|
|
Ο Θωμάς ήταν επί πενήντα χρόνια υπόδειγμα ανθρώπου, οικογενειάρχη και εμπόρου
για πολλούς, όπως λένε όσοι τον γνώρισαν.
Προσπαθούσε πάντα το καλύτερο για τους δικούς του. Όνειρό του, να δημιουργήσει
ένα σινεμά-αναψυκτήριο στην αγαπημένη του Πάτμο. Έπεσε έξω, όμως. Χρεώθηκε
μέχρι τον λαιμό. Σε φίλους και οικείους αυτό ήταν το χειρότερο για κείνον.
Οι άλλες δουλειές του άρχισαν να καταρρέουν.
Κάθε μέρα η απόγνωσή του μεγάλωνε.
Ένα πρωί δέχθηκε το τελικό πλήγμα: «Θωμά, είσαι απατεώνας», του είπε
αγαπημένος φίλος και δανειστής. Ο κόσμος του έγινε χίλια κομμάτια. «Θάνατος ή
φυλακή», είπε στον εαυτό του.
Και εντελώς παρορμητικά έτρεξε στην πλησιέστερη τράπεζα, όπου πραγματοποίησε
την πιο αποτυχημένη και πιο θεατρική ληστεία των τελευταίων χρόνων. Μια
ληστεία-αυτοκτονία. Με όπλο, ένα αποκριάτικο πιστόλι-παιχνίδι. Με θύμα μονάχα
τον ίδιο…
Ένας χρόνος συμπληρώνεται σήμερα από την ημέρα που ο Θωμάς φυλακίσθηκε στις
Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού.
Καμία αίτηση προσωρινής αποφυλάκισής του δεν έγινε δεκτή, καθώς ο μία ζωή
άμεμπτος και πράος Θωμάς θεωρήθηκε «επικίνδυνος». Παραμένει λοιπόν κλεισμένος
σε ένα κελί…
|
Ευτυχισμένοι καιροί. Ο Θωμάς Γκαβαΐσες ανάμεσα στα δυο του παιδιά, προτού η απόγνωση οπλίσει τα χέρια του μ’ ένα αποκριάτικο όπλο-παιχνίδι…
|
ΣΥΝΕΧΩΣ ο Θωμάς Γκαβαΐσες αναζητούσε το καλύτερο. Για την οικογένειά του. Για
τους δικούς του ανθρώπους. Η ειλικρίνεια και η συνέπεια ήταν λέξεις
ταυτισμένες με το όνομά του, τόσο στην Αθήνα όσο και στην τοπική κοινωνία της
Πάτμου, όπου εργαζόταν. Μέχρι που το κακό «χτύπησε». Και απελπισμένος
κατέστρεψε τον εαυτό του…
Ο «ληστής-αστυφύλακας», που επιχείρησε να διαφύγει πεζός είχε ξεχάσει πού
είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του αφού λήστεψε μία τράπεζα, δεν είχε
απασχολήσει τότε την επικαιρότητα. Η ανακοίνωση των βάσεων για την είσοδο των
υποψηφίων στα Πανεπιστήμια, είχε «πνίξει» εκείνη την εκ των προτέρων
αποτυχημένη απόπειρα… Από εκείνη την Τετάρτη, 4 Σεπτεμβρίου, ένας χρόνος
έχει περάσει. Ο «ληστής» παραμένει στην φυλακή, περιμένοντας την δίκη. Η
οικογένειά του δίνει μάχη με όσα φέρνει η κάθε ημέρα…
Ο Μάνος Γκαβαΐσες, νεαρός δικηγόρος, είναι ήπιος και γλυκομίλητος. Ξεχωρίζει
με την ευγένεια και το καθαρό του πρόσωπο. Πριν από έναν χρόνο, στη 1.45 μ.μ.,
ένας οικογενειακός φίλος του είχε τηλεφωνήσει, στο σπίτι της οικογένειας στην
Πάτμο, όπου βρίσκεται η δουλειά της οικογένειας: ένα κοσμηματοπωλείο. «Ο
πατέρας σου… προσπάθησε να ληστέψει μία τράπεζα», του είπε. Και ο Μάνος
αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει την έννοια των λέξεων…
«Σαν τρελός πήρα το πλοίο, και έφθασα στην Αθήνα», θυμάται ο Μάνος. «Σε
ολόκληρη την διαδρομή σκεπτόμουνα όσα οδήγησαν τον πατέρα μου, όχι σε κάποια
εγκληματική δραστηριότητα εις βάρος άλλων, αλλά στην αυτοκαταστροφή.
Τελικά, νομίζω ότι ήταν οι τρομακτικές ενοχές που ένιωθε, επειδή δεν μπορούσε
να ξεπληρώσει τους φίλους και γνωστούς οι οποίοι και ήταν οι δανειστές του
και οι ισχυρές, καθημερινές, επίμονες πιέσεις που δεχόταν απ’ αυτούς.
Οι οποίες τον έκαναν να νιώθει ότι εξαφανιζόταν η υπόστασή του, ότι έχανε το
έδαφος κάτω από τα πόδια του.
Ότι εξέθετε και εξευτέλιζε την μάνα μου, κι εμάς τους δύο, στην μικρή, τοπική
κοινωνία της Πάτμου».
Ο Μάνος σταματάει. Ξαναπιάνει τον ειρμό των λόγων του: «Εμείς ήμασταν στην
Πάτμο όταν το κακό συνέβη. Ο πατέρας ήταν ολομόναχος στην Αθήνα. Προσπαθούσε
να βρει διέξοδο στο πιεστικό οικονομικό μας πρόβλημα… Άυπνος, καθόταν ημέρες
ολόκληρες. Δεν έτρωγε. Δεν ξεμύτιζε απ’ το σπίτι. Μονάχα κάπνιζε…». Μέχρι
που δέχθηκε ένα οργισμένο τηλεφώνημα από έναν άλλο έμπορο της Πάτμου, στον
οποίο χρωστούσε.
«Είσαι και συ απατεώνας», του είπε. Και άνθρωπος που ποτέ δεν έπινε πολύ, ο
Θωμάς κατέβασε ξεροσφύρι δύο μπουκάλια βότκα… Τότε, η απόγνωσή του
κορυφώθηκε. «Φυλακή ή αυτοκτονία», σκέφθηκε. Και η τρελή, απελπισμένη ιδέα που
του είχε περάσει απ’ το μυαλό, μία φευγαλέα στιγμή, του φάνηκε η μόνη λύση.
Φόρεσε, λοιπόν, την ψεύτικη στολή αστυνομικού, που είχε αγοράσει τυχαία, σε
ανύποπτο χρόνο, «οπλίστηκε» με το πιστόλι-παιχνίδι που είχε περισσέψει, από
τις Απόκριες, και πήρε τους δρόμους. Μπήκε τυχαία στην πρώτη τράπεζα που βρήκε
μπροστά του…
Σκύβει το κεφάλι του ο Μάνος. «Άψογος ήταν ο πατέρας μου. Πάντα. Απέναντι
στους φίλους, τους συνεργάτες του. Σ’ εμάς, την οικογένειά του.
Ήταν όσο δραματικό κι αν ακούγεται η κολόνα του σπιτού μας. Με κάθε τρόπο
προσπαθούσε να αντιμετωπίσει όλες τις ανάγκες μας.
Μας στήριζε σε κάθε προσπάθειά μας. Πιεζόταν πολύ, όμως, τον τελευταίο καιρό.
Το άγχος που ένιωθε είχε γιγαντωθεί. Αισθανόταν παγιδευμένος. Εμείς τον
βλέπαμε συντετριμμένο, αλλά πώς να καταλαβαίναμε τι έκταση η αγωνία είχε πάρει
μέσα του; Μας κοίταζε, έπαιρνε χαρά. Και μετά, τον έπνιγε πάλι το άγχος.
Σκεπτόταν τι θα απογίνουμε…».
Η μικρή, τοπική κοινωνία της Πάτμου δεν πίστευε τα νέα. Δεν μπόρεσε. Μούδιασε.
Εν τω μεταξύ, η οικογένεια επέστρεψε στο νησί. Ο Μάνος άφησε την δικηγορία, η
αδελφή του αναγκάστηκε ν’ αφήσει τις σπουδές της στο Πολυτεχνείο… «Κλείσαμε
το σινεμά. Και, αμέσως, πέσαμε όλοι, με τα μούτρα, στην άλλη δουλειά του
πατέρα μου: στο κοσμηματοπωλείο. Δεν γινόταν αλλιώς», λέει ο Μάνος,
προσπαθώντας να κρύψει την συγκίνησή του, «έπρεπε να καταπιούμε την δική μας
θλίψη και απόγνωση. Τα χρέη έτρεχαν…
Κυρίως όμως το κάναμε για τον πατέρα. Εάν κλείναμε το μαγαζί, θα ήταν σα να
φοβόμασταν να αντικρύσουμε την τοπική κοινωνία. Σα να ντρεπόμασταν για τον πατέρα…».
Έσπευσαν αμέσως, όλοι σχεδόν οι άνθρωποι της Πάτμου, να βοηθήσουν την
οικογένεια. Οι «δανειστές» έγιναν μαύροι από τη στενοχώρια τους και τις τύψεις
που ένιωθαν, έγινε λόγος για διοργάνωση κάποιας συναυλίας για συμπαράσταση
στον Θωμά, όλοι εξέφραζαν την συμπάθειά τους.
Αλλά ο Θωμάς παρέμεινε στην φυλακή. Κατηγορούμενος για ένοπλη ληστεία.
Προσωρινά κρατούμενος επί έναν χρόνο, ως… ιδιαίτερα επικίνδυνος…
Ο Ευθύμιος Φούντας οικογενειακός φίλος του Θωμά σχεδόν επί μία εικοσαετία
έπεσε από τα σύννεφα. Ο Ευάγγελος Κόττικας, κουνιάδος του Θωμά, κόντεψε να
τρελαθεί. Και η κ. Μίνα Ασημακοπούλου, λιποθύμησε… Σε Αθήνα και Πάτμο, όπου
δηλαδή η οικογένεια Γκαβαΐσε ζούσε και εργαζόταν, οικείοι, φίλοι, συνάδελφοι,
απλοί γνωστοί, δέχθηκαν ισχυρό σοκ μόλις έμαθαν τα απίστευτα νέα.
«Ο Θωμάς ληστής; Μόνο ένα τραγικό χαμόγελο θα μπορούσε η σκέψη αυτή να
προκαλέσει», λέει σήμερα η κ. Μίνα Ασημακοπούλου, σπιτονοικοκυρά και
γειτόνισσα της οικογένειας, στο παλιό τους σπίτι, στην Αθήνα, επί τεσσεράμισι χρόνια.
«Ήταν μία ιδανική οικογένεια αυτοί οι άνθρωποι, αγαπημένη και σοβαρή»,
συνεχίζει, «και ο κ. Θωμάς ήταν πάντα συνεπής σε όλες τις υποχρεώσεις του
απέναντί μου. Ήταν τόσο γλυκός και ήρεμος… Τέλειος άνθρωπος. Ξαφνιάστηκα
μόλις είδα την Αστυνομία που εισέβαλε στο σπίτι να τον συλλάβει. Ακόμη και
τότε, όμως, δεν μπορούσα να το φανταστώ. Μόλις έμαθα την αιτία, ταράχθηκα τόσο
που παραλίγο να πάθω. Τον άνθρωπο τον έσπρωξε η απελπισία πέρα από τα όριά
του. Και έπαιξε την ζωή του κορόνα-γράμματα…».
«Ευχόμουν να έχω κι εγώ τις ίδιες ικανότητες με τον Θωμά για να διαμορφώσω
υγιείς χαρακτήρες στα δικά μου παιδιά», λέει ο Ευθύμιος Φούντας, καταλήγοντας
πως για την αυτοκαταστροφική πράξη του Θωμά ευθύνεται «η υπερβολική του
τιμιότητα και η απόγνωση στην οποία βρέθηκε…».