξο» 24ωρο, το ομολογεί

γελώντας, αλλά μόνο «διχοτομημένος» άνθρωπος δεν αισθάνεται.

Είναι εξίσου παράδοξο, αλλά στο πάλκο, την ώρα που τραγουδάει, όλα όσα την

απασχολούν κι όλα όσα την καίνε, έρχονται αστραπιαία στο λογισμό της, «και

τότε, μόνο τότε, ξεπροβάλλουν και οι λύσεις!». Άλλες πάλι φορές, της

δημιουργούνται ερωτήματα που πριν δεν είχε σκεφθεί. Το τραγούδι δεν «βγάζει»

τη Μελίνα Κανά μόνο στο κοινό που την παρακολουθεί: «Μου δίνει τέτοιες

διεξόδους, που έχω την αίσθηση ότι κυριολεκτικά με βγάζει στον κόσμο!».

Με το ένα πόδι πάντα στη Θεσσαλονίκη και το άλλο να πατά σταθερά πια στην

Αθήνα, ελίσσεται, δρομολογεί μικρές και μεγάλες τροχιές, απογειώνεται. Ο

χρόνος αποκτά ελάχιστη σημασία «όταν ξέρεις ότι το χθες και το σήμερα σου

ανήκει. Το αύριο, το κάθε αύριο οφείλεις να το κατακτήσεις…». Γέννημα –

θρέμμα της Θεσσαλονίκης, διατηρεί μαζί της «τη σχέση που έχουμε με τη μητέρα

μας. Την αγαπάμε, αλλά την ώρα της ενηλικίωσης φεύγουμε από κοντά της ­ να

αυτονομηθούμε…». Η δική της στιγμή «ενηλικίωσης» έφτασε φαίνεται τον

περασμένο Σεπτέμβρη που μεταπήδησε στην Αθήνα. Αλλά συχνά – πυκνά «ξαναγυρίζω

στα γνώριμά μου στέκια, όπως τώρα που τραγουδώ και πάλι στην αποθήκη του

“Μύλου”, στη γενέτειρά μου».

Εννέα χρόνια στο επαγγελματικό τραγούδι, αλλά ολόκληρη η ζωή της είναι ένα…

τραγούδι, αφού γεννήθηκε μέσα σε ήχους και νότες και μεγάλωνε «τραγουδώντας!

Τραγουδούσα όταν βούταγα στη λύπη, αλλά κι όταν πέταγα από χαρά… Και εγώ και

η αδελφή μου, η Λιζέτα Καλημέρη».

ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ

Το ξενύχτι έγινε τρόπος ζωής της, από την εποχή που ήταν στο τρίτο έτος της

Φιλοσοφικής. Είδε την ενασχόλησή της με το τραγούδι σαν πάρεργο και ούτε που

φανταζόταν ότι θα την απορροφούσε ποτέ τόσο: «Είχα ένα χαραγμένο σκοπό στη ζωή

μου, το τραγούδι ήταν εσωτερική ανάγκη, όχι επαγγελματική διέξοδος…».

Η ζωή ανατρέπει συχνά προγράμματα και στόχους κι αυτό που έμοιαζε ερασιτεχνικό

κατέληξε επάγγελμα, «αλλά επάγγελμα με πάθος».

Έχει πάθος, αλλά όπως κάθε άνθρωπος και πάθη: «Το πάθος το συντηρούμε, τα πάθη

φροντίζουμε να τα… ξεπερνάμε».

Το πρωινό της ξύπνημα είναι γύρω στις 3 με 4 το… μεσημέρι. Οι ώρες που

ακολουθούν μέχρι το βραδινό πρόγραμμα, είναι ώρες σχόλης: «Μου αρέσει να μην

κάνω… τίποτα. Χουζουρεύω, ακούω μουσική, διαβάζω, βρίσκομαι με φίλους,

γελάμε και συζητάμε, το πολύ – πολύ να βγω και μια μικρή βόλτα. Θέλω να είμαι ξεκούραστη…».

Ύστερα, αργά το βράδυ, έρχεται το πρόγραμμα, που για εκείνη είναι το

«επίκεντρο της μέρας μου! Είναι ο βασικός σκοπός του 24ώρου μου…».

Δεν την κουράζει το «αναποδογύρισμα» της ημέρας και της νύχτας. Έχει

κατακτήσει, λέει, τόσο καλή σχέση με τους συνεργάτες της και υπάρχει τόσο καλή

ατμόσφαιρα μεταξύ τους, που η κούραση εξανεμίζεται. Ανήσυχη από τη φύση της,

«βαριέμαι εύκολα, καμιά φορά και τον ίδιο μου τον εαυτό. Υπάρχουν βραδιές που

τις χαίρομαι περισσότερο. Και είμαι ανοιχτή στη διάθεση της βραδιάς ­ υπάρχει

πάντα ένα πρόγραμμα, αλλά τα προγράμματα είναι για να τους προκαλούμε…

ρήγματα. Όταν με οδηγούν οι μουσικοί μου σε άλλο π.χ. φινάλε, είναι μια

ευχάριστη έκπληξη που την ακολουθώ μετά χαράς!».

Η ΒΙΡΓΙΝΙΑ

Η κόρη της η Βιργινία είναι άλλος κόσμος για τη Μελίνα Κανά, ένας κόσμος

αποκάλυψης. Τεσσάρων χρόνων πια και να τη ζει τόσο λίγο ­ αυτή είναι μια κρυφή

της ενοχή: «Η χαρά της μητρότητας δεν έχει προηγούμενο. Δεν ζω πολύ με το

παιδί μου, θα ‘θελα να μπορούσα να την έχω όλο το 24ωρο. Μένει με τη γιαγιά

της όταν είμαστε στη Θεσσαλονίκη και έχω άνθρωπο που τη φροντίζει στην Αθήνα.

Μου λείπει πολύ. Αλλά έχω διαπιστώσει ότι διαμορφώνει έναν ελεύθερο χαρακτήρα

και αυτό με μαγεύει. “Για να είναι πραγματικά δικό σου το παιδί πρέπει να ζεις

και τη δική σου ζωή” μου είπε μια μέρα ένας φίλος. Και με ξεμπλόκαρε. Της έχω

εξηγήσει και ελπίζω ότι έχει καταλάβει ότι δουλειά δεν σημαίνει απλώς λεφτά,

ρούχα και πράγματα. Σημαίνει αγάπη, μεράκι, πάθος…». Αλλά τις μέρες που δεν

τη βλέπει και μιλάνε μόνο στο τηλέφωνο, «νιώθω έναν βαθύ πόνο στα σπλάγχνα

μου. Κι όταν βλεπόμαστε τη χαίρομαι τόσο πολύ, που μπορεί να τραγουδάω…. μέρες!».

Δεν υπάρχουν Σαββατοκύριακα, γιορτές ή αργίες στη ζωή της. Μια καθημερινή

ημέρα, αδιάφορη για τον υπόλοιπο κόσμο, μπορεί να είναι η δική της αργία: «Δεν

με ενοχλεί. Είναι το τίμημα της “αντιπαροχής”. Είναι η ανταπόδοση που πρέπει

να πληρώσεις για αυτά που σου προσφέρει το τραγούδι… Το τραγούδι με ωριμάζει

όλο και περισσότερο. Με έμαθε να είμαι διεκδικητική, συγχωρητική αλλά και απαιτητική!».

Ως μονάκριβο δώρο βλέπει τη ζωή η Μελίνα Κανά: «Κι αυτό το δώρο δεν πρέπει να

το προσβάλλει, να το εκχυδαΐζει ή να το πιέζει κανείς». Όταν έχεις μια τέτοια

οπτική για τη ζωή, ο βιολογικός θάνατος «δεν σε τρομάζει τόσο όσο οι

αναρίθμητοι μικροί και μεγάλοι καθημερινοί θάνατοι. Αυτοί που ευτελίζουν την

ανθρώπινη ύπαρξη, την αξιοπρέπεια και την περηφάνια…».

Όταν βιώνεις έναν τέτοιο θάνατο είναι σαν να βλέπεις «τον εαυτό σου νεκρό, να

αποσυντίθεται, αλλά ταυτόχρονα να είναι και ζωντανός. Έχεις όμως πάντα

περιθώρια: να αντιδράσεις, να σηκωθείς, να κάνεις μια καινούργια έναρξη

ζωής…». Έχει επαναπροσδιορίσει νέες ενάρξεις. Και τα έχει καταφέρει

καλύτερα. Βλέπει πια με αισιοδοξία το μέλλον. Στο κάτω – κάτω, όλα τα άσχημα ­

ακόμη και τα χειρότερα ­ που της συνέβησαν, έκρυβαν και κάτι καλό:

«Αποδεδειγμένα, δεν υπάρχει κακό δίχως καλό…».



ΔΕΝ ΠΕΙΝΑΕΙ ποτέ (!), τρώει για να… συντηρηθεί, δεν θυμάται να λαχτάρησε

κάτι με βουλιμία. Στο διαιτολόγιο του 24ώρου της, υπάρχουν σαλάτες, λαχανικά,

όσπρια, θαλασσινά και φρούτα. Τα πικάντικα, την… αποκαρδιώνουν. Ο ύπνος, της

είναι περισσότερο απαραίτητος στο 24ωρό της από το φαγητό. Όπως και ο έρωτας.

Για καθετί που αξίζει τον κόπο: «Έρωτας είναι το τραγούδι, η Βιργινία, ένα

βιβλίο, ένα τοπίο, ένα όνειρο, ένας άντρας. Έρωτας είναι η ζωή…». Μονίμως…

ερωτευμένη, αδυνατεί να ζήσει τα πεπραγμένα μιας συνηθισμένης ημέρας. Σ’ αυτό

που πιστεύει ότι χρειάζεται δουλειά είναι το προσωπικό της μέτρο: «Είμαι

φύση… υπερβολική και αυτό με έχει τυραννήσει. Δεν παλεύω να το αλλάξω,

παλεύω να το αναγνωρίσω, να δω τα όριά μου γιατί συχνά η υπερβολή κρύβει και

μια επικινδυνότητα που μπορεί να οδηγήσει στα άκρα…».

Σε στιγμές χαράς, ένα παραδοσιακό τραγούδι έρχεται στα χείλη της. Αλλά και σε

στιγμές λύπης, ένας αμανές, ένα μοιρολόι ή ένα ερωτικό παραδοσιακό τραγούδι,

θα εκφράσει τη θλίψη της. Από τους «Γενναίους έρωτές» της, οι στίχοι που

λάτρεψε είναι τα «Τέσσερα φιλιά». Αισθάνθηκε τόσο κοντά της τη γυναίκα του

τραγουδιού, «σα να ‘ταν ένα δικό μου κομμάτι!». Το ξέρει πως παίζει κι εκείνη

γυμνή με τη φωτιά «μα είμαι φτιαγμένη από σάρκα και πάντα διψούσα! Και πρέπει

να διψάσεις για να απολαύσεις ένα ποτήρι νερό…».

Δεν υπάρχει τίποτα που θα άλλαζε στο 24ωρό της. Δεν υπάρχει τίποτα που να την

κάνει να μετανιώνει: «Μοιάζουν ίδιες αλλά ποτέ μια μέρα δεν είναι ίδια με την

άλλη. Υπάρχει κάτι γνώριμο, μια νοητή γραμμή που ενώνει τα πράγματα, τη μια

μέρα με την επομένη, το φως με το σκοτάδι. Πάνω σ’ αυτό το γνώριμο πρέπει να

πατήσουμε για να κερδίσουμε το άγνωστο…». Ζεστός άνθρωπος, ευαίσθητος αλλά

και σκληρός ­ με τον εαυτό της αλλά και τους άλλους ­ όταν χρειάζεται,

διεκδικεί να της ανήκει η κάθε της μέρα. Για να μπορεί να προσφέρει τη δική

της αλήθεια, «σε μένα τη Μελίνα, στη Βιργινία, στο τραγούδι, σε όλους τους άλλους…».