ΓΝΩΡΙΖΩ πόσο κουραστικός μπορεί να γίνει για τους τρίτους ένας διάλογος μέσα

από τις στήλες μιας εφημερίδας, αλλά το άρθρο (σχόλιο πάνω στο δικό μου άρθρο)

του Γιάννη Καψή και μόνο λόγω του ­ μάλλον ακραίου ­ τίτλου του (Μήπως θα

φθάσουμε στη δικαίωση της γενοκτονίας;) δεν μπορεί να μείνει αναπάντητο από

την πλευρά μου. Αν ο κ. υπουργός παρακολουθούσε τις μελέτες και τα άρθρα μου,

θα γνώριζε ότι από μένα δεν υπάρχει πρόθεση να δικαιωθεί καμία απολύτως

γενοκτονία, ούτε Ελλήνων ούτε και αλλοεθνών φυσικά. Από άλλους θα πρέπει να το

περιμένει ­ και αυτός και όλοι μας: Από όσους χρησιμοποιούν δύο μέτρα και δύο

σταθμά, βαφτίζοντας «πατριωτική πράξη» οτιδήποτε εξυπηρετεί την οπτική τους

και «ανθελληνική προπαγάνδα» κάθε απόπειρα ψύχραιμης αποτίμησης των γεγονότων.

Με άλλα λόγια, δεν γνωρίζω αν η Ιστορία έφθασε να υποβιβαστεί σε στατιστική,

όπως ισχυρίζεται ο κ. Καψής, αλλά εγώ τουλάχιστον προσπαθούσα ανέκαθεν

συνειδητά να μην την υποβιβάσω σε προπαγάνδα.

Και τώρα λίγα λόγια για τα στοιχεία μου: Τα περί εκτοπισμού των 500.000

Ελλήνων της Τουρκίας προς το εσωτερικό αναφέρονται από τον Α. Πάλλη,

εντεταλμένο της κυβέρνησης των Αθηνών να φροντίσει τα της επιστροφής τους στην

περιοχή που ήλεγχε ο ελληνικός στρατός. Ο Πάλλης καταγράφει επιστροφή περίπου

280.000 Ελλήνων. Αυτή είναι επίσημη ελληνική μαρτυρία.

Όμως, η ουσία νομίζω πως είναι αλλού. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό που ενόχλησε στο

άρθρο μου, δεν είναι ούτε τα νούμερα ούτε οι πηγές. Τον χαρακτηρισμό

«εκτόπιση», «μετακίνηση στο εσωτερικό», θεώρησε ο κ. Καψής ήπιο, σχεδόν

ανάρμοστο. Όμως, νομίζω, ότι παρασύρθηκε από το θυμικό και τις πικρές

προσφυγικές του μνήμες και ­ ανάρμοστα κι αυτός με τη σειρά του ­ έφθασε να

μου αποδίδει προθέσεις απόκρυψης της γενοκτονίας των Ελλήνων! Ασφαλώς δεν είχα

τέτοια πρόθεση. Η γενοκτονία των Ελλήνων είναι άλλωστε πασίγνωστη, όσο και των

Αρμενίων. Αντί άλλων επιχειρημάτων, τον παραπέμπω στην πρόσφατη μελέτη μου

«Ελλάδα και μειονότητες» (ιδίως σελ. 193, όπου αναφέρομαι και στην έκδοση του

υπουργείου Εξωτερικών Les presecutions antigreques en Turquie de 1908 a 1921).

Η πρόθεση του άρθρου μου ήταν η σύνθεση της εικόνας και από την άλλη πλευρά,

ώστε να γίνουν κατανοητά τα αίτια της τραγωδίας. Και μέσα στην εικόνα αυτή,

της όξυνσης, δηλαδή, της ελληνοτουρκικής αντιπαλότητας, πολλά έκτροπα έγιναν,

όπως γίνονται πάντα, σε όλους τους πολέμους, με θύμα μόνιμο τον άμαχο πληθυσμό

κυρίως. Ο αριθμός των προσφύγων που περπάτησαν διωγμένοι τα πολύπαθα εδάφη της

Ανατολικής Μεσογείου, από τις αρχές του αιώνα μέχρι το 1923, είναι απίστευτος.

«Σκιές ανθρώπων», τους χαρακτήριζαν στην ΚτΕ. Και δεν ήταν μόνον Έλληνες, αλλά

και Βούλγαροι, Τούρκοι, Αρμένιοι, Αλβανοί, Ρώσοι κ.λπ.

Τα στοιχεία για τα τουρκικά έκτροπα είναι δημοσιευμένα σε πάμπολλες μελέτες.

Τα στοιχεία για τα ελληνικά έκτροπα είναι δημοσιευμένα στο Conference de la

paix 1919-1920, Recueil des actes de la Conference, Partie IV, V, Paris, 1923.

Αλλά και πάλι συμπεραίνω ότι το πρόβλημα του κ. υπουργού δεν είναι ότι δεν

αιτιολόγησα σωστά τα γεγονότα, αλλά μάλλον, το ότι αναφέρθηκα σ’ αυτά.

Όμως, χωρίς και αυτήν την αναφορά, πώς θα αντιληφθεί ο αναγνώστης το πλήγμα

που δέχθηκε η τουρκική περηφάνια, ώστε να κινητοποιηθεί να συντρίψει τους

ξένους στρατούς; Πώς θα κατανοήσουμε τον πυρετό που ξύπνησε ο Κεμάλ στους

ομοεθνείς του, αν δεν γνωρίζουμε ότι ο Βενιζέλος το 1920 έγραφε ενθουσιασμένος

στον Ρέπουλη ότι πιθανότατα θα αναλάβουμε τη διάλυση της Τουρκίας και μάλιστα

με δικά της έξοδα; (Είχε μόλις συμφωνηθεί να πληρώσουν οι Τούρκοι τα έξοδα του

ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία).

Πρέπει, με λίγα λόγια, να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που επιχειρήσαμε να

κάνουμε τότε, ήταν μεν η απόπειρα της πραγμάτωσης της Μεγάλης ελληνικής Ιδέας,

αλλά ήταν αναμενόμενο να συναντήσει τη λυσσαλέα αντίδραση των Τούρκων.

Θα τελειώσω με λίγα λόγια περί εθνικισμού. Εδώ, φοβάμαι ότι ο κ. Καψής κάνει

έναν μεγάλο αναχρονισμό. Όταν γράφω ο «εθνικισμός των βαλκανικών λαών»,

αναφερόμενη σ’ εκείνη την εποχή, δεν υπαινίσσομαι τίποτα καταδικαστέο. Είναι

πολύ γνωστό ότι σχετικά πρόσφατα ο όρος «εθνικισμός» πήρε τόσο θλιβερό νόημα.

Τον παραπέμπω δε, στην πολύτιμη μελέτη του Ernest Gellner, «Έθνη και

εθνικισμός», όπου η αρχή του εθνικισμού ορίζεται ως το δικαίωμα κάθε έθνους να

έχει τη δική του πολιτική στέγη. Δυστυχώς, όμως, στις μέρες μας το περιεχόμενο

της έννοιας του εθνικισμού «βρώμισε» πολύ. Τα λόγια του Gellner δίνουν μία ερμηνεία:

«Είναι πιθανόν, όπως πίστευε και ο Εμμάνουελ Καντ, πως η μεροληψία, η τάση να

κάνει κανείς εξαιρέσεις επ’ ονόματι του εαυτού του, ή για τη δική του

περίπτωση, είναι η κεντρική ανθρώπινη αδυναμία από την οποία εκπηγάζουν όλες

οι άλλες. Και πως αυτή μολύνει το εθνικό αίσθημα, όπως και οτιδήποτε άλλο,

γεννώντας αυτό που οι Ιταλοί υπό τον Μουσολίνι ονόμασαν sacro egoismo του

εθνικισμού. Είναι, επίσης, πιθανόν, πως η πολιτική αποτελεσματικότητα του

εθνικού αισθήματος θα εξασθένιζε κατά πολύ αν οι εθνικιστές έδειχναν την ίδια

ευαισθησία για τα άδικα που διέπραξε το έθνος τους με εκείνην που δείχνουν για

όσα διεπράχθησαν εναντίον του». Τα προσυπογράφω ευχαρίστως.

Υ.Γ.: Η «εν θερμώ» ανάγνωση του άρθρου μου παρέσυρε προανώς τον κ. Καψή

ακόμα και στο να με διορθώνει, χρησιμοποιώντας τη δική μου φράση:

Εγώ έγραφα: «Δεν μπορούμε ωστόσο να ερμηνεύσουμε την αύξηση του εκστρατευτικού

σώματος από 90.000 σε 200.000 μετά την ήττα του Βενιζέλου».

Σημειώνοντας, ότι πρόκειται για το τέταρτο εκ των «λαθών» μου, με διορθώνει:

«Μετά τις εκλογές που κερδήθηκαν με το σύνθημα «απολυτήρια στους φαντάρους

μας» μειώθηκε σε 90.000 για να αυξηθεί και πάλι σε 200.000 όταν αποφάσισαν τη

μοιραία εκστρατεία του Σαγγαρίου».

Ειλικρινά, δεν κατανοώ πού έγκειται το «λάθος».