Με ευκαιρία την κατάθεση της πρότασης επαναφοράς της ποινής του θανάτου από

εξήντα ένα βουλευτές, η ελληνική κοινωνία ξανασυζήτησε ένα πολύ δυσάρεστο

θέμα: την αποδοχή του θανάτου ως μορφής ποινικού κολασμού.

Το κράτος διά στόματος υπουργού Δικαιοσύνης διακήρυξε την επιμονή του στον

νόμο του 1993, με τον οποίο καταργήθηκε η θανατική ποινή. Σ’ αυτόν τον

δυσάρεστο, αλλά αναγκαίο, διάλογο κατέθεσα ευθύς εξ αρχής την άποψή μου.

Τέσσερα είναι τα βασικά επιχειρήματα πάνω στα οποία θεμελιώνω την επιστημονική

θέση, ότι το ελληνικό ποινικό σύστημα χρειάζεται την επαναφορά της ποινής του θανάτου.

Επιχείρημα πρώτο: Ο δρόμος προς την επαναφορά της θανατικής ποινής είναι από

το Σύνταγμα ανοιχτός. Το άρθρο 7, παρ. 3, εδ. β’ του Συντάγματος προβλέπει

ευθέως τη θανατική ποινή για ορισμένα αδικήματα και μάλιστα με τέτοιο τρόπο

ώστε εύκολα να προκύπτει η ερμηνεία ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να την

προβλέψει και για άλλες περιπτώσεις εγκλημάτων.

Υποστηρίζεται εδώ, ότι εμπόδιο για την πρόβλεψη της θανατικής ποινής από τον

κοινό νόμο αποτελεί το 6ο Πρωτόκολλο της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

(του 1950), που προβλέπει την απαγόρευση της ποινής του θανάτου και το οποίο

και η Ελλάδα υπέγραψε. Πρέπει ωστόσο να θυμίσω ότι το Πρωτόκολλο αυτό η Ελλάδα

δεν το έχει ακόμα επικυρώσει. Και, ακόμη, πως το ίδιο το Πρωτόκολλο προβλέπει

5ετή προθεσμία, μετά τη λήξη της οποίας ακόμη και εκείνες οι χώρες που το

επικύρωσαν μπορούν, αν διαπίστωσαν ότι δεν ευεργετήθηκαν από την κατάργηση της

ποινής του θανάτου, να την επαναφέρουν.

Επιχείρημα δεύτερο: Το θεωρητικό υπόβαθρο της κατάργησης της θανατικής ποινής

είναι η ουμανιστική αντίληψη για την κοινωνία και το κράτος. Σέβομαι ιδιαίτερα

τον ουμανισμό, αλλά ταυτόχρονα δεν έχω κανένα θεωρητικό, πολιτικό ή νομικό

δισταγμό να υποστηρίξω πως η ομαλή κοινωνική συμβίωση αποτελεί μία μόνιμη

προτεραιότητα, που πολλές φορές προϋποθέτει και κάποιους σκληρούς κανόνες. Και

είναι αυτονόητο πως η ποινή του θανάτου αποτελεί τη σκληρότερη παρέμβαση στο

συνολικό σύστημα των κανόνων μιας χώρας. Μέσω αυτής επιχειρείται η έσχατη

απειλή στον μελλοντικό εγκληματία και μέσω αυτής της απειλής επιχειρείται η

διαφύλαξη υπέρτατων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή και η αξιοπρέπεια.

Προκειμένου λοιπόν να προστατευθούν αυτά τα αγαθά, πιστεύω πως είναι αναγκαία:

α) η πρόβλεψη της θανατικής ποινής σε οριακές περιπτώσεις (π.χ. ανθρωποκτονία

όταν προηγήθηκε βιασμός ή βασανιστήρια), β) η οριακή επιβολή της και, τέλος,

γ) η εκτέλεσή της μετά μεγάλο χρονικό διάστημα από την επιβολή της,

προκειμένου να διασφαλιστούμε από περιπτώσεις δικαστικής πλάνης.

Επιβεβαίωση, άλλωστε, ότι η θανατική ποινή πράγματι λειτουργεί προληπτικά,

εκφοβίζοντας τους μελλοντικούς εγκληματίες, αποτελεί ένα ακλόνητο στατιστικό

δεδομένο: η Γαλλία κατήργησε το 1981 τη θανατική ποινή. Στη χώρα αυτή, στη

δεκαετία 1970-1980 έγιναν πέντε μόνο δολοφονίες ανηλίκων. Αντίθετα, στα χρόνια

1984 έως 1993 καταγράφηκαν 84 δολοφονίες ανηλίκων.

Επιχείρημα τρίτο: Σε θεωρητικό επίπεδο, πιστεύω ότι ο σκληρός πυρήνας της

έννοιας της ποινής είναι η τιμωρία του δράση για το κακό που επέφερε. Σε χώρες

μάλιστα όπως η Ελλάδα, όπου η κατάσταση των φυλακών είναι δραματική και ο

σωφρονισμός των κρατουμένων είναι ανύπαρκτος, ο τιμωρητικός χαρακτήρας της

ποινής αποτελεί δυστυχώς τον αποκλειστικό λόγο της ύπαρξής της. Η σκληρότητα

λοιπόν μιας τιμωρίας στην αυστηρότατη εκδοχή της όπως είναι ο θάνατος έρχεται

να εξισορροπήσει τη σκληρότητα ορισμένων εγκλημάτων. Συνεπώς, πριν προλάβει

κανείς να εκδηλώσει την επιείκειά του προς τον δράστη τη στιγμή που

επιβάλλεται η ποινή (κάτι που γίνεται ύστερα από κάποια χρόνια μετά την τέλεση

του εγκλήματος) οφείλει να προσπαθεί ­ αντιστεκόμενος στη λήθη του χρόνου ­ να

κρατάει ζωντανή στο μυαλό του τη σκηνή του εγκλήματος. Τότε μόνο θα κάνει

δίκαιη και πραγματικά ευαίσθητη αξιολόγηση.

Επιχείρημα τέταρτο: Τέλος, θετική είναι η συνεισφορά της εσχάτης των ποινών

και σε δύο άλλους τομείς: α) μειώνει τις περιπτώσεις της συνήθως κοινωνικώς

επιδοκιμαζόμενης «αυτοδικίας»· τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του θύματος

αποτρέπονται από το να «πάρουν τον νόμο στα χέρια τους»· και β) βοηθά να γίνει

αποδεκτή η αρχή της επιείκειας, που πρέπει να διέπει τα ποινικά συστήματα των

πολιτισμένων κρατών. Κι αυτό γιατί αποτρέπει τη δημαγωγία περί ξεστρατίσματος

της επιείκειας προς την αναλγησία.

Ο Ανδρέας Ν. Λοβέρδος είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο

Πάντειο Πανεπιστήμιο.